πότνια

From LSJ
Revision as of 10:32, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

ἐνίοις τὸ σιγᾶν κρεῖττόν ἐστι τοῦ λαλεῖν → for some people silence is better than words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πότνια Medium diacritics: πότνια Low diacritics: πότνια Capitals: ΠΟΤΝΙΑ
Transliteration A: pótnia Transliteration B: potnia Transliteration C: potnia Beta Code: po/tnia

English (LSJ)

ἡ, poet.title of honour, used chiefly in addressing females, whether goddesses or women:    1 as Subst., = δέσποινα (cf. Apion ap.Apollon.Lex.), mistress, queen (v. sub fin.), πότνιαν ἁγνήν h.Cer. 203: mostly c. gen., πότνια θηρῶν (nom.) queen of wild beasts, of Artemis, Il.21.470; πότνια βελέων Pi.P.4.213; τὰν ἐρώτων πότνιαν, of Aphrodite, E.Fr.781.16 (lyr.); π. λαῶν, τοξοφόρων, Arat.112, Call. Fr.anon.338: without a gen., π. Αὔως Sapph.153; πότνι' Ἐρινύς A.Th.887 (lyr.), Eu.951 (anap.); πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμάν E.Ion704 (lyr.); [Ἱστίην] πότνιαν h.Ven.24; ναὶ τὰν πότνιαν Theoc.15.14: in voc., ὦ πότνι' Ἥρα A.Th.152 (lyr.); ὦ πότνια (sc. Ἀθηναία) Ar.Eq. 1170, al.; ὦ πότνι' E.IT533, Ar.Pax445; addressed to a mistress, AP5.269 (Paul.Sil.).    2 in pl. of the Eumenides, ὦ πότνιαι δεινῶπες S.OC84; τὸ τῶν ποτνιέων ἱρόν Hdt.9.97; of Demeter and Kore, S. OC1050 (lyr.), Ar.Th.1149 (lyr.); θεσμοφόρους ἁγνὰς π. Inscr.Prien. 196.3.    3 as Adj., revered, august, in Hom. of Hebe, Enyo, Calypso, Circe, Il.4.2, 5.592, Od.1.14, 8.448; most freq. of Hera, Il.1.551, al., cf. Sapph.Supp.6.2; in Hes. of Hera, Tethys, and Peitho, Th.11, 368, Op.73; Τριτογένεια Id.Th.926; Νίκη Bacis ap.Hdt.8.77, cf. B. 11.5; π. μήτηρ Il.1.357, al., Od.6.30, al.; esp. in invocation, π. γῆ Hom.Epigr.7.1; ὦ π. χθών A.Ch.722 (anap.), E.Hec.70 (anap.); μᾶτερ π., addressed to Earth, S.Ph.395 (lyr.) (also of a bird, Mosch. 4.24); π. νύξ E.Or.174 (lyr.); ὦ π. λήθη τῶν κακῶν ib.213; Ἔνοσι π. Id.Ba.585 (lyr.); ὦ μεγάλα Θέμι καὶ π. Ἄρτεμι Id.Med.160 (anap.); ὦ π. αἰδώς Id.IA821; ὦ π. μοῖρα καὶ τύχη ib.1136: the phrase π. συκῆ is used by Arist.Rh.1408a16 as a parody of Cleophon's style.—Mostly used in voc. [The first syll. is short in A.Th.152, Ch.722, E.Med. 160, Ion 873, al., Theoc. l. c., but elsewh. long, cf. πότμος: the final syll. always short in nom., voc., and acc.sg.]

German (Pape)

[Seite 690] ἡ, weiblicher Ehrentitel, bes. in Anreden oder Anrufungen an Göttinnen und sterbliche Frauen; substantivisch, Herrinn, Gebieterinn (vgl. πόσις, δεσπότης, wie es Apion auch erklärte, δέσποινα, verwandt mit potis, potens); Ἄρτεμις πότνια θηρῶν, Beherrscherinn des Wildes, Il. 21, 470; βελέων, Pind. P. 4, 213, von der Aphrodite; πότνια λαῶν, γυναικῶν u. dgl., Arat. 112; auch πότνια ἐμά, meine Gebieterinn, Eur. Ion 704; – häufiger adjectivisch; Hom. u. Hes.; stetes Beiwort der Hera, die erhabene, ehrwürdige Herrinn; u. so Aesch. Spt. 137; auch Ἥβη, Il. 4, 2; Ἐνυώ, 5, 592; Κίρκη, Καλυψώ, Od. 1, 14. 8, 448 u. sonst; u. sehr gewöhnlich πότνια μήτηρ, die ehrwürdige Frau Mutter; Hes. stets Beiwort einer Göttinn, der Hera, Athene, Tethys u. Peitho; Ἀγλαΐα, Pind. Ol. 14, 13; Μοῖσα, N. 3, 1; Ὥρα, 8, 1; Λιβύα, P. 9, 55; Ἐρινύς, Aesch. Eum. 911, u. öfter; ὦ πότνια χθὼν καὶ πότνι' ἀκτὴ χώματος, Ch. 711, wie πότνια μᾶτερ, von der Mutter Erde, Soph. Phil. 394; auch die Furien heißen ὦπότνιαι δεινῶπες, O. C. 84; u. Demeter u. Kora, 1053; πότνι' Ἀρά, El. 111; πότνια νύξ, Eur. Or. 174; Ἠλέκτρα, 851; Ἄρτεμις, Med. 160; αἰδώς, I. A. 821; auch πότνια τύχη, 1136, u. λίμνης Τριτωνιάδος πότνιαν ἀκτήν, Ion 873; Ar. oft, vgl. Equ. 1166 Pax 437. 512 Ran. 337; Nike, Orak. des Bakis bei Her. 8, 77, bei dem Πότνιαι, gen. Ποτνιέων, 9, 97, euphemistische Benennung der Eumeniden ist; häufiger werden unter Πότνιαι Demeter u. Kora verstanden, Reisig Enarr. Soph. O. C. 1045. – Der superl. ποτνιωτάτη steht als Beiwort der Stadt Lindos in einem Briefe des Kleobulus bei D. L. 1, 93. – Ein mascul. πότνιος scheint es nie gegeben zu haben; die VLL. erkl. πότνα, δέσποινα, πότνια, σεμνή, ἔντιμος.

Greek (Liddell-Scott)

πότνια: ἡ· (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν λ. πόσις)· ― ποιητ. τιμητικὴ προσφώνησις, ἐν χρήσει κυρίως ὅταν προσαγορεύῃ τις θεὰς ἢ θνητὰς γυναῖκας: 1) ὡς οὐσιαστ., = δέσποινα (ὡς ὁ Ἀπίων πρὸ πολλοῦ ἡρμήνευσε) κυρία, βασίλισσα (ἴδε ἐν τέλ.), πότνιαν ἁγνὴν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 203· ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., πότνια θηρῶν (ὀνομ.), βασίλισσα τῶν ἀγρίων θηρίων, Λατ. potens ferarum, Ἰλ. Φ. 470· πότνια βελέων Πινδ. Π. 4. 380· τὰν ἐρώτων πότνιαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 16· π. λαῶν Ἄρατ. 112· ― ἄνευ γενικῆς, πότνι’ Ἐρινὺς Αἰσχύλ. Θήβ. 887, Εὐμ. 951· ὁ πότνιαν ἐξαπαφὼν ἐμὰν Εὐρ. Ἴων 703· πότνιαν, ἣν ἐμνῶντο Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 24· θεσμοφόρους ἀγνὰς ποτνίας Ἐπιγρ. Πριήνης ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2907· συχν. ἐν τῇ κλητ., ὦ πότνι’ Ἥρα Αἰσχύλ. Θήβ. 152· ὦ πότνια (ἐξυπ. Ἀθηναία)· Ἀριστοφ. Ἱππ. 1170, κ. ἀλλ. ὦ πότνι’ Εὐρ. Ι. Τ. 533, Ἀριστοφ. Εἰρ. 445· ὦ πότνια ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1170, ἴδε κατωτ.· ― ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ τῶν Εὐμενίδων (ἀλλ’ ἴδε Ποτνιαὶ ΙΙ), ὦ πότνιαι δεινῶπες Σοφ. Ο. Κ. 84· τὸ τῶν ποτνιέων ἱρὸν Ἡρόδ. 1. 97· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς Δήμητρος καὶ Κόρης, Σοφ. Ο. Κ. 1050, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1149· ὡσαύτως λεγόμενον πρὸς ἐρωμένην, Ἀνθ. Π. 5. 270, πρβλ. 254, 286. 2) ὡς ἐπίθ. κατὰ τὸν Ἀπίωνα, = τιμία, σεβασμία, σεβαστὴ, παρ’ Ὁμ. ἐπὶ τῶν θεαινῶν Ἀρτέμιδος, Ἥβης, Ἐνυοῦς, Κίρκης, Καλυψοῦς, ἀλλὰ συχνότατα ἐπὶ τῆς Ἥρας· οὕτω παρ’ Ἡσιόδ., ἐπὶ τῆς Ἥρας, τῆς Ἀθηνᾶς, τῆς Τηθύος καὶ τῆς Πειθοῦς· ἐπὶ τῆς Νίκης, χρησμὸς Βάκιδος παρ’ Ἡροδ. 8. 77· πότνια μήτηρ, συχν. παρ’ Ὁμ.· ― συχν. ὡσαύτως παρὰ Πινδ., καὶ τοῖς Τραγ., τὸ πλεῖστον ἐπὶ θεαινῶν, μάλιστα ἐν ἐπικλήσεσι, π. γῆ Ὅμ. Ἐπιγράμμ. 7. 1· ὦ π. χθὼν Αἰσχύλ. Χο. 722, Εὐρ. Ἑκ. 70, πρβλ. Ἴωνα 873· μᾶτερ π., ἀποτεινόμενον εἰς τὴν Γῆν, Σοφ. Φιλ. 395· π. νὺξ Εὐρ. Ὀρ. 174· ὦ π. λήθη τῶν κακῶν αὐτόθι. 213· ἔνοσι π. ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 585· ὦ π. αἰδὼς ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 821· ὦ π. μοῖρα καὶ τύχη αὐτόθι 1136· ― ἡ φράσις π. συκῆ (παρὰ Κλεοφῶντι ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τοῦ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 3. 7, 2) ὡς μὴ ἁρμόζουσα εἰς εὐτελῆ πράγματα. Ἡ λέξις εἶναι κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ κλητ.· καὶ ἀρσ. δέ τις τύπος πότνιε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀρφικοῖς Ὕμν. 10. 20., 16. 8. ― Ἀντὶ τοῦ ὑπερθ. ποτνιωτάτη ἐν Κλεοβούλ. παρὰ Διογ. Λ. 1. 93 (ἔνθα εἶναι ἐπίθ. τῆς Λίνδου) ὁ Ahrens διορθοῖ ἐξ ἀντιγράφων ποτανιωτάτη.
ΙΙ. ὁ τύπος πότνᾰ ἀπαντᾷ ἐν τῇ φράσει πότνα θεά, Ὀδ. Ε. 215, Ν. 391, Υ. 61, ἔνθα ὁ Wolf ἀνεγίνωσκε πότνια θεά, λαμβάνων τὸ θεὰ ὡς μονοσύλλαβ.· ἀλλὰ βεβαιοῦται ἡ γραφὴ πότνα ἐκ τῆς φράσεως πότνα θεάων, κατὰ τὸ δῖα θεάων, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 118· πότνα θεῶν· Εὐρ. Βάκχ. 370· οὕτως ἐν Τρῳ. 293, Ἴωνι 457, Θεόκρ. 2. 69, καὶ ἐν πολλοῖς χωρίοις τῶν μεταγεν. Ἐπικ. τὸν τύπον πότνα ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον. Ὁ τύπος οὗτος εὕρηται μόνον ἐν τῇ κλητ., πλὴν ἐν Θεοκρ. 15. 14. ― ἔνθα ὅμως ὁ Meineke διορθοῖ πότνιαν ἀντὶ πότναν. Τὴν πρώτην συλλαβὴν ἔχει μακρὰν ὁ Θεόκρ., ἀλλ’ εἶναι βραχεῖα ἐν παλαιοτέροις ποιηταῖς, πρβλ. πότμος· τὸ τελικὸν α ἀείποτε βραχύ, πρβλ. ὄμπνιος ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ας;
1 subst.πότνια, maîtresse, souveraine ; πότνια θηρῶν IL souveraine des bêtes sauvages ; αἱ πότνιαι les souveraines en parl. des Euménides, ou de Déméter et de Corè;
2 adj. f. auguste, sainte, sacrée, vénérable, ép. des déesses, d’une femme âgée, de choses personnifiées (terre, nuit, pudeur).
Étymologie: R. Ποτ, être le maître ; cf. lat. potis, potens.

English (Autenrieth)

voc. πότνα (cf. πόσις 2, δέσποινα): mistress, queen, θηρῶν, Artemis, Il. 21.470; freq. as honorable title or epith. of goddesses and women, πότνα θεά, ‘mightygoddess (cf. ‘our Lady’), πότνια μήτηρ, ‘revered,’ ‘honored,’ Od. 18.5.

English (Slater)

πότνῐα (nom., voc.)
   1 lady of divinities. ὦ πότνἰ Ἀγλαία (O. 14.13) “εὐρυλείμων πότνια Λιβύα” (P. 9.55) ὦ πότνια Μοῖσα (N. 3.1) “Ωρα πότνια (N. 8.1) πότνια θεσμοφόρε (Persephone) fr. 37. ὦ πότνια (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.10) add. gen., πότνια δ' ὀξυτάτων βελέων Κυπρογένεια (P. 4.213)

Spanish

señora