γνώση
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
Greek Monolingual
η (AM γνῶσις) γιγνώσκω
1. το να γνωρίζει κάποιος κάτι
2. βαθύτερη γνώση η οποία έχει αποκτηθεί με περισυλλογή και μελέτη («πηγή σοφίας και γνώσεως»)
3. φρόνηση, σύνεση («ήτονε δεκοχτώ χρονώ, μά 'χε γερόντου γνώση»)
νεοελλ.
φρ.
1. «βάζω γνώση» — συνετίζομαι
2. «φέρω εις γνώσιν (κάποιου)» — πληροφορώ
3. «λαμβάνω γνώσιν» — πληροφορούμαι
4. «είμαι εν γνώσει» — γνωρίζω, έχω ενημερωθεί
5. «έχουν γνώση οι φύλακες» — έχουν ήδη λάβει τα μέτρα τους εναντίον κάθε επιβουλής
6. «κοντά στον νου κι η γνώση» — η εξυπνάδα πρέπει να συνδυάζεται με σύνεση και προσοχή
7. «στερνή μου γνώση να σ' είχα πρώτα» — όταν αναγνωρίζεται ένα σφάλμα κάπως αργά
(αρχ.- μσν.) γνώμη, άποψη
αρχ.
1. δικαστική έρευνα
2. γνωριμία (με κάποιο πρόσωπο) («γνῶσις πρός τινα»)
3. υπόληψη, φήμη
4. σαρκική ένωση.
Translations
Afrikaans: kennis; Albanian: dituri, dije, dijeni; Arabic: عِلْم, مَعْرِفَة; Armenian: իմացություն, գիտելիք; Assamese: জ্ঞান; Asturian: conocimientu, conocencia; Azerbaijani: bilik, elm, hünər, mərifət, məlumat, ürfan; Bashkir: белем; Belarusian: веданне; Bengali: জ্ঞান, এলেম; Bikol Central: kaaraman; Bulgarian: знание; Burmese: အသိပညာ, ဝိဇ္ဇာ; Cahuilla: 'e'nanill; Catalan: coneixement; Central Atlas Tamazight: ⵜⵓⵙⵙⵏⴰ; Chinese Cantonese: 知識, 知识, 見識, 见识; Dungan: җышы, җяншы, эрлин; Mandarin: 知識, 知识, 見識, 见识; Crimean Tatar: bilgi, bilme; Czech: znalost, vědění; Danish: viden, kundskab, kendskab; Dutch: kennis, weten, wetenschap; Esperanto: scio; Estonian: teadmine, teadmised; Faroese: vitan; Finnish: tieto, tiedot; French: connaissance, science; Middle French: sçavoir; Old French: savoir, conoissance, escient; Galician: coñecemento, sabenza, sabedoría; Georgian: ცოდნა; German: Wissen, Kenntnis; Greek: γνώση; Ancient Greek: αἴσθησις, γνώμη, γνωμηστός, γνώριμον, τὸ γνώριμον, γνωριμότης, γνώρισις, γνωρισμός, γνῶσις, δαημοσύνη, δήλωσις, διδασκάλιον, εἴδημα, εἴδησις, εἰδοσύνη, ἐμπειρία, ἐπιστήμη, ἰδμοσύνη, ἰδρεία, ἰσμή, μάθημα, νόσφι, ξύνεσις, παίδευμα, σύνεσις, τὸ γνωστόν; Hawaiian: ʻike; Hebrew: יֶדַע, ידיעה; Hindi: जान, ज्ञान, बुद्धि, इल्म; Hungarian: tudás, ismeret; Icelandic: þekking; Indonesian: pengetahuan; Interlingua: cognoscentia; Irish: fios; Italian: conoscenza; Japanese: 知識; Kapampangan: pamibaluan, pangabalu; Kazakh: білім, ғылым; Khmer: ចំណេះ, ញាណ, វិជ្ជា; Korean: 지식, 앎; Kyrgyz: билим; Lao: ຄວາມຮູ້, ວິຊາ; Latin: notitia, notio, agnitio, cognitio, intelligentia; Latvian: zināšana; Lithuanian: žinojimas, mokėjimas, išmanymas; Macedonian: знаење; Malay: pengetahuan, ilmu; Maori: mātauranga, mōhio ngutu; Mongolian: эрдэм, мэдлэг; Ngazidja Comorian: udjuzi; Norwegian Bokmål: kunnskap, viten; Nynorsk: kunnskap; Occitan: coneissença; Old French: saveir; Pali: ñāṇa, vijjā; Persian: دانش, شناخت, علم, معرفت; Plautdietsch: Wissenschoft; Polish: wiedza; Portuguese: conhecimento; Quechua: riqsiy; Romanian: cunoaștere, știre; Russian: знание, осведомлённость; Sanskrit: ज्ञान, बुद्धि, विद्या, बोध; Scots: kennin; Scottish Gaelic: fios; Serbo-Croatian Cyrillic: знáње; Roman: znánje; Slovak: znalosť; Slovene: znanje; Spanish: conocimiento; Sundanese: ᮕᮍᮝᮨᮛᮥᮂ; Swahili: maarifa; Swedish: kunskap; Sylheti: ꠉꠣꠀꠘ; Tagalog: karunungan; Tajik: дониш, маърифат; Tamil: அறிவு; Tatar: белем; Telugu: జ్ఞానము, బోధ; Thai: ความรู้, วิชา, วิทยา; Tibetan: ཤེས་བྱ, ཡོན་ཏན; Tocharian B: karsalñe; Tok Pisin: save; Turkish: bilim, marifet, bilgi; Turkmen: bilim, maglumat; Ugaritic: 𐎄𐎓𐎚; Ukrainian: знання; Urdu: گیان, علم; Uyghur: بىلىم; Uzbek: bilim, bilish; Vietnamese: tri thức; Waray-Waray: kaaram; Welsh: adnabyddiaeth, gwybodaeth; West Frisian: witten; Yiddish: וויסן; Zazaki: zanış, elm