μοχθηρός

Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

ά, όν, also ός, όν E.Fr.875: (μοχθέω):—

   A suffering hardship, in sore distress, wretched, of persons, A.Th.257; ὦ πόλλ' ἐγὼ μ. S.Ph.254; ὦ μόχθηρε σύ poor wretch! Ar. Ach.165, Ra.1175; ὦ μόχθηρε Pl.Phdr.268e; of conditions, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Hdt.7.46; μοχθηρὰ τλῆναι suffer hardships, A.Ch.752. Adv., σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον in a bad way, Pl.Grg. 504e; ζῆν μ. ib.505a; μ. ἔχειν Arist.Pol.1254b1: Comp., μοχθηροτέρως ἔχειν Pl.R.343e: Sup. -ότατα, διακείμενοι Id.Erx.406.    2 in bad condition, βοῦς Ar.Eq.316; ἱμάτιον Cratin.207; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια Pl.Men.91e; καταλαβὼν μοχθηρὰ τὰ πράγματα finding trade in a bad state, D.34.8; μ. ἐλπίδας ἔχειν Din. 1.107; μ. τραγῳδία Arist.Metaph.1090b20; ὕδατα Id.Pr.872a10; χρόα Id.HA616b12; ἀγωγή PTeb.24.57 (ii B. C.); of persons, inferior, μ. (v.l. πονηρ-) ἰατρός Antipho 4.2.4; also, of appearance, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν ugly, And.1.100; of arguments, unsound, fallacious, S.E.P.2.111; of persons, mistaken, Anon.Lond.27.24: so in Adv. -ρῶς, κρίνομεν S.E.M.7.210.    II most freq. of persons, in moral sense, knavish, rascally, Th.8.73, etc.; ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ar.Ra.1011, cf. Pl.Men.91e; τοὺς τρόπους μ. Ar.Pl.1003; of acts, etc., μ. τι πράσσειν Trag.Adesp.510; ὑφοψία μ. OGI315.58 (Pessinus, ii B. C.); ῥῆμα μ. SIG1175.5 (Piraeus, iv/iii B. C.); μοχθηρότερα λεγόντων X.HG1.4.13 (v.l. -ότερον Adv. Comp.).—Some Gramm. write μόχθηρος, πόνηρος in signf. 1, μοχθηρός, πονηρός in signf. 11, Ammon.Diff.p.94 V., Arc.71.16, but Hdn.Gr.1.197 (ap.Eust.341.14) argues that like other Adjs. in -ρος these words ought to be oxyt. in both senses. In the voc. the best codd. always give μόχθηρε, Ar.Ach. 165,Ra.1175, Pl.391; cf. πονηρός.

German (Pape)

[Seite 212] mühselig, kummervoll, elend; γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχθηρόν, Aesch. Spt. 239; πολλὰ καὶ μοχθήρ' ἀνωφέλητ' ἐμοὶ τλάσῃ, Ch. 741; ζῶ βίον μοχθηρόν, Soph. El. 589; Ar. Plut. 391; so auch in Prosa, ζόη, Her. 7, 46; ὦ μοχθηρέ, μελαγχολᾷς, Plat. Phaedr. 268 e. – Häufiger = schlecht, unbrauchbar; βοῦς, Ar. Equ. 316; μοχθηρὸν ῥῶ, Thesm. 781; bes. von sittlicher Schlechtigkeit. μοχθηρὸς τοὺς τρόπους, Plut. 1003; πολίτης, Equ. 1301, öfter, wie bei Plat., der es oft mit φαῦλος vrbdt; Gorg. 468 b; μετὰ μοχθηροῦ καὶ διεφθαρμένου σώματος, Crit. 47 e; μοχθηρὸς τὴν ψυχήν, Gorg. 511 a; Ggstz χρηστός, Polit. 308 c; μοχθηρότερα ἀποδιδόντες ἢ παρέλαβον τὰ ἱμάτια, Men. 91 a; ζῆν μοχθηρῶς, Gorg. 505 a; μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, Andoc. 1, 100; ἐλπίδες, Din. 1, 107, wie Pol. 5, 38, 8; πράγματα, schlechter Handel, schlechte Geschäfte, Dem. 34, 8; Arist. u. Folgde; ἔθη μοχθηρά, Pol. 1, 81, 10 u. öfter. – Nach Arcad. p. 71 wurde attisch in der ersten Bdtg μόχθηρος accentuirt wie πόνηρος, vgl. Ammon. p. 96. 116.

Greek (Liddell-Scott)

μοχθηρός: -ά, -όν, (μοχθέω) καὶ μόχθηρος (ἴδε ἐν τέλει) ὁ ὑποφέρων κόπους, ὁ ἐν δυσχερείαις διατελῶν, κακοπαθής, ἄθλιος, ἐλεεινός, ἐπὶ προσώπων, Αἰσχύλ. Θήβ. 257· ὦ μόχθηρε σύ! Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175· ὦ μόχθηρε Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε· - οὕτως ἐπὶ καταστάσεως, μοχθηρῆς ἐούσης τῆς ζόης Ἡρόδ. 7. 46· ἣ ζῶ βίον μοχθηρὸν Σοφ. Ἠλ. 599· μοχθηρὰ τλῆναι, παθεῖν ταλαιπωρίας, Αἰσχύλ. Χο. 752. 2) ὁ ἐν κακῇ καταστάσει ὤν, ἄθλιος, ἐλεεινός, βοῦς Ἀριστοφ. Ἱππ. 316· ἱμάτιον Κρατῖν. ἐν «Σεριφίοις» 1· μοχθηρότερα ἀποδιδόναι τὰ [ἱμάτια] ἢ παρέλαβον Πλάτ. Μένων 91Ε· μοχθηρὰ τὰ πράγματα καταλαμβάνειν, εὑρίσκειν τὸ ἐμπόριον ἐν κακῇ καταστάσει, Δημ. 909· 21· μ. ἐλπίδας ἔχειν Δείναρχ. 103 ἐν τέλ.· μ. τραγῳδία Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 3, 8· ὕδατα ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 8· χρόα ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 15, 3· - ἐπὶ τοῦ ἐξωτερικοῦ, τῆς ἐξωτερικῆς ὄψεως, μοχθηρὸς τὴν ἰδέαν, δύσμορφος, ἄσχημος, Ἀνδοκ. 13. 20. - Ἐπίρρ., σώματι μοχθηρῶς διακεῖσθαι, διακεῖσθαι ἐν κακῇ καταστάσει σωματικῶς, Πλάτ. Γοργ. 504Ε· ζῆν μ. αὐτόθι 505Α· - Συγκρ., μοχθηροτέρως ἔχεν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 343Ε· -ότερον, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 13. - Ὑπερθετ., -ότατα, Πλάτ. ἐν Ἐρυξ. ἐν τέλ. ΙΙ. συνηθέστατον ἐπὶ προσώπων ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, σχεδὸν συνώνυμ. τῷ πονηρός, κακός, φαῦλος, πανοῦργος τὴν διάθεσιν, Λατ. pravus, Θουκ. 8. 73, συχν. παρ’ Ἀριστοφ., Πλάτ., κτλ.· ἐκ χρηστῶν καὶ γενναίων μοχθηροτάτους ἀπέδειξας Ἀριστοφ. Βάτρ. 1011, πρβλ. Πλάτ. Μένων 91Ε· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 1003· ἐπὶ πράξεων, μ. τι πράσσειν Εὐρ. Ἀποσπ. 509, κτλ. - Πολλοὶ τῶν Γραμμ. γράφουσι μόχθηρος, πόνηρος, μὲ τὴν σημασίαν Ι, καὶ μοχθηρός, πονηρός, μὲ τὴν σημασ. ΙΙ, Ἀμμών. ἐν λέξ., Ἀρκάδ. 71· ἀλλ’ ὁ Ἡρῳδιαν. παρ’ Εὐστ. 341. 14 ἰσχυρίζεται ὅτι τὰ ἐπίθετα ταῦτα ὡς καὶ ἄλλα εἰς -ρος, ὡς καματηρός, κρατερός, κτλ., δέον νὰ γράφωνται ὀξυτόνως ἐπὶ ἀμφοτέρων τῶν σημασιῶν. Ἐν τῇ κλητικῇ ὅμως τὰ ἄριστα τῶν Ἀντιγράφ. ἔχουσι μόχθηρε, Ἀριστοφ. Ἀχ. 165, Βάτρ. 1175, Πλ. 391· οὕτω καὶ πόνηρε Νεφ. 687, Πλ. 127, 442, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ θηλ. ὦ πονήρα Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 26· πρβλ. ἀδελφός, καὶ ἴδε M. Müller Chips, 4. σ. 230.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 pénible, douloureux;
2 en parl. de pers. qui supporte patiemment une épreuve, infortuné;
3 de mauvaise qualité ; en parl. de pers. méchant, pervers;
Sp. μοχθηρότατος.
Étymologie: μόχθος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ μοχθηρός, -ά, θηλ. και -ός -όν, Α και μόχθηρος, -ον)
κακός, φαύλος, πανούργος, ανέντιμος, αχρείος
νεοελλ.
αυτός που αισθάνεται φθόνο για την ευτυχία τών άλλων, κακόβουλος, δόλιος, κακεντρεχής, φθονερός
μσν.
1. αυτός που προκαλεί φόβο, φοβερός, δεινός
2. αυτός που προκαλεί βλάβη στην υγεία, βλαβερός, επιζήμιος
3. αυτός που είναι σε κακή κατάσταση,
4. ασθενικός, αρρωστιάρικος
5. το ουδ. ως ουσ. τo μοχθηρόν α) το μουχτερό
β) δυσκολία
γ) δυσαρέσκεια
6. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μοχθηρά
τα βλαβερά για την υγεία
μσν.-αρχ.
1. αυτός που υφίσταται μόχθους, κόπους, κακοπάθειες («ὦ Ζεῡ, γυναικῶν οἷον ὤπασας γένος μοχθηρόν», Αισχύλ.)
2. (για καταστάσεις) ο συνυφασμένος με αθλιότητες ή με δυσχέρειες ή αυτός που γίνεται με δυσκολίες και κινδύνους («οὕτω ὁ μὲν θάνατος, μοχθηρᾱς ἐούσης τῆς ζωῆς, καταφυγὴ αἱρετωτάτη τῷ ἀνθρώπῳ γέγονε», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (για πρόσωπα) άσχημος, δύσμορφος, δυσειδής
2. (για πράγματα) αυτός που βρίσκεται σε άθλια κατάσταση
3. (για επιχειρήματα) εδραιωμένος σε. εσφαλμένη βάση, σαθρός
4. φρ. «μοχθηρά τλῆναι» — το να υφίσταται κανείς ταλαιπωρίες, μόχθους, βάσανα (Αισχύλ.).
επίρρ...
μοχθηρώς και -ά (ΑΜ μοχθηρῶς)
με μοχθηρό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόχθος + κατάλ. -ηρός (πρβλ. πον-ηρός). Ο τ. μόχθηρος με ηθική σημ. «κακός, φαύλος» τονίστηκε από αρχαίους γραμματικούς στην προπαραλήγουσα, μόχθηρε (πρβλ. και πόνηρε), πράγμα που οφείλεται είτε στη γενικότερη τάση αναβιβασμού του τόνου στην κλητική (πρβλ. Σωκράτης - Σώκρατες, γυνή -γύναι κ.τ.ό.) είτε σε λόγους εμφάσεως].