στοιχίζω

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στοιχίζω Medium diacritics: στοιχίζω Low diacritics: στοιχίζω Capitals: ΣΤΟΙΧΙΖΩ
Transliteration A: stoichízō Transliteration B: stoichizō Transliteration C: stoichizo Beta Code: stoixi/zw

English (LSJ)

A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω:—Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχίζω in LXX Ez.42.3.
II order or arrange in system, τρόπους μαντικῆς A.Pr.484.

German (Pape)

[Seite 946] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.

French (Bailly abrégé)

tendre sur une ligne une toile ou un filet de chasse ; fig. ranger, ordonner, exposer.
Étymologie: στοῖχος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.

Russian (Dvoretsky)

στοιχίζω:
1 приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);
2 расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς ἄρκυς Xen.).

Greek Monolingual

ΝΑ στοῖχος
βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω
νεοελλ.
1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά του στοίχισαν πολύ»)
2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («του στοίχισε πολύ ο θάνατος του παιδιού του»)
3. φρ. «δεν μού στοιχίζει» — δεν δίνω σημασία σε κάτι, δεν θεωρώ κάτι ως σπουδαίο («δεν του στοιχίζει τίποτε να σέ αφήσει στα κρύα του λουτρού»)
αρχ.
1. μπήγω στη σειρά πασσάλους με βρόχους για να πιάσω θήραμα («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, ὅπως ἄν μή ὑπερπηδᾷ», Ξεν.)
2.μτφ. κατατάσσω, διευθετώ συστηματικά, ταξινομώ («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.)
3. παθ. στοιχίζομαι
είμαι ταγμένος σε ορισμένη σειρά.

Greek Monotonic

στοιχίζω: μέλ. -σω,
I. θέτω σε σειρά, αραδιάζω, ιδίως λέγεται, για σειρά πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το θήραμα, σε Ξεν.
II. κατατάσσω ή διευθετώ κατά σύστημα, με σύστημα, συστηματικά, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

στοιχίζω: θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων ὅπως ἐγκλείσω τὸ θήραμα εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. κατατάσσω, διατάσσω, διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. διαστοιχίζομαι.

Middle Liddell

στοιχίζω, fut. -σω
I. to set a row of poles with nets to drive the game into, Xen.
II. to order or arrange in system, Aesch.

Mantoulidis Etymological

(=ἀραδιάζω, ἀλφαδιάζω). Ἀπό τό στοῖχος τοῦ στείχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.