βιβλίο
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
Greek Monolingual
το (AM βιβλίον, Α και βυβλίον)
1. σύνολο χειρογράφων ή τυπωμένων φύλλων χαρτιού που έχουν ραφτεί ή συνδεθεί στη μια τους άκρη, τη ράχη
2. σύγγραμμα
3. μέρος, τμήμα συγγράμματος («το έργο χωρίζεται σε δέκα βιβλία»)
μσν.- νεοελλ.
επίσημο βιβλίο καταγραφής κτημάτων
νεοελλ.
φύλλα χαρτιού δεμένα σε σχήμα βιβλίου, στο οποίο γράφονται πρακτικά συνεδρίων, διαταγές, αποφάσεις κ.λπ. («βιβλίο πρακτικών» «λογιστικά βιβλία», «βιβλίο διεκπεραίωσης εγγράφων» κ.λπ.
αρχ.
1. σύντομη πραγματεία ή επιστολή
2. περγαμηνή, έγγραφο
3. τα βιβλία
βιβλιοθήκη
4. «τὰ βιβλία τὰ ἅγια» — τα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχικός τ. βυβλίον αποτελεί παράγωγο του βύβλος. Το βιβλίον (λ. που εμφανίζεται ήδη από τις αρχαιότερες επιγραφές και επέδρασε αναλογικά στην ορθογραφία του βίβλος) προήλθε < βυβλίον, με προληπτική αφομοίωση του -υ- προς το -ι- που ακολουθεί. Η λ. βιβλίον, λόγω της σημασίας της, σχηματίζει πολλά σύνθετα και παράγωγα. Απαντά τόσο ως α' συνθετικό όσο και ως β' συνθετικό λέξεων σε -βιβλος (αντί σε - βιβλιος (αλλά αντιβιβλίον, παλιοβιβλίο, φτηνοβιβλίο).
ΠΑΡ. βιβλιακός, βιβλιάριο(ν)
αρχ.
βιβλάριον, βιβλίδιον
αρχ.-μσν.
βιβλιδάριον, βιβλιαρίδιον.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βιβλιοθήκη, βιβλιοκάπηλος, βιβλιοπώλης
αρχ.
βιβλιαφόρος και βιβλιοφόρος, βιβλιολάθας, βιβλιοφόριον, βιβλιοφυλάκιον
αρχ.-μσν.
βιβλιογράφος (Α και βιβλιαγράφος)
μσν.- νεοελλ.
βιβλιοδέτης, βιβλιοφύλακας (Μ -αξ)
νεοελλ.
βιβλιατρική, βιβλιεκδότης, βιβλιέμπορος, βιβλιογνωσία, βιβλιογνώστης, βιβλιοθήρας, βιβλιοκαπηλεία, βιβλιοκλόπος, βιβλιοκρισία, βιβλιοκριτής, βιβλιολάτρης, βιβλιολατρία, βιβλιομανία, βιβλιομαντεία, βιβλιονόμος, βιβλιοπαραγωγή, βιβλιόσημο, βιβλιοσκώληξ, βιβλιοσοφία, βιβλιοτάφος, βιβλιοτεχνία, βιβλιοφάγος, βιβλιόφιλος, βιβλιοχαρτοπώλης, βιβλιόψειρα. (Β συνθετικό) εξάβιβλος, πεντάβιβλος, πολύβιβλος, φιλόβιβλος
αρχ.
εκατοντάβιβλος, οκτώβιβλος
αρχ.-μσν.
αντιβιβλίον, μονόβιβλος, τετράβιβλος
μσν.
αντίβιβλος, εβδομηκοντάβιβλος
νεοελλ.
χρυσόβιβλος, παλιοβιβλίο, φτηνοβιβλίο].