λοιμός
English (LSJ)
ὁ,
A plague, once in Hom. (Il.1.61), cf. Hes.Op.243, Hdt. 7.171; λοιμοῦ σκηπτός A.Pers.715 (troch.); of the plague at Athens, Th.2.47,54, Pl.Smp.201d: pl., ib.188b, al.; coupled with λιμός, Hes. and Hdt.ll.cc., Th.2.54, Orac. ap. Aeschin.3.135. 2 of persons, plague, pest, D.25.80. II as Adj., pestilent, LXX 1 Ki.1.16; ἀνὴρ λ. καὶ πονηρός ib.30.22, cf. Act.Ap.24.5; λ. οἶνος Sm.Pr.20.1.
Greek (Liddell-Scott)
λοιμός: -οῦ, ὁ, πανώλης, «πανοῦκλα», πᾶσα μολυσματικὴ καὶ θανατηφόρος νόσος, Ὅμ. (μόνον ἅπαξ) Ἰλ. Α. 61, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 241, Ἡρόδ. 7. 171, καὶ Ἀττ., (ἴδε ἐν. λ. λιμός)· λοιμοῦ σκηπτὸς Αἰσχύλ. Πέρσ. 715· ἐπὶ τῆς ἐν Ἀθήναις λοιμικῆς νόσου, Θουκ. 2. 47, 54, Πλάτ. Συμπ. 201D· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 188 Β, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, φθοροποιὸς ἄνθρωπος, ὀλέθριος, λυμιών, Λατ. pestis, Δημ. 794. 5. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ὀλέθριος, καταστρεπτικός, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Α΄, 16.) Ἴσως σχετίζεται πρὸς τὰς λ. λύμη, λῦμα, λυμαίνομαι, Λατ. lues, πρβλ. λοιγός, λυγρός· - ἡ πρὸς τὸ λιμὸς σχέσις πιθανῶς μόνον ὡς πρὸς τὸν ἦχον, οἷον παρ’ Ἡσ. καὶ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Θουκ. 2, 54, πορ’ Αἰσχίν. 73. 6).
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
peste, fléau contagieux.
Étymologie: DELG pas d’explication probante.
English (Autenrieth)
pestilence, Il. 1.61 and 97.
English (Strong)
of uncertain affinity; a plague (literally, the disease, or figuratively, a pest): pestilence(-t).
English (Thayer)
λοιμοῦ, ὁ (from Homer down), pestilence; plural a pestilence in divers regions (see λιμός), R G Tr marginal reading brackets); pestis (Terence, Adelph. 2,1, 35; Cicero, Cat. 2,1), a pestilent fellow, pest, plague: Demosthenes, p. 794,5; Aelian v. h. 14,11; ἄνδρες λοιμοί, 1 Samuel 25:17, etc.).
Greek Monolingual
ο (AM λοιμός)
νεοελλ.
λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του
μσν.-αρχ.
η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων οὐδαμοῡ ἐμνημονεύετο γενέσθαι», Θουκ.)
αρχ.
1. όλεθρος, καταστροφή
2. (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που επιφέρει τον όλεθρο, φθοροποιός, καταστρεπτικός (α. «οἱ χείριστοι καὶ τοῑς θεοῑς ἐχθροὶ καὶ λοιμῶν αἴτιοι», Πολ.
β. «μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. θεωρείται συγγενές με το λιμός, οπότε ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα lοι- της ΙΕ ρίζας leı- «αδυνατίζω, αποδυναμώνομαι» (πρβλ. λιθουαν. liesas «αδύνατος»). Κατ' άλλη άποψη, συνδέεται με το λοιγός. (Η γλώσσα του Ησυχίου λοιτός: λοιμός θεωρείται λανθασμένη γραφή αντί λοιγός: λοιμός). Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι το λοιμός προήλθε από συμφυρμό τών λοιγός και λιμός. Τέλος, υποστηρίχθηκε και η συγγένειά του με το λείβω.
ΠΑΡ. λοιμικός, λοιμώδης
αρχ.
λοιμεύομαι, λοίμιος, λοιμότης, λοιμώσσω.
ΣΥΝΘ. αρχ. λοιμοποιός
νεοελλ.
λοιμόβλητος, λοιμογόνος, λοιμοκαθαρτήριος].
Greek Monotonic
λοιμός: -οῦ, ὁ,
1. πανούκλα, λοιμός, κάθε μολυσματική και θανατηφόρος ασθένεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Αττ.· λέγεται για τον λοιμό στην Αθήνα, σε Θουκ.
2. λέγεται για πρόσωπα, παρασιτικός άνθρωπος, ενοχλητικός, σε Δημ. (πιθ. συγγενές προς το λύμη, Λατ. lues).
Russian (Dvoretsky)
λοιμός: ὁ1) чума, поветрие, зараза, мор (λιμὸς καὶ λ. Her. λοιμοῦ σκηπτός Aesch.; λοιμοὶ καὶ σεισμοί NT);
2) перен. чума, язва, опасный и вредный человек Dem.