σκηπτοῦχος
English (LSJ)
Dor. σκαπτοῦχος, ον, (σκῆπτον, ἔχω)
A bearing a staff, baton, or sceptre as the badge of command, σ. βασιλεύς a sceptred king, Il.2.86, Od.2.231, etc.; ὅς τις σ. εἴη Il.14.93: c. gen., θεῶν σ., of Aphrodite, Orph.H.55.11; [Ἄρης] ἠνορέης σ. h.Mart.6.
2 Subst., wand-bearer, a great officer in the Persian court, generally a eunuch, ἢ τύραννος ἢ σ. Semon.7.69, cf. X.Cyr.7.3.15, 8.1.38, 8.3.15, An.1.6.11; of Scythian princelings, IPE12.32A42 (Olbia, iii B.C.); later, of beadles at Ephesus, BMus.Inscr.4.481*.300, Ephes. 4(1) No.4.
German (Pape)
[Seite 896] das Scepter habend, haltend, d. i. das Zeichen der höchsten Gewalt im Kriege u. im Frieden tragend; dei Hom. Beiwort von βασιλεύς, Il. 2, 86 Od. 2, 231 u. öfter; Eur. I. T. 235. – Am persischen Hofe der Scepterträger, ein hohes Hof- u. Staatsamt, das nur Verschnittene bekleideten, Xen. Cyr. 7, 3, 16. 8, 1, 38 An. 1, 6, 11, etwa Hofmarschall.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui porte un sceptre :
1 roi, chef;
2 chez les Perses grand de l'empire.
Étymologie: *σκῆπτον, ἔχω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκηπτοῦχος -ον [~ σκῆπτρον, ἔχω] Dor. σκᾱπτοῦχος scepter-dragend:; σ. βασιλεύς scepterdragende koning Il. 2.86; met gen. heersend over:. Plut. Rom. 17.6.
Russian (Dvoretsky)
σκηπτοῦχος: дор. σκαπτοῦχος ὁ
1 держащий скиптр, властвующий (βασιλεύς Hom.): Ἄρης ἠνορέης σ. HH Арей, верховный властитель мужества;
2 (в Персии) скиптродержец, т. е. высший царедворец (οἱ περὶ τὸν Κῦρον σκηπτοῦχοι Xen.).
English (Autenrieth)
(σκῆπτρον, ἔχω): sceptre-holding, sceptred, epithet of kings; as subst., Il. 14.93.
Spanish
Greek Monolingual
-ο / σκηπτοῦχος, -ον, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σκαπτοῦχος Α
αυτός που φέρει σκήπτρο ή ράβδο ως ένδειξη εξουσίας, ηγεμόνας
μσν.
(στο Βυζ.) προσωνυμία του αυτοκράτορα («σκηπτοῦχε Κομνηνόβλαστε, κάρτιστε κοσμοκράτωρ», Πρόδρ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ σκηπτοῦχος
α) ανώτερος αξιωματούχος στην περσική αυλή, ο οποίος ήταν, συνήθως, ευνούχος
β) επιστάτης στην Έφεσο
γ) ηγεμονίσκος στη Σκυθία
2. φρ. «θεῶν σκηπτοῦχος»
α) η Αφροδίτη
β) ο Αρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῆπτον «σκήπτρο», που μαρτυρείται μόνο στον δωρ. τ. σκᾶπτον (πρβλ. σκαπτοῦχος) + -οῦχος (< ἔχω)].
Greek Monotonic
σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, -ον (σκῆπτον, ἔχω)·
1. αυτός που κρατάει ραβδί ή σκήπτρο ως χαρακτηριστικό γνώρισμα εξουσίας· σκηπτοῦχος βασιλεύς, ο βασιλιάς που κρατάει σκήπτρο, σε Όμηρ.
2. ως ουσ., ραβδούχος, αξιωματικός της Περσικής αυλής, αυλάρχης, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
σκηπτοῦχος: Δωρ. σκαπτ-, ον, (σκῆπτον, ἔχω) ὁ φέρων ῥάβδον ἢ σκῆπτρον ὡς σημεῖον τῆς ἀρχηγίας, σκ. βασιλεύς, ἔχων σκῆπτρον, σκηπτροφόρος, Ἰλ. Β. 86, Ὀδ. Β. 231, κτλ.· ὅστις σκ. εἴη, Ἰλ. Ξ. 93· μετὰ γεν., σκ. θεῶν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ὀρφ. Ὕμν. 54 (55). 11· Ἄρης ἠνορέης σκ. Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἄρην 6. 2) ὡς οὐσιαστ., ὁ φέρων ῥαβδίον, σκῆπτρον, μέγας ἀξιωματικὸς τῆς Περσικῆς αὐλῆς· καθόλου, εὐνοῦχος, ἢ τύραννος ἢ σκ. Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 6. 69, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 3, 16., 8. 1, 38., 8. 3, 15, Ἀνάβ. 1. 6, 11.
Middle Liddell
σκῆπτον, ἔχω]
1. bearing a staff or sceptre as the badge of command, σκ. βασιλεύς a sceptred king, Hom.
2. as substantive a wand-bearer, an officer in the Persian court, Xen.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό σκῆπτρον (=ραβδί) τοῦ σκήπτω + ἔχω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω καί στό σκήπτω.
Léxico de magia
-ον portador del cetro de Apolo αὐτὸς ἄναξ σκηπτοῦχος, Ἰήιε, κύδιμε Παιάν el propio soberano portador del cetro, Iéios, glorioso Peán P II 82 Μουσάων σκηπτοῦχε, φερέσβιε, δεῦρό μοι ἤδη portador del cetro que conduces a las Musas, dador de vida, ven ahora a mí, ya P II 98 de Tifón κραταιὲ Τυφῶν, τῆς ἄνω σκηπτουχίας σκηπτοῦχε καὶ δυνάστα poderoso Tifón, portador del cetro del poder superior y soberano P IV 180