φημίζω

From LSJ

Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φημίζω Medium diacritics: φημίζω Low diacritics: φημίζω Capitals: ΦΗΜΙΖΩ
Transliteration A: phēmízō Transliteration B: phēmizō Transliteration C: fimizo Beta Code: fhmi/zw

English (LSJ)

aor.
A ἐφήμισα A. (v. infr.), E. (v. infr.), Ep. subj. -ίξω Hes. Op.764, Dor. ἐφάμιξα (κατ-) Pi.O.6.56:—Med., aor. ἐφημισάμην A. (v. infr.), Ep. -ιξάμην D.P.90, Nonn. D. 3.276:—Pass., fut. φημισθήσομαι Lyc.1082: aor. ἐφημίσθην Plu.2.264d, etc.: pf. πεφήμισμαι Str.1.2.12: (φήμη).
I prophesy, utter, ᾗ καὶ Αοξίας ἐφήμισε A.Ch.558.
2 spread a report, φήμην φ. Hes.Op.764; διαβολάς J.BJ1.23.2, cf. Q.S.13.538, etc.:—Pass., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Plu. l.c., cf. J.BJ1.29.4, Arr.Peripl.M.Eux.6, PGiss.19.4 (ii A. D.); Μίνως ὀαριστὴς τοῦ Διὸς ἐφημίσθη εἶναι Plot.6.9.7: abs., to be slandered, Supp.Epigr.4.648.12 (Lydia, ii A. D.).
3 call, name, τινά τι Call.Aet.3.1.14, 58, Nonn. D. 9.23; οὔνομα φ. Opp.H.5.476:—Med., Euph.57.
4 promise, ἣν (sc. εὐνήν) ἐφήμισεν πατήρ μοι E.IA1356; ὃ ἐφήμισεν.. παρασχέσθαι Sch.Call. in Διηγήσεις xi 3.
II Med., express in words, συντόμως ἐφημίσω A.Ag.629, cf. 1162 (lyr.), 1173(lyr.):—Pass., Zos.Alch.p.169B.

German (Pape)

[Seite 1268] 1) reden, durchs Gerücht verbreiten; φήμη οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. O. 766; sp. D., wie Qu. Sm. 13, 538. – 2) benennen, ὄνομα φημίζειν Opp. Hal. 5, 476, vgl. 637. – 3) in Worten ausdrücken, aus sprechen; ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισεν Aesch. Ch. 558; so auch im med., μακρὸν δὲ πῆμα ξυντόμως ἐφημίσω Ag. 629; ἣν έφήμισεν πατήρ μοι Eur. I. A. 1356.

French (Bailly abrégé)

f. φημίσω, ao. ἐφήμισα, pf. inus.
Pass. f. φημισθήσομαι, ao. ἐφημίσθην, pf. πεφήμισμαι;
1 prophétiser, annoncer;
2 répandre un bruit, divulguer;
3 promettre : τί τινι qch à qqn;
Moy. φημίζομαι exprimer par la parole ce qu'on pense ou ce qu'on sent.
Étymologie: φήμη.

Russian (Dvoretsky)

φημίζω: тж. med.
1 вещать, прорицать (ᾗ καὶ ἐφήμισεν Ἀπόλλων Aesch.);
2 высказывать, выражать (συντόμως τι Aesch.);
3 обещать (τὴν εὐνήν τινι Eur.);
4 разглашать: φήμη, ἥντινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Hes. молва, которую разносит толпа; οἱ τεθνάναι φημισθέντες ψευδῶς Plut. те, которых ложно объявили умершими.

Greek (Liddell-Scott)

φημίζω: Ἐπικ. -ίξω Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμέρ. 760, κλπ.· ἀόρ. ἐφήμισα Αἰσχύλ., Εὐρ. (ἴδε κατωτ.), Δωρικ. ἐφάμιξα (κατ-) Πινδ. Ο. 6. 92. ― Μέσ., ἀόρ. ἐφημισάμην Αἰσχύλ. (ἴδε κατωτ.), Ἐπικ. -ιξάμην Διον. Περ., Νόνν. ― Παθ., μέλλ. φημισθήσομαι Λυκόφρ. 1082· ἀόρ. ἐφημίσθην Πλούτ. 2. 264D· Ἐπικ. -ίχθην Χρησμ. Σιβυλλ. 5. 7, κλπ.· ― πρκμ. πεφήμισμαι Στράβ. 22· (φήμη). Ἐκπέμπω φωνήν: 1) προφητεύω, λέγω, λαλῶ, ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε Αἰσχύλ. Χο. 558. 2) διαδίδω λόγον, φήμην, φήμη δ’ οὔτις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 762 (ἴδε ἐν λέξει φήμη Ι. 2), πρβλ. Κόϊντ. Σμυρν. 13. 538, κλπ.· ― Παθ., οἱ τεθνάναι φημισθέντες Πλούτ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. Μέσ., ἐκφράζομαι διὰ λόγων, ἐκθέτω, λέγω, συντόμως ἐφημίσω Αἰσχύλ. Ἀγ. 629, πρβλ. 1162, 1173. 2) καλῶ, ὀνομάζω, τινά τι Διονύσ. Ἁλ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 280. 18· ὄνομα φ. Ὀππ. Ἁλ. 5. 476· ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, τοὔνεκα Μυρμιδόνες μιν Ἀχιλλέα φημίξαντο Εὐφορίων ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. σ. 181, 32. 3) ὑπισχνοῦμαι, ἣν (δηλ. εὐνὴν) ἐφήμισεν πατήρ μοι Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 1356.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν φῆμις
νεοελλ.
1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, το κάνω γνωστό, το διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.)
2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός («φημίζεται για τη μεγαλοψυχία του»)
3. παροιμ. «ποιος φουμίζει τον γαμπρό; η καλή του η πεθερά» — λέγεται για εκείνους που επαινούν πάντοτε ό,τι είναι δικό τους
μσν.
(ενεργ. και μέσ.) κάνω επίδειξη της δύναμης, της ομορφιάς ή τών ικανοτήτων μου, επιδεικνύομαι («κι ἄρξετο νὰ φημίζεται ἐμπρὸς ἀπὸ τοὺς Φράγκους», Χρον. Μορ.)
αρχ.
1. εκπέμπω φωνή και, κυρίως, προφητεύω («ᾗ καὶ Λοξίας ἐφήμισε», Αισχύλ.)
2. διαδίδω λόγια, διασπείρω φήμες («φήμη δ' οὔ τις πάμπαν ἀπόλλυται, ἥν τινα πολλοὶ λαοὶ φημίξωσι», Ησίοδ.)
3. καλώ, ονομάζω
4. υπόσχομαι
5. μέσ. εκφράζομαι με λόγια, εκθέτω («μακρὸν δὲ πῆμα συντόμως ἐφημίσω», Αισχύλ.)
6. παθ. δυσφημούμαι.

Greek Monotonic

φημίζω: Επικ. μέλ. -ίξω, αόρ. αʹ ἐφήμισα, Δωρ. ἐφάμιξα· (φήμη
1. διαδίδω φήμη, φήμην φημίζειν, σε Αισχύλ.
2. λέω είδηση, σε Ησίοδ.· προφητεύω, σε Αισχύλ. — Μέσ., εκφράζω με λέξεις, στον ίδ.
II. στη Μέσ. επίσης, υπόσχομαι, τιτινι, σε Ευρ.

Middle Liddell

φήμη
I. to utter a voice, φήμην φημίζειν Aesch.
2. to spread a report, Hes.: to prophesy, Aesch.:—Mid. to express in words, Hes.
II. in Mid. also to promise, τί τινι Eur.

Chinese

原文音譯:diafhm⋯zw 笛阿-費米索
詞類次數:動詞(3)
原文字根:經過-宣稱(化)
字義溯源:完全的傳揚出去,報導,傳說,傳,傳開,傳揚;由(διά)*=通過)與(φήμη)=聲言)組成;其中 (φήμη)出自(φημί)=說明), (φημί)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀),或出自(φαίνω)=發光)
出現次數:總共(3);太(2);可(1)
譯字彙編
1) 傳開了(1) 可1:45;
2) 就傳說(1) 太28:15;
3) 傳(1) 太9:31