ἄφαρ

From LSJ
Revision as of 10:38, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́φᾰρ Medium diacritics: ἄφαρ Low diacritics: άφαρ Capitals: ΑΦΑΡ
Transliteration A: áphar Transliteration B: aphar Transliteration C: afar Beta Code: a)/far

English (LSJ)

[ᾰφ], poet. Adv.
A straightway, forthwith, in Hom. mostly at the beginning of a clause, with δέ following, ἄ. δ' ἤμυσε καρήατι Il.19.405, cf. Od.2.95: without δέ, thereupon, after that, Il.11.418.
2 suddenly, quickly, ἄ. κεραοὶ τελέθουσι Od.4.85: strengthened, ἄ. αὐτίκα Il. 23.593; πέμπε δράκοντας ἄ. Pi.N.1.40, cf. 10.63, Pae.6.81, Emp.35.6, 110.8.—Rare in Trag., A.Pers.469; ἄ. βέβακε S.Tr.133,529, cf. E. IT1274 (lyr. exc. in A. l. c.): also in later Ep. as A.R.2.539, etc.
3 intens., very, Il.17.417, Od.2.169.
II in Thgn.716 as if Adj., swift, fleet (cf. ἀφάρτερος) , παῖδες Βορέω τῶν ἄφαρ εἰσὶ πόδες.

Spanish (DGE)

(ἄφᾰρ)
• Prosodia: [ᾰφ-]
adv.
I c. valor temp.
1 en seguida, pronto, rápidamente ἄ. ... δοῦναι Il.23.593, ἄ. δ' ἤμυσε καρήατι Il.19.405, οἱ δὲ μένουσιν ἄ. δεινόν περ ἐόντα Il.11.418, ἄ. δέ σε Παλλὰς ... δαμάᾳ Il.22.270, ἄ. δ' ἡμῖν μετέειπε Od.2.95, ἄρνες ἄ. κεραοὶ τελέθουσι Od.4.85, ἄ. δέ οἱ ἄγγελος ἦλθεν Ἥλιος Od.8.270, γυνὴ δ' ἄ. α[ὖτις ἔγεντο πατρὸς ἐν] ὶ μεγάροισι Hes.Fr.43a32, πέμπε δράκοντας ἄ. Pi.N.1.40, ἄ. ἐξικέσθαν Pi.N.10.63, Ἰλίου ... θῆκεν ἄ. ὀψιτέραν ἅλωσιν Pi.Fr.52f.81, σ' ἄ. ἐκλείψουσι Emp.B 110.8, παραγγείλας ἄ. στρατεύματι A.Pers.469, ἄ. βέβακη S.Tr.134, cf. 529, E.IT 1274, ἴδ' οἷον ... προσέμειξεν ἄ. τοὔπος S.Tr.821, μὴ ... θάνοιμι ... εἰσιδοῦσ' ἄ. S.Tr.958, ἥ κε φέροι μιν ἄ. A.R.2.539, ἄ. δ' ὡπλίσσαο, δαῖμον al punto quedaste armada, diosa Call.Dian.86, ἄ. σχήσει Alex.Aet.3.12.
2 súbitamente, inesperadamente αἲ γὰρ δὴ Ὀδυσσεύς τε καὶ ὁ ... Διομήδης ὧδ' ἄ. ἐκ Τρώων ἐλασαίατο μώνυχας ἵππους ¡si Ulises y Diomedes de pronto trajeran del ejército troyano los caballos de sólidas pezuñas!, Il.10.537.
3 usado como adj. ὠκύτερος ... παίδων Βωρέω, τῶν ἄ. εἰσὶ πόδες más veloz que los hijos de Bóreas cuyos pies son rápidos Thgn.716; cf. ἀφάρτερος.
II c. valor intens. muy, mucho τό κεν ἧμιν ἄ. πολὺ κέρδιον εἴη y eso sería mucho mejor para nosotros, Il.17.417, καὶ γάρ σφιν ἄ. τόδε λωϊόν ἔστιν pues esto es lo que más les conviene, Od.2.169.
• Etimología: Antiguo tema en r/n- rel. c. ἄφνω q.u.

German (Pape)

[Seite 407] (ἅπτω, Andere von ἀπὸἄρα), adv., unmittelbare Aufeinanderfolge bezeichnend, 1) sogleich, augenblicklich, z. B. ἔνθα με Σίντιες ἄνδρες ἄφαρ κομίσαντο πεσόντα, sogleich als ich gefallen, Il. 1, 594; vgl. 19, 405; Pind. N. 10, 63 αἰψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθην, wie 1, 40; schnell, Theogn. 715; Ap. Rh. 2, 539 u. sonst bei sp. Ep. Bei den Tragg. nur Aesch. Pers. 461 Soph. Tr. 134. 526. 818 Eur. I. T. 1274. – 2) ohne den Begriff des schnellen Folgens, hernach, darauf, ἄφαρ δ' ἡμῖν μετέειπεν, = ἔπειτα, Od. 2, 95, vgl. 169 Il. 11, 418 u. sonst; ἄφαρ αὐτίκα zusammen, Il. 23, 593. Aber ἄφαρ δ' ἵπποισι τάθη δρόμος, ununterbrochen, Il. 23, 375.

French (Bailly abrégé)

1 tout d'un coup, et aussitôt, et alors;
2 tout de suite, aussitôt, présentement ; ἄφαρ αὐτίκα sur-le-champ.
Étymologie: ἀ- cop., φέρω, litt. « d'une seule portée ».

Russian (Dvoretsky)

ἄφᾰρ: (ᾰφ) adv.
1 тотчас же, сразу же, немедленно Hom.;
2 после этого, после того, тогда (ἄ. τόδ᾽ λώϊόν ἐστιν Hom.; παραγγείλας ἄ. στρατεύματι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαρ: [υυ], ποιητ. ἐπίρρ., κυρίως σημαῖνον ἄμεσον ἀκολουθίαν, εὐθύς, πάραυτα, ἀμέσως, παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν ἀρχῇ περιόδου ἢ κώλου ἐπακολουθοῦντος τοῦ δέ, ἄφαρ δ’ ἤμυσε καρήατι Ἰλ. Τ. 405, πρβλ. Ρ. 417· ἢ ἄνευ τοῦ δέ, μετὰ τοῦτο, μετὰ ταῦτα, Λ. 418, Ὀδ. Β. 95. 2) αἰφνιδίως, ταχέως, εὐθέως, ἀμέσως, ἄφαρ τόδε λώϊόν ἐστι Β. 169· ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι Δ. 85· μετ’ ἄλλου ἐπιρρ. πρὸς ἐπίτασιν, ἄφαρ αὐτίκα Ἰλ. Ψ. 593· ― ὡσαύτως παρὰ Πινδ., πέμπε δράκοντας ἄφαρ Ν. 1. 60· καὶ σπανίως παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 469, Σοφ. Τρ. 135, 529, 821, 958, Εὐρ. Ι. Τ. 1274. ΙΙ. παρὰ Θεόγν. 716, ὡς εἰ ἦτο ἐπίθετον, ταχύς, ὠκὺς (πρβλ. ἀφάρτερος), παῖδες Βορέω τῶν ἄφαρ εἰσὶ πόδες. Ὑπάρχει Ἰωνικός τις τύπος ἀφαρεὶ ἐν τῷ Ἐτυμ. Μ. 175. 15, Σουίδ. κτλ. Πρβλ. Sturz Μακ. Διαλ. σ. 70.

English (Autenrieth)

instantly, at once, Od. 2.169, Il. 17.417 ; ᾦδ' ἄφαρ, Il. 10.537; ἄφαρ αὐτίκα, Il. 23.593.

English (Slater)

ᾰφᾰρ at once, immediately πέμπε δράκοντας ἄφαρ (N. 1.40) λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν (N. 10.63) Ἰλίου δὲ θῆκεν ἄφαρ ὀψιτέραν ἅλωσιν sc. Apollo, by slaying Achilles Πα. . . ἔκλαγξέ θ' ἱερ[]δαιμόνιον κέαρ ὀλοαῖσι στοναχαῖς ἄφαρ Πα. 8A. 13. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκ- τόν τε χαλκὸν ὑπερη[ (supp. Lobel) fr. 169. 26.

Greek Monolingual

ἄφαρ επίρρ. (Α)
1. ευθύς, αμέσως, αμέσως μετά, μετά από αυτό
2. πολύ
3. ξαφνικά, γρήγορα
4. ως επίθ. ταχύς, γρήγορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ήδη ομηρική, αβέβαιης ετυμολ. Αρχικά πιθ. αποτελούσε αφηρημένο ουδέτερο σε r / n ουσιαστικό (πρβλ. και άφνω, με το οποίο πιθ. σχετίζεται) που σήμαινε την ταχύτητα (πρβλ. αφαρ(ε)ί «γρήγορα, αμέσως», αφάρτερος «γρηγορότερος») ή, κατ' άλλους, «άγγιγμα, επαφή»].

Greek Monotonic

ἄφᾰρ: (ᾰφ), ποιητ. επίρρ.,
I. 1. ευθύς, πάραυτα, αμέσως, γρήγορα, προς το παρόν, σε Όμηρ., Τραγ.
2. έπειτα, μετά απ' αυτό, σε Όμηρ.
II. σε Θέογν. ως επίθ., γρήγορος, βιαστικός (πρβλ. ἀφάρτερος).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adv.
Meaning: forthwith, immediately (Il.).
Other forms: ἀφνός· ἐξαίφνης H.
Derivatives: ἀφαρεί (ἀφάρει Chantr., ἀφαρεί) ταχέως καὶ ἀκόπως (EM, H., Suid.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: One connects ἄφνω, assuming a neuter r-n-stem, Schwyzer 519, 624 n. 5; vW. 28 connects Goth. abrs strong, comparing for the meaning Eng. fast. - I think Fur. (index) brilliantly connects (ἐξ)αίφνης (with ἐξαπίνης), and further αἶψα, -ηρός, assuming a substr. element, with α/αι, π/φ. He also connects αἰπύς etc., which is less evident.

Middle Liddell


I. straightway, forthwith, at once, quickly, presently, Hom., Trag.
2. thereupon, after that, Hom.
II. in Theogn. as adj. swift, fleet (cf. ἀφάρτερος).

Frisk Etymology German

ἄφαρ: {áphar}
Grammar: Adv.
Meaning: sofort, sogleich (ep. lyr. seit Il.).
Derivative: Davon ἀφάρτερος komp. Adj. (Ψ 311) schneller; ἀφαρεί· ταχέως καὶ ἀκόπως (EM, H., Suid.).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Wahrscheinlich mit ἄφνω verwandt; vielleicht urspr. neutraler r-n-Stamm. Vgl. Schwyzer 519, 624 A. 5.
Page 1,194

Translations

immediately

Afrikaans: dadelik, onmiddelik; Albanian: menjëherë, përnjëherësh; Arabic: فَوْرًا‎, حَالًا‎, مُبَاشَرَةً‎; Egyptian Arabic: حَالًا‎; Gulf Arabic: عَلَطُول‎; Hijazi Arabic: على طول‎; Armenian: անմիջապես; Azerbaijani: dərhal; Belarusian: неадкладна, зараз жа; Bulgarian: веднага, незабавно, непосредствено; Burmese: ချက်ချင်း, ချက်ခနဲ, ဆောတလျင်, ဒက်ခနဲ, ဆောလျင်စွ, ရက်ရက်, ရုတ်ခြည်း; Catalan: immediatament; Cherokee: ᎲᎴᏊ; Cheyenne: sé'ea'e; Chinese Mandarin: 馬上/马上, 立刻, 即刻, 立即, 直接; Min Nan: 馬上/马上, 即時/即时, 連鞭/连鞭, 隨時/随时; Crimean Tatar: deral, tez, çabik; Czech: ihned, hned, okamžitě; Danish: øjeblikkeligt, med det samme, nu, med det vuns; Dutch: meteen, direct, onmiddellijk; Esperanto: tuj, senprokraste; Finnish: heti, välittömästi; French: immédiatement, tout de suite, aussitôt; Galician: inmediatamente, no intre, logo, decontado, deseguida; Georgian: მყისიერად, ეგრევე, მაშინვე, უმალვე, სასწრაფოდ, გადაუდებლად, დაუყოვნებლივ; German: sofort, alsbald, unverzüglich, auf der Stelle, umgehend; Greek: αμέσως; Ancient Greek: ἀμέσως, ἀοτίκα, ἀπαυτίκα, ἀτόμως, αὐθωρεί, αὐθωρί, αὐθωρόν, αὐτῆς ὥρας, αὐτίκα, αὔτικα, αὐτόθεν, ἄφαρ, ἀφαρεί, ἐν ἀμερεῖ χρόνῳ, ἐξ ἑτοίμου, ἐπαυτίκα, εὐθέως, εὐθέως παραχρῆμα, εὐθύς, ἤδη, κατὰ τὸν ἀμερῆ χρόνον, μάλ' αὐτίκα, οὐ χρόνῳ, παρ' αὐτά, παρᾶσσον, παραυτά, πάραυτα, παραυτίκα, παρευθύς, προσεχῶς, συντόμως, τὴν πρώτην, ὦκα, ὡς τάχιστα, ὡς τάχος; Hebrew: מִיָּד‎, תֵּכֶף‎; Hindi: तत्काल, तुरंत, फ़ौरन; Hungarian: azonnal, rögtön, nyomban, azon nyomban, máris; Icelandic: strax; Ido: quik; Istriot: soûbito; Italian: immediatamente, subito, su due piedi; Japanese: 直ぐに, 直ちに, 直接に; Korean: 즉시, 곧; Ladino: pishin, devista, en vista; Latgalian: tiuleņ, tiuļ; Latin: iugiter, ilico, statim, actutum; Latvian: tūlīt; Limburgish: drek; Lithuanian: tuoj; Malay: serta-merta; Malayalam: പെട്ടെന്ന്, ഉടനെ; Maore Comorian: kamwe; Maori: tangetange; Marathi: ताबडतोब, आत्ताच्या आत्ता; Navajo: hah, haneetehee, tʼah kodą́ą́ʼ, tʼáá áko; Norwegian Bokmål: øyeblikkelig, med en gang, umiddelbart; Old English: sōna, þǣrrihte; Persian: فوراً‎; Polish: zaraz, natychmiast, doraźnie, natychmiastowo, bezpośrednio, niezwłocznie, bezzwłocznie, w tym momencie; Portuguese: imediatamente; Quechua: kunallan; Romanian: imediat, fără întârziere, numaidecât, de îndată, îndată; Russian: немедленно, тотчас, тотчас же, сию минуту; Sanskrit: सकृत्, झटुति, सपदि, तत्क्षण; Scottish Gaelic: anns a' bhad, sa bhad; Serbo-Croatian: odmah, smjesta; Slovene: takój; Sorbian Lower Sorbian: ned; Spanish: inmediatamente, de inmediato, ya, sin demora, enseguida, acto seguido; Swahili: mara moja, mara; Swedish: ögonblickligen, på direkten, omedelbart, genast, omgående, ögonaböj, nu, med detsamma, på en gång, med en gång; Telugu: తక్షణము; Thai: ทันที; Tibetan: འཕྲལ་དུ; Tocharian B: teteka; Turkish: anında, derhal, hemen; Ukrainian: зараз, негайно; Urdu: فوراً‎; Uyghur: دەرھال‎; Venetian: sùito, sùvito; Vietnamese: ngay, ngay lập tức, ngay tức khắc, lập tức, ngay tức thì; Volapük: sunädo; Yiddish: תּיכּף‎; Yoruba: lẹ́sẹ̀kẹ́sẹ̀, lójijì; Zhuang: doq, sikhaek