λεκάνη

Revision as of 00:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (λέκος)

   A dish, pot, pan, Ar.Nu.907, V.600, al., PGrenf.1.14 (ii B.C.), etc.; basin, IG42(1).122.57 (Epid., iv B.C.); hod, Ar.Av.840, 1143, IG22.1672.184; cf. λακάνη:—Dim. λεκαν-ίδιον, τό, Poll.10.84, Eust.1402.16:

German (Pape)

[Seite 27] ἡ, dor. λακάνη (vgl. λέκος), Schüssel, Becken, Wanne, Ar. Av. 1142 Nubb. 906; vgl. Ath. V, 197 b XI, 458 c u. Sp., wie Pol. 22, 11, 10.

Greek (Liddell-Scott)

λεκάνη: [ᾰ], ἡ, (λέκος) πινάκιον, ἀγγεῖον, λεκάνη, «λεγένι», Ἀριστοφ. Νεφ. 907, Σφ. 600, κ. ἀλλ.· ἐν Ὄρν. 840, σημαίνει σκαφίδιον τῶν κτιστῶν, «πηλοφόρι», πρβλ. 1143· - λακάνη ἐν τῇ κοινῇ διαλέκτῳ, «τὸ μὲν κοινὸν λακάνη... τὸ δὲ Ἀττικὸν λεκάνη» Σουΐδ. - Ἐντεῦθεν τὰ ὑποκορ. λεκᾰνίς, ἡ, Πλούτ. 2. 828Α, Λουκ. Ἔρωτες 39· λεκάνιον, τό, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1110, Πολύζ. ἐν «Δημοτυνδάρῳ» 4, Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· λεκανίσκη, ἡ, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσ. 637, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 11· λεκᾰνίδιον, τό, Πολυδ. Ι΄, 84, Εὐστ. 1402. 16. - Ἐν Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν (Ἐφημ. Ἀρχ. β΄ περ. 438) εὕρηται λεκάνου ψυκτήρ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
bassin, baquet.
Étymologie: λέκος.

Spanish

plato

Greek Monolingual

η (AM λεκάνη)
βαθύ και πλατύστομο δοχείο, κυκλικού συνήθως σχήματος, που χρησιμοποιείται για πλύσιμο τών χεριών ή τών ποδιών ή για διάφορες ανάγκες του σπιτιού
νεοελλ.
1. λαξευτή πέτρα σε σχήμα σκάφης κάτω από βρύση ή κοντά σε βρύση ή πηγάδι, που χρησιμοποιείται για το πότισμα ζώων, γούρνα
2. λαξευτό μάρμαρο ή σκάφη σε ελαιοτριβείο, όπου ρέει το λάδι
3. δοχείο πήλινο ή πορσελάνινο που τοποθετείται στα αποχωρητήρια για τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου
4. λεκανοπέδιο
5. κλειστή, τελείως ή εν μέρει, θάλασσα (α. «η λεκάνη της Κασπίας» β. «η λεκάνη της Μεσογείου»)
6. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών, δηλ. τών δύο ανώνυμων, του ιερού και του κόκκυγα, που σχηματίζουν κοιλότητα στο κατώτερο τμήμα του κορμού, στον οποίο χρησιμεύουν ως βάση, προσφέροντας επίσης στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. πύελος
7. (μεταλργ.) βασικό τμήμα μεταλλουργικών καμίνων, το οποίο έχει σχήμα κόλουρου κώνου με τη μεγάλη βάση προς τα κάτω, αλλ. φάρυγγας
8. το κύριο σώμα της ναυπηγικής δεξαμενής και ειδικότερα το κατώτερο τμήμα της πλωτής δεξαμενής
9. ωκεαν. θαλάσσια περιοχή η οποία χαρακτηρίζεται από μια ιδιαίτερη δραστηριότητα μετασχηματισμού τών υδάτινων μαζών (α. «λεκάνη αραίωσης» β. «λεκάνη συγκέντρωσης»)
10. φρ. «λεκάνη απορροής»
γεωλ. περιοχή της οποίας τα επιφανειακά ύδατα αποστραγγίζονται σε ένα ποτάμιο σύστημα και η οποία ορίζεται από υδροκριτικές γραμμές, αλλ. λεκάνη αποστράγγισης
(αρχ) μικρή σκάφη τών κτιστών, πηλοφόρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. λεκάνη εμφανίζει επίθημα -άνη (πρβλ. οὐρ-άνη, σκαπ-άνη). Μαρτυρείται και παρλλ. τ. λέκος (τὸ), πρβλ. ἕρκος: ἑρκάνη, στέφος: στεφάνη. Συνδέονται με λατ. lanx και έχει επιχειρηθεί αναγωγή τους σε ΙΕ ρίζα (e)leq- «κάμπτω», στην οποία ανάγονται πιθ. και οι τ. λοξός και λέχριος. Κατ' άλλη άποψη, η λατ. λ. είναι δάνεια.
ΠΑΡ. λεκανίς
αρχ.
λεκανίδιον, λεκάνιον, λεκανίσκη, λέκανος, λεκάριον
νεοελλ.
λεκάνειος.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεκανοειδής, λεκανομαντ(ε)ία, λεκανομάντης (-όμαντις), λεκανοσκοπία
αρχ.
λεκανόπωλις
μσν.
λεκανοπέτρινον, λεκανόπουλον νεοελλ. λεκανοπέδιο.

Greek Monotonic

λεκάνη: [ᾰ], ἡ, = λέκος, σε Αριστοφ.· πηλοφόρι, στον ίδ.