οἶνος

Revision as of 00:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ὁ,

   A wine, μέλας οἶ. (cf. οἶνοψ) Od.5.265,9.196 ; ἐρυθρός 5.165, 9.163 ; αἶθοψ Il.1.462, 4.259 ; ἡδύς Od.2.349,9.204 ; ἡδύποτος 15.507 ; μελιηδής Il.4.346, al. ; μελίφρων 6.264 ; παλαιός Od.2.340, Pi. O.9.48, cf. Simon.75 ; οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις X.An.4.4.9 ; ἐΰφρων Il. 3.246 ; εὐήνωρ Od.4.622 ; οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρσι καὶ ὕδωρ 1.110 : with Preps., ἐν οἴνῳ over one's cups, Ar.Lys.1227, Call.Epigr.23.8 ; παρ' οἴνῳ S.OT780 ; παρ' οἶνον Plu.2.143d ; μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴ. Th. 6.28 : also in pl., ἡ ἐν τοῖς οἴ. διατριβή Pl.Lg.641c, 645c ; ἐπ' οἴνοις Pherecr.153.9 : pl. also, οἶνοι, wines, X.l.c., Pl.R.573a,al. ; οἶνος δωδεκάδραχμος wine at 12 drachmae the cask, D.42.20 : prov., οἶ. τῷ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Eub.135 ; οἶνος καὶ ἀλάθεα (v. ἀλήθεια), in vino veritas, Alc.57, Theoc.29.1 ; οἶνος . . ἀληθής Pl.Smp.217e ; οἴνῳ τὸν οἶ. ἐξελαύνειν 'to take a hair of the dog that bit you', Antiph.300.1 : οἶνος is.freq. omitted, πίνεὶν πολύν (sc. οἶνον) E.Cyc.569, Theoc.18.11 ; esp. with names of places, Θάσιος, Χῖος, etc., Eub.124,125,126 : resin was used as a preservative, πισσίτης οἶ. Plu.2.676c.    2 fermented juice of other kinds, οἶνος ἐκ κριθέων πεποιημένος barley wine, a kind of beer, Hdt.2.77 ; οἶ. φοινικήϊος palm-wine, ib.86, cf. 1.193 ; lotus-wine, Id.4.177, etc. ; from which drinks grape-wine (οἶ. ἀμπέλινος) is expressly distd., Id.2.60.    II the wine-market, τρέχ' ἐς τὸν οἶ. Ar. Fr.299.    III name of Dionysus, Orph.Fr.216. (ϝοῖνος Leg.Gort. 10.39, Inscr.Cypr.148H. ; cf. Lat. vinum.<*>

Greek (Liddell-Scott)

οἶνος: ὁ, (ἴδε ἐν τέλ.), ὡς καὶ νῦν, ὁ ἐζυμωμένος χυμὸς τῆς σταφυλῆς, τὸ κρασὶ (πρβλ. ἄμπελος)· παρ’ Ὁμήρ. εἶναι μέλας, (πρβλ. οἶνοψ), Ὀδ. Ε. 265., Ι. 196· ἢ ἐρυθρός, Ε. 165., Ι. 163· ἐπαινεῖται δὲ ὡς σπινθηρίζων, αἶθοψ, Ἰλ. Α. 462., Δ. 259· ὡς ἡδύς, Ὀδ. Β. 350., Ι. 205· ἡδύποτος Ο. 507· μελιηδὴς Ἰλ. Δ. 346, κτλ.· μελίφρων Ζ. 264· ὡς παλαιός, Ὀδ. Β. 340, πρβλ. Πινδ. Ο. 9. 74, Σιμωνίδ. 75· (οὕτως οἴνους παλαιοὺς εὐώδεις Ξεν. Ἀν. 4.4, 9)· ὡς φαιδρύνων τὸν ἄνθρωπον, ἐΰφρων, Ἰλ. Γ. 246· ὡς παρέχων ἰσχὺν καὶ ζωηρότητα, εὐήνωρ, Ὀδ. Δ. 622. Οἱ παρ’ Ὁμήρῳ ἥρωες ἔπινον αὐτὸν μεμιγμένον μεθ’ ὕδατος, οἶνον ἔμισγον ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται Ἰλ. Δ. 259· (ἐντεῦθεν κρητήρ, τὸ ἀγγεῖον ἐν ᾧ ἐγίνετο ἡ μῖξις)· καὶ ἡ συνήθεια αὕτη διέμεινε μετὰ ταῦτα, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 84 (ἴδε ἐν λ. ἴσος Ι. ἐν τέλ., ἄκρατος, Πράμνιος)· - μετὰ προθέσεων, ἐν οἴνῳ, ἐν πότῳ, inter pocula, Ἀριστοφ. Λυσ. 1227, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 36, Πλούτ.· παρ’ οἴνῳ Σοφ. Ο. Τ. 780· παρ’ οἶνον Πλούτ. 2. 143C· μετὰ παιδιᾶς καὶ οἴνου Θουκ. 6.28· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἡ ἐν οἴνοις διατριβὴ Πλάτ. Νόμ. 641C, 645C· - πληθ. ὡσαύτως, οἶνοι, Λατ. vina, Ξεν. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 573Α, κ. ἀλλ.· - οἶνος δωδεκάδραχμος, οὗ ὁ πίθος τιμᾶται δώδεκα δραχμῶν, Δημ. 1045.5· - παροιμ., οἶνος τὸ φρονεῖν ἐπισκοτεῖ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 11· οἶνος καὶ ἀλήθεια, in vino veritas, Παροιμιογρ.· - οἶνος συχνάκις παραλείπεται, πίνειν πολὺν (ἐξυπ. οἶνον) Εὐρ. Κύκλ. 569, πρβλ. Θεόκρ. 18. 11· μάλιστα μετὰ τοπικῶν ὀνομάτων, ὁ Πράμνιος, ὁ Βύβλινος, κτλ., ὡς λέγεται παρ’ Ἄγγλοις «Port, Sherry, Rhenish» - Ὡς δὲ καὶ παρὰ τοῖς σήμερον Ἕλλησι παρεσκευάζετο διὰ ῥητίνης ἵνα, ὡς ἐνόμιζον, διατηρῆται κάλλιον, Πλούτ. 2. 676C, πρβλ. Plin. H. N. 16. 22., 14. 25. 2) οἶνος ἐξ ἄλλων καρπῶν, οἶνος ἐκ κριθῶν, εἶδος ζύθου, Ἡρόδ. 2. 77˙ ὡσαύτως ἐκ φοινίκων (οἶνος φοινικήιος) ἀπαντᾷ ἐν 1. 193., 2. 86˙ ἐκ λωτοῦ, 4. 177, κτλ.˙ - ἀπὸ τῶν ὁποίων ποτῶν ὁ ἐκ τῆς σταφυλῆς (οἶνος ἀμπέλινος) ῥητῶς διακρίνεται, 2. 60. ΙΙ. ἡ τοῦ οἴνου ἀγορὰ (πρβλ. μύρον 2, ἰχθὺς ΙΙ), τρέχ’ ἐς τὸν οἶνον Ἀριστοφάν. παρὰ Πολυδ. Ι΄, 75. (Κυρίως ϝοῖνος, ὡς δεικνύει τὸ μέτρον παρ’ Ὁμήρ. καὶ ὡς φέρεται ἐν Ἀλκαί. 39, διατηρηθὲν ἐν τῇ Λατ. vinum, vitis˙ οὕτως οἴνη, οἰνάς, οἰνάνθη, οἴναρον˙ πρβλ. οἶσος ἰτέα).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. vin;
II. p. ext. 1 vin de palmier;
2 vin de lotos.
Étymologie: p. *Ϝοῖνος ; cf. lat. vinum.

English (Autenrieth)

(ϝοῖνος, cf. vinum): wine. It was regularly mixed with water before drinking, see κρητήρ, ἀμφιφορεύς, ἀσκός, πίθος, πρόχοος, νέμειν. Epithets, αἶθοψ, ἐρυθρός, μελιηδής, μελί- φρων, ἡδύς, ἡδύποτος, εὐήνωρ. γερούσιος οἶνος, typical of the dignity of the council of elders. Places famed for the quality of wine produced were Epidaurus, Phrygia, Pedasus, Arne, Histiaea, Lemnos, Thrace, Pramne, and the land of the Ciconians.

English (Slater)

οἶνος
   1 wine αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οἶνον, ἄνθεα δ' ὕμνων νεωτέρων (O. 9.48) βαρβιτίξαι θυμὸν ἀμβλὺν ὄντα καὶ φωνὰν ἐν οἴνῳ fr. 124d. ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου fr. 166. 1. εὐώ[δεα ]λ' οἶνον ?fr. 338. 3.

Spanish

vino

English (Strong)

a primary word (or perhaps of Hebrew origin (יָ֫יִן)); "wine" (literally or figuratively): wine.

English (Thayer)

οἴνου, ὁ (from Homer down), the Sept. for יַיִן, also for תִּירושׁ (must, new wine), חֶמֶר, etc.; wine;
a. properly: L text T Tr WH); οἴνῳ προσέχειν, δουλεύειν, οἶνος τοῦ θυμοῦ (see θυμός, 2), fiery wine, which God in his wrath is represented as mixing and giving to those whom he is about to punish by their own folly and madness, τῆς πορνείας added (cf. Winer s Grammar, § 30,3 N. 1; B. 155 (136)), a love-potion as it were, wine exciting to fornication, which he is said to give who entices others to idolatry, L omits; Tr WH brackets οἴνου), and he is said to be drunk with who suffers himself to be enticed, a vine: Revelation 6:6.

Greek Monotonic

οἶνος: ὁ, Λατ. vinum, κρασί, σε Όμηρ. κ.λπ.· παρ' οἴνῳ, κατά τη διάρκεια της οινοποσίας, Λατ. inter pocula, σε Σοφ.· οἶνος ἐκ κριθῶν, κρασί παρασκευασμένο από κριθάρι, είδος μπύρας, σε Ηρόδ.