ἕπω

Revision as of 12:01, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

(A),

   A to be about, busy oneself with, τὸν δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα Il.6.321: elsewh. with Preps., in tmesi, cf. ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω, μεθέπω, περιέπω. (Cf. Skt. sapati 'worship', 'tend', saparyati 'worship', 'honour', Lat. sepelio 'give funeral honours'; not related to ἕπομαι.)

French (Bailly abrégé)

impf. εἷπον;
s’attacher à, s’occuper de, soigner : τεύχεα IL s’occuper de ses armes, préparer ses armes ; οὐ τόδε μεῖζον ἕπει κακόν OD le danger qui fond sur nous litt. qui s’attache à nous en ce moment n’est pas plus grave que, etc.
Étymologie: DELG skr. sápati « soigner, vénérer », cf. lat. sepelio.

Greek Monotonic

ἕπω: (Β), Α. ασχολούμαι, απασχολούμαι, καταπιάνομαι, καταγίνομαι με, τεύχε' ἕποντα, ασχολούνταν με την πανοπλία του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. Β. Μέσ. ἕπομαι· παρατ. εἱπόμην, Επικ. ἑπόμην· μέλ. ἕψομαι, αόρ. βʹ με δασεία ἑσπόμην, βʹ ενικ. ἕσπεο, απαρ. ἑσπέσθαι, μτχ. ἑσπόμενος, προστ. ἕπεο, σπεῖο·
I. 1. ακολουθώ, υποτάσσομαι ή συνοδεύω κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι ἅμα τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μετά τινι ή τινα, στον ίδ. κ.λπ.
2. ακολουθώ ως ακόλουθος, συνοδός, υπηρέτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συνοδεύω ως τιμητική συνοδεία, Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με εχθρική σημασία, παρακολουθώ, καταδιώκω, τινι, στο ίδ.
4. συμβαδίζω με, ἕπεθ' ἵπποις, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα άκρα ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.
5. ακολουθώ τις κινήσεις κάποιου άλλου, τρυφάλεια ἕσπετο χειρί, η περικεφαλαία συμβάδισε με το χέρι του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο χέρι του, σε Ομήρ. Ιλ.
6. υποτάσσομαι, υπακούω, υποκύπτω σε, τῷ νόμῳ, σε Ηρόδ., Αττ.
7. απλώς, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, μόνο σε προστ., ἕπεο προτέρω, έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.
8. παρακολουθώ, ιδίως, λέγεται για το μυαλό, καταλαβαίνω, εννοώ, σε Πλάτ.
II. 1. λέγεται για τιμή, δόξα κ.λπ., τούτῳ κῦδος ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ακολουθώ από κοντά, έπομαι, διαδέχομαι, επακολουθώ, τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία ἕπ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἕπω: (impf. εἷπον и ἕπον) (чему-л. предаваться, чем-л.) заниматься, хлопотать: ἕ. τεύχεα Hom. готовить оружие (в остальных случаях - только с префиксами: ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω etc. всегда in tmesi). - см. ἕπομαι.