παρασημαίνω

From LSJ
Revision as of 14:44, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

German (Pape)

[Seite 497] 1) daneben, an der Seite bezeichnen, Arist. top. 1, 12 rhet. 2, 22 u. Sp.; – im med. für sich bezeichnen, sich anmerken, beobachten, Pol. 16, 22, 1; aus einen Zeichen abnehmen, einsehen, ἐξ ὧν καὶ παρασημήναιτ' ἄν τις τὴν κατάπληξιν, 3, 90, 14; – besiegeln; nach Moeris ist παρασημαίνεσθαι att. für das hellenistische παρασφραγίζεσθαι; so nur im med., τὰ σεσημασμένα παρασημηνάσθω, Plat. Legg. XII, 954 b, neben das vorhandene Siegel ein anderes drücken; παρασημήνασθαι τὰς διαθήκας, von den Zeugen, die ihr Siegel beidrücken, Dem. 28, 5; τὰ σημεῖα ἐᾶν τῶν οἰκημάτων, ἃ παρεσημηνάμην, 42, 2, u. oft. – 2) ein Zeichen od. Siegel, auch Geld verfälschen, falsches Geld schlagen, ἀργύριον παρασεσημασμένον, Poll. 3, 86; auch von einem falsch gebildeten od. gebrauchten Worte, Gramm.

Greek Monolingual

κυρίως το μέσ. παρασημαίνομαι ΝΜΑ
βάζω ψευδές σήμα, παραχαράσσω, παραποιώ
νεοελλ.-μσν.
φανερώνω με σημεία, συμβολίζω
νεοελλ.
μέσ. παρασημαίνομαι
μαθαίνω κάτι με σήματα ή σύμβολα
αρχ.
1. (για ζώα) εκδηλώνω, προδίδω με την έκφραση
2. βάζω σημάδι δίπλα σε κάποιο άλλο, κοντά στην υπάρχουσα σφραγίδα βάζω άλλη, επισφραγίζω
3. βάζω την σφραγίδα μου, σφραγίζω
4. σημειώνω, σφραγίζω πάνω σε κάτι
5. σημειώνω στο περιθώριο
6. παρατηρώ, συμπεραίνω
7. σημειώνω με φθογγόσημα, γράφω νότες
8. (κατά τον Ησύχ.) «παρασημαίνει
παραδηλοῖ».

Russian (Dvoretsky)

παρασημαίνω:
1 med. накладывать рядом новую печать, дополнительно опечатывать (τὰ παρασεσημασμένα τῶν οἰκημάτων Dem.): τὰ σεσημασμένα παρασημαίνεσθαι Plat. прилагать свою печать к (уже) опечатанному;
2 med. ставить сбоку пометку, помечать рядом (τὰς ἑκάστων δόξας Arst.);
3 med. подмечать, замечать (себе) Polyb.;
4 med. усматривать, заключать (τι ἔκ τινος Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-σημαίνω van een tegenzegel voorzien:. τὰ... σεσημασμένα παρασημηνάσθω wat verzegeld is, moet van een tegenzegel worden voorzien Plat. Lg. 954b.

Translations

reveal

Arabic: كَشَفَ‎; Azerbaijani: üzə çıxarmaq; Bulgarian: разкривам; Catalan: revelar; Chinese Mandarin: 透露, 顯示/显示; Czech: odhalit; Danish: afsløre; Dutch: onthullen, zich ontpoppen; Esperanto: malkaŝi; Estonian: paljastama; Finnish: paljastaa; French: révéler; Galician: revelar; German: enthüllen; Greek: αποκαλύπτω; Ancient Greek: ἀναδηλόω, ἀνακαλύπτω, ἀναπτύσσω, ἀπαμφιάζω, ἀπογυμνόω, ἀπογυμνῶ, ἀποδηλόω, ἀποκαλύπτω, δηλοποιέω, δηλοποιῶ, δηλόω, δηλῶ, διακαλύπτω, διανακαλύπτω, διανοίγω, ἐκκαλύπτω, ἐκμυθέομαι, ἐκφαίνω, ἐκφαντεύω, ἐντρυλλίζω, ἐξαποφαίνω, ἐτάζω, μηνύω, παρασημαίνω, φαίνω, φανερόω, φανερῶ; Hebrew: גילה‎, חשף‎; Hungarian: felfed; Icelandic: afhjúpa; Ido: revelar; Irish: foilsigh; Old Irish: foilsigidir; Italian: rivelare, gettare la maschera, uscire allo scoperto, mostrare se stesso, svelare; Japanese: 現す, 表す, 表わす; Korean: 나타내다, 드러내다; Kurdish Central Kurdish: دەرخستن‎; Latin: acclaro, exhibeo, patefacio, revelo; Macedonian: открива; Malay: dedah; Ngazidja Comorian: upvenua; Norwegian: avsløre; Old Church Slavonic: авити; Old English: ætīewan; Persian: مکشوف ساختن‎; Polish: odkrywać, odkryć, odsłaniać, odsłonić, ujawniać, ujawnić; Portuguese: revelar; Russian: выявлять, раскрывать, показывать; Scots: kithe; Serbo-Croatian: открити, otkriti; Spanish: revelar, propalar; Swahili: -toboa, -dhihirisha; Swedish: uppenbara; Telugu: బయటపెట్టు, వెల్లడించు; Turkish: açığa vurmak; Ugaritic: 𐎁𐎙𐎊; Ukrainian: розкривати, виявляти, показувати, з'ясовувати; Welsh: datguddio; Yiddish: אַנטפּלעקן‎