σκέπασμα

From LSJ
Revision as of 17:30, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέπασμα Medium diacritics: σκέπασμα Low diacritics: σκέπασμα Capitals: ΣΚΕΠΑΣΜΑ
Transliteration A: sképasma Transliteration B: skepasma Transliteration C: skepasma Beta Code: ske/pasma

English (LSJ)

-ατος, τό, a covering, τῶν σ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Pl.Plt. 279d; of a cap or shoe, Id.Lg.942d; of clothing generally, Arist.Pol.1336a17; also ὄνυχες σ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσίν Id.PA687b24; covering membrane, Id.GA780b28; τὸ φύλλον περικαρπίου σ., in plants, Id.de An.412b2; οἰκία σ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων Id.Metaph.1043a32.

German (Pape)

[Seite 892] τό, = σκέπη, σκέπας, im plur., Plat. Polit. 279 d Legg. XII, 942 d, Arist. pol. 7, 17 u. Sp..

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
abri, couverture;
NT: vêtement.
Étymologie: σκεπάζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέπασμα -ατος, τό [σκεπάζω] bedekking, beschutting.

Russian (Dvoretsky)

σκέπασμα: ατος τό
1 защита, укрытие, покров, Plat., Arst.;
2 покров, одежда (διατροφαὶ καὶ σκεπάσματα NT).

English (Strong)

from a derivative of skepas (a covering; perhaps akin to the base of σκοπός through the idea of noticeableness); clothing: raiment.

English (Thayer)

σκεπασματος, τό (σκεπάζω to cover), a covering, specifically, clothing (Aristotle, pol. 7,17, p. 1336{a}, 17; Josephus, b. j. 2,8, 5): 1 Timothy 6:8.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σκεπάζω
αυτό με το οποίο σκεπάζεται, καλύπτεται κάτι, κάλυμμα (α. «σκέπασμα του πιθαριού» β. «σκέπασμα του πηγαδιού» γ. «τὸ φύλλον περικαρπίου σκέπασμα», Αριστοτ.)
νεοελλ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκεπάζω, κάλυψη
2. κλινοσκέπασμα («κρύωνα χθες βράδυ και έριξα δύο σκεπάσματα»)
3. καπάκι δοχείου
4. μτφ. συγκάλυψη, αποσιώπηση, απόκρυψη
μσν.-αρχ.
ένδυμα, ιματισμός (α. «ἔχοντες δὲ διατροφάς καὶ σκεπάσματα», ΚΔ
β. «τοῖς δὲ σκέπασμα μικρὸν ἀμπίσχειν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κάλυμμα του κεφαλιού ή τών ποδιών («τὴν τῆς κεφαλῆς καὶ ποδῶν δύναμιν μὴ διαφθείρειν τῇ τῶν ἀλλοτρίων σκεπασμάτων περικαλυφῇ», Πλάτ.)
2. η βλεφαρίδα.

Greek Monotonic

σκέπασμα: -ατος, τό (σκεπάζω), στέγαστρο, κάλυμμα, καταφύγιο, υπόστεγο, σε Πλοάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σκέπασμα: τό, (σκεπάζω) κάλυμμα, σκέπασμα, τῶν σκ. ὑποπετάσματα μὲν ἄλλα, περικαλύμματα δὲ ἕτερα Πλάτ. Πολιτικ. 276D· ἐπὶ καλύμματος τῆς κεφαλῆς ἢ πεδίλου, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 942D· ἐπὶ τοῦ ἱματισμοῦ καθόλου, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 17, 3· ὡσαύτως, ὄνυχες σκ. τῶν ἀκρωτηρίων εἰσὶν ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 28· ἐπὶ τῶν βλεφαρίδων, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 5, 1, 36· ἐπὶ τοῦ περικαρπίου τῶν φυτῶν, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 1, 6· οἰκία σκ. ἐκ πλίνθων καὶ λίθων ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 7.φ 3, 1. - Ὡσαύτως σκεπασμός, ὁ, Ἐτυμολ. Μέγ. 531. 11.

Middle Liddell

σκέπασμα, ατος, τό, [σκέπαζω]
a covering, shelter, Plat.

Chinese

原文音譯:skšpasma 士咳爬士馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:遮蔽物
字義溯源:衣服,衣,遮蔽,遮身之物,保護;源自(σκέλος)X*=遮蔽之物)。或出自(σκοπός)=注視,顯著),而 (σκοπός)出自(σκέπασμα)X=窺視*)。參讀 (ἔνδυμα)同義字
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 遮身之物(1) 提前6:8

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό σκεπάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.