συμφύω

From LSJ
Revision as of 11:55, 13 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " )" to ")")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφύω Medium diacritics: συμφύω Low diacritics: συμφύω Capitals: ΣΥΜΦΥΩ
Transliteration A: symphýō Transliteration B: symphyō Transliteration C: symfyo Beta Code: sumfu/w

English (LSJ)

later συμφύνω CR33.5 (near Antioch):—
A make to grow together, unite a wound, D.S.32.11 (cj.), Dsc.1.128; σ. τὰ ὁμογενῆ Arist.Mete.378b15; συμφύω τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας imagine them unite into one, Id.PA659b24; συμφύω τινὰς εἰς φιλότητα unite them, Pl.Ep.323b: but συμφῦσαι in Id.Smp.192e is f.l. for συμφυσῆσαι.
II Pass., with pf. Act. συμπέφῡκα, aor. 2 συνέφῡν (3sg. opt. συμφύη Sor.2.89); also συνεφύην Arist.Pol.1262b13, Thphr.CP5.5.3, Sor.1.36, etc.: fut. συμφυήσομαι Gp.4.12.9:—grow together, Emp.26.7,95 (tm.), Pl.Smp.191a, Ti.76e, X.Cyr.4.3.18, etc.; [ψυχὴ καὶ σῶμα] Pl.Phdr. 246d; of a political constitution, Plb.4.32.9.
2 grow together, unite, as a wound, Hp.Aph.6.24, al.; of bones, Id.Art.14, Sor.2.57; of the mouth of the womb and other passages, Arist.GA773a16, cf. 747a12; τὰ Χείλη καὶ τὰ βλέφαρα καὶ τῶν δακτύλων τὰ μεταξὺ πολλάκις ἑλκωθέντα συνέφυ, κατὰ φύσιν δὲ ἔχοντα . . οὐ συμφύεται διὰ λειότητα Diocl.Fr.26; διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι; Alex.Aphr.Pr.1.70.
3 unite with, οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχόν Arist.Sens.438b1; συμπεφυκυῖαι ἰδέαι εἰς ἕν, e.g. Chimaera, etc., Pl.R.588c; εἰς ταὐτὸν συμφύεσθαι ib.503b; σ. πρός τι Plu.2.924e.
4 become assimilated, become natural, Arist.EN1147a22.

German (Pape)

[Seite 993] (s. φύω), zusammenwachsenlassen, in einen Körper bringen, ἐθέλω ὑμᾶς συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτό, Plat. Conv. 192 e: in einen Körper verbinden, φαίνεται ἐν πᾶσιν ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ, Arist. Meteor. 4, 1. – Med. u. intr. tempp. des act. zusammenwachsen, von Natur zusammenhangen, ὥςτε πῃ ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. Rep. IX, 588 d, ἐπιθυμοῦντες συμφῦναι Conv. 191 a, u. Folgde; fest werden, εἴη συμφῦναι τὴν ὑπάρχουσαν κατάστασιν τοῖς Πελοποννησίοις Pol. 4, 32, 9, u. a. Sp.; auch von einer Wunde, zuheilen, Arist. probl. 1, 33.

French (Bailly abrégé)

ao. συνέφυσα;
1 tr. faire croître ensemble ; unir;
2 intr. (à l'ao.2 συνέφυν, au pf. συμπέφυκα, au pqp. συνεπεφύκειν et au Moy.) croître avec ou ensemble ; se réunir, s'unir, se fondre avec, τινι.
Étymologie: σύν, φύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-φύω, Att. ξυμφύω act. met acc. aan elkaar doen groeien, verbinden; overdr.. σ. εἰς φιλότητα (iem.) verbinden in vriendschap Plat. Epist. 323b. med.-pass. intrans. (met stamaor. συνέφυν, η - aor. συνεφύην en perf. συμπέφυκα) aan elkaar groeien, vergroeien:. σ. εἰς ταὐτόν vergroeien tot één geheel Plat. Resp. 503b. eigen worden, natuurlijk worden:. δεῖ... συμφυῆναι, τοῦτο δε χρόνου δεῖται het moet tweede natuur worden, en dat heeft tijd nodig Aristot. EN 1147a22.

Russian (Dvoretsky)

συμφύω: (aor. συνέφυσα; для неперех. значений - med. с aor. 2 συνέφυν и pf. συμπέφῡκα)
1 сращивать, соединять (τινὰς εἰς τὸ αὐτό Plat.; τὰ ὁμογενῆ καὶ μὴ ὁμογενῆ Arst.);
2 сращиваться, соединяться (εἰς ἕν Plat.; πρός τι Plut.; συμφυεῖσαι αἱ ἄκανθαι NT): ξυμπεφυκέναι ἀλλήλοις Plat. срастись друг с другом;
3 быть однородным, родственным (τινί Arst.);
4 сближаться, сживаться: δεῖ συμφῦναι, τούτῳ δὲ χρόνου δεῖ Arst. (с этими мыслями) нужно сжиться, а для этого требуется время;
5 льнуть, припадать, цепляться (τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

συμφύω: μέλλ. -φύσω, κάμνω νὰ αὐξηθῇ τι ὁμοῦ, συντῆξαι καὶ συμφῦσαι εἰς τὸ αὐτὸ Πλάτ. Συμπ. 192Ε, Ἀριστ. Πολιτ. 2. 4, 6· τὰ ὁμογενῆ ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρολ. 4. 1, 1· σ. τοὺς ἄνωθεν ὀδόντας, φύω αὐτοὺς ὁμοῦ, «βγάζω» ὁμοῦ, ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 16· σ. τινὰς εἰς φιλότητα, ἑνώνω, συνάπτω, Πλάτ. Ἐπιστ. 323Β. ΙΙ. Παθ., μετὰ ἐνεργ. πρκμ. συμπέφῡκα, ἀόρ. β΄ συνέφῡν· ὡσαύτως συνεφύην Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 5, 3, Πλούτ., κλπ.: μέλλ. συμφυήσομαι Γεωπ.· ― αὐξάνομαι, φύομαι ὁμοῦ, Πλάτ. Συμπ. 191Α, Τίμ. 76Ε, Ξεν., κλπ.· ἐπὶ ὀστῶν συνάπτομαι, συνδέομαι στενῶς, οὐσιωδῶς, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791 σ. ψυχὴ καὶ σῶμα Πλάτ. Φαῖδρ. 264D· ἐπὶ πολιτικοῦ συστήματος ἢ πολιτεύματος, Πολύβ. 4. 32, 9. 2) αὐξάνομαι ὁμοῦ, συγκλείομαι, οἷον ἐπὶ τραύματος, Ἱππ. Ἀφ. 1257 ἐπὶ τοῦ στομίου τῆς μήτρας καὶ ἄλλων ἀνοιγμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4, 4, πρβλ. 2. 7. 3) φύεται ὁμοῦ, οὐ τῷ τυχόντι συμφύεται τὸ τυχὸν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 2· σ. ἀλλήλοις, φύομαι εἰς ἓν μετ’ ἄλλου, Πλάτ. Πολιτ. 588C· οὕτω, σ. εἰς ἕν, εἰς ταὐτὸ αὐτόθι 503Β· σ. πρός τι Πλούτ. 2. 924Ε· σ. τοῖς χωρίοις, εἶμαι προσκεκολλημένος εἰς τὸν τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Καμίλλ. 27. 4) εἶμαι σύμφυτος, συμφυής, μετά τινος, [τὰ ἔντομα] πολλοῖς ζῴοις σ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2· αὐξάνομαι μετά τινος, καθίσταμαι φυσικὸς καὶ ἀχώριστος, ὁ αὐτ. ἐν Ἠθ. Ν. 7, 3, 8.

English (Strong)

from σύν and φύω; passive, to grow jointly: spring up with.

English (Thayer)

(T WH συνφύω cf. σύν, II. at the end): 2nd aorist passive participle nominative plural feminine συμφυεῖσθαι;
1. transitive, to cause to grow together (Plato, Aristotle).
2. passive intransitive, to grow together, grow with: Luke 8:7.*)

Greek Monolingual

ΝΑ, και συμφύνω Α φύω / φύομαι
μέσ. συμφύομαι
α) φύομαι μαζί ή συγχρόνως με κάτι
β) φύομαι ενωμένος με κάτι
νεοελλ.
(το μέσ.) α) είμαι συναρθρωμένος με σύμφυση, είμαι συνοστεωμένος
β) προσφύομαι
αρχ.
1. συνάπτω, συνενώνω κατά φυσικό τρόπο («ἡ μὲν θερμότης καὶ ψυχρότης ὁρίζουσαι καὶ συμφύουσαι καὶ μεταβάλλουσαι τὰ ὁμογενῆ», Αριστοτ.)
2. (σχετικά με πληγή) επουλώνω
3. (σχετικά με τους οφθαλμούς) κλείνω («διὰ τί οἱ αἰδούμενοι τοὺς ὀφθαλμοὺς συμπεφύκασι;», Αλέξ. Αφρ.)
4. μέσ. α) συναυξάνομαι
β) συνενώνομαι, συγκολλώμαι, συνάπτομαι
γ) συνεκδ. σκαρφαλώνω έρποντας («ἐχώρουν... συμφυόμενοι τοῖς χωρίοις ἀποτόμοις οὖσι καὶ χαλεποῖς», Πλάτ.)
δ) μτφ. i) (για πολιτικό σύστημα) σταθεροποιούμαι
ii) (για λόγους, έννοιες) συνδυάζομαι λογικά
5. παθ. (για οστά) συγκολλώμαι στερεά.

Greek Monotonic

συμφύω: μέλ. -φύσω,
I. κάνω κάτι να αναπτυχθεί από κοινού, μαζί, σε Πλάτ.
II. 1. Παθ. με Ενεργ. παρακ. συμπέφῡα, αόρ. βʹ συνέφῡν· αναπτύσσομαι μαζί, στον ίδ., σε Ξεν.
2. προσκολλώμαι, συνάπτομαι, συμφύονται ἀλλήλοις, σε Πλάτ.
3. είμαι σύμφυτος με, εγγενής σε κάποιον, σε Αριστ.

Middle Liddell

fut. -φύσω
I. to make to grow together, Plat.
II. Pass., with perf. act. συμπέφῡκα, aor2 συνέφῡν:— to grow together, Plat., Xen.
2. to grow to or into, ς. ἀλλήλοις Plat.
3. to grow up with one, to become natural, Arist.

Chinese

原文音譯:sumfÚw 沁-廢哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-長出
字義溯源:一同生長,生長;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(φύω)*=噴出,發芽,生長)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 一同生長(1) 路8:7