πανδήμιος
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
English (LSJ)
πανδήμιον, of or belonging to all the people, ἦλθε δ' ἐπὶ πτωχὸς π. public beggar, Od.18.1; π. ἄγρη a draught of all kinds of fish, AP9.383.2.
German (Pape)
[Seite 458] im ganzen Volke, öffentlich, ganz allgemein; πτωχός, Od. 18, 1, wie Maneth. 3, 249; – ἦμαρ, ἑορτή, allgemeiner Festtag, Nonn.; ἄγρη, allgemeiner, reichlicher Fang, Menses Aegypt. (IX, 383, 2).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui va par tout le peuple : πτωχός OD qui mendie par tout le peuple, ou pê dans tous les pays.
Étymologie: πᾶν, δῆμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανδήμιος -ον [πάνδημος] van het gehele volk, bij het hele volk bekend:. πτωχὸς πανδήμιος dorpsbedelaar Od. 18.1.
Russian (Dvoretsky)
πανδήμιος:
1 пристающий ко всем или всем известный (πτωχός Hom.);
2 достаточный для всех, т. е. обильнейший (ἄγρη Anth.).
English (Autenrieth)
belonging to all the people (the town), public, common, Od. 18.1†.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. πανδάμιος, -ον, Α πάνδημος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ολόκληρο τον λαό, κοινός, δημόσιος
2. αυτός που γίνεται με τη συμμετοχή ολόκληρου του λαού, παλλαϊκός
3. φρ. α) «πανδήμιος πόλις» — η πόλη με όλους τους κατοίκους της
β) «πανδήμιος ἄγρη» — ψάρεμα κάθε είδους ιχθύων
γ) «πανδήμιον ἦμαρ» — ημέρα κατά τη διάρκεια της οποίας ολόκληρος ο λαός πανηγυρίζει.
Greek Monotonic
πανδήμιος: -ον, = το επόμ., πτωχὸς πανδήμιος, αυτός που ζητιανεύει σε όλους τους ανθρώπους, δημόσιος επαίτης, σε Ομήρ. Οδ.· πανδήμιος πόλις, η πόλη με όλους τους κατοίκους της, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πανδήμιος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς σύμπαντα τὸν λαόν, ἢ ὁ ἐξ ὅλου τοῦ λαοῦ, δημόσιος, ἦλθε δ’ ἐπὶ πτωχὸς πανδήμιος, ἐπαιτῶν παρὰ πάντων, δημόσιος ἐπαίτης, (ὡς οἱ King’s Bedesmen ἐν Σκωτίᾳ), Ὀδ. Σ. 1· π. πόλις, ἡ πόλις μετὰ πάντων τῶν κατοίκων αὐτῆς, Σοφ. Ἀντ. 1141· π. ἦμαρ, ἡμέρα καθ’ ἢν ἑορτάζει ἅπας ὁ δῆμος, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω, 10. 22· π. ἄγρη, ἄγρα παντὸς εἴδους ἰχθύων, Ἀνθ. Π. 9. 383.
Middle Liddell
πανδήμιος, ον, = πάνδημος
πτωχὸς πανδήμιος one who begs of all people, a public beggar, Od.; π. πόλις the city with all its people, Soph.