θάπτω

Revision as of 21:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

fut.

   A θάψω Is.8.21:—Pass., fut. τᾰφήσομαι E.Alc.632, Lys. 13.45, also τεθάψομαι S.Aj.577, 1141, E.IT1464: aor. 1 ἐθάφθην Simon.167 (cj.), Hdt.2.81,7.228; more freq.aor. 2 ἐτάφην [ᾰ] Id.3.10, 55, and alwaysin Att., as Ar.Pl.556; part. ἐν-θαφείς CIG2839 (Aphrodisias): pf. τέθαμμαι, Ion.3pl. τετάφαται v.l. τεθάφαται Hdt.6.103; imper. τεθάφθω Luc.DMar.9.1; inf. τεθάφθαι A.Ch.366 (lyr., prob.l.), Lycurg.113: plpf. Pass. ἐτέθαπτο Od.11.52, Hdt.1.113:—honour with funeral rites, ὅτε μιν θάπτωσιν Ἀχαιοί Il.21.323, cf. Hes.Sc.472; esp. by burial, οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός Od.11.52 (but freq. used later with ref. to cremation, D.S.3.55, App.Hann.35, Philostr.Her. 10.11, etc.; πυρὶ θάπτειν Plu.2.286f, Philostr.VS2.20.3); θάπτειν . . γῆς φίλαις κατασκαφαῖς A.Th.1013, cf. E.Supp.545 (Pass.); θ. ἐς χῶρον Hdt.2.41; οὗ ἐβούλοντο Th.8.84; θ. ἐξ οἰκίας to carry out to burial from a house, Is.8.21; καταλείψει μηδὲ ταφῆναι not even his burial expenses, Ar.Pl.556; τῷ δ' εἶναι μηδὲ ταφῆναι Id.Ec.592.

German (Pape)

[Seite 1187] perf. τέταφα u. aor. pass. ἐτάφην, ταφήσει, Eur. Troad. 448; auch ἐθάφθην, Her. 2, 81. 7, 228; perf. τέθαμμαι, Plat. Crat. 400 c; τεθάφθω, Luc. D. Har. 9, 1; einen Leichnam bestatten, Hom. u. Folgde; den Leichnam verbrennen, Od. 12, 12. 24, 417 Il. 21, 323; dah. auch πυρὶ θάπτειν, Iac. A. P. p. 445; die in Aschenkrügen gesammelten Gebeine beisetzen, beerdigen, begraben, Od. 11, 52; Hes. Sc. 472; auch den Leichnam selbst beerdigen, u. dies ist der gewöhnl. Gebrauch, Ἐτεοκλέα θάπτειν ἔδοξε γῆς φίλαις κατασκαφαῖς, Aesch. Spt. 999 u. öfter; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι Ch. 361; ταφείς Spt. 1012; Soph. öfter, auch τεθάψεται, Ai. 577. 1141; τεθάφαται, sie sind beerdigt worden, Her. 6, 103, auch τετάφαται geschr.; Thuc. u. Folgde überall.

Greek (Liddell-Scott)

θάπτω: (ἐκ τῆς √ΤΑΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ μέλλ. καὶ β΄ παθ. ἀορ. ἐν τῇ λέξει τάφος, κτλ.), μέλλ. θάψω, ἀόρ. ἔθαψα. - Παθ., μέλλ. τᾰφήσομαι Εὐρ. Ἀλκ. 632, Λυσ. 134. 1· ὡσαύτως τεθάψομαι Σοφ. Αἴ. 577, 1141, Εὐρ.: ἀόρ. ἐθάφθην Σιμων. 170, Ἡρόδ. 2. 81., 7. 228· συχνότερον ἐτάφην ᾰ ὁ αὐτ. 3. 10, 55, καὶ ἀείποτε παρ’ Ἀττ., μετοχ. ἐνθαφεὶς Συλλ. Ἐπιγρ. 2839· - πρκμ. τέθαμμαι, Ἰων. γ΄ πληθ. τεθάφαται Ἡρόδ. 6. 103· προστ. τεθάφθω Λουκ. Ἐναλ. Διαλ. 9. 1· ἀπαρ. τεθάφθαι (οὕτως ὁ Ahr. ἀντὶ τέθαψαι) Αἰσχύλ. Χο. 366, Λυκοῦργ. 164. 7, τετάφθαι Πλούτ. 2. 265Α· ὑπερσ. παθ. ἐτέθαπτο Ὀδ. Λ. 52, Ἡρόδ. Τελῶ τὰ ὕστατα πρὸς τὸν νεκρὸν καθήκοντα, τιμῶ αὐτὸν μὲ ἐπικηδείους τελετάς, ἐνταφιάζω, ὅτε μιν θάπτουσιν Ἀχαιοὶ Ἰλ. Φ. 323, πρβλ. Ὀδ. Μ. 12, Ω. 417, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 472· τοῦ θάπτειν ἦσαν δύο τρόποι, τὸ κάειν (καίειν) καὶ τὸ κατορύττειν: - καὶ μὴ ὁρῶν μου τὸ σῶμα ἢ καόμενον ἢ κατορυττόμενον ἀγανακτῇ Πλάτ. Φαίδ. 1150, πρβλ. Ὀδ. Λ. 74 (με κακκῆαι σὺν τεύχεσι) πρὸς τὸν στίχ. 52 (οὐ γάρ πω ἐτέθαπτο ὑπὸ χθονός)· θάπτειν... γῆς φίλαις κατασκαφαῖς Αἰσχύλ. Θήβ. 1008, πρβλ. Εὐρ. Ἱκέτ. 543 κἑξ.· θ. ἐς τόπον Ἡρόδ. 2. 41, πρβλ. Θουκ. 8. 84· θ. ἐξ οἰκίας, ἐκφέρω ἐκ τῆς οἰκίας καὶ κηδεύω, Ἰσαῖ. 71. 13· καταλείψει μηδὲ ταφῆναι, μηδὲ τὰ ἔξοδα τῆς κηδείας, Ἀριστοφ. Πλ. 556· τῷ δ’ εἶναι μηδὲ ταφῆναι ὁ αὐτ. Ἐκκλ. 591· πρβλ. ἐντάφιος· - πυρὶ θάπτειν = καίειν, Πλούτ. 2. 286Ε, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 223.

French (Bailly abrégé)

f. θάψω, ao. ἔθαψα, ao.2 ἔταφον, pf. inus.
Pass. f.2 ταφήσομαι, ao. ἐθάφθην, ao.2 ἐτάφην, pf. τέθαμμαι, f.ant. τεθάψομαι;
I. rendre les honneurs funèbres à, acc.;
II. particul. :
1 enterrer;
2 mettre un corps sur un bûcher.
Étymologie: Θαπ, développement de la R. Θα ou Θε, poser ; cf. τάφος.

English (Autenrieth)

aor. θάψαν, pass. plup. ἐτέθαπτο: inter, bury.

Spanish

enterrar

English (Strong)

a primary verb; to celebrate funeral rites, i.e. inter: bury.

English (Thayer)

1st aorist ἔθαψα; 2nd aorist passive ἐτάφην; from Homer down; the Sept. for קָבַר; to bury, inter (BB. DD. under the word <TOPIC:Burial>; cf. Recker, Charicles, namely, ix. Excurs., p. 390f): τινα, συνθάπτω.)

Greek Monolingual

(AM θάπτω)
βλ. θάβω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. θάπ-τω < θαφ-, το οποίο εμφανίζεται με τις μορφές θαπ- και ταφ- (με τον νόμο της ανομοιώσεως τών δασέων) και ανάγεται σε ΙE dhmbh- «σκάβω» (η απαθής βαθμίδα dhembh- της ρίζας δεν απαντά) + επίθημα -τω (πρβλ. βλάπ-τω, κό-πτω). Συνδέεται με αρμ. damb-an, damb-aran «τάφος», τα οποία σε συνδυασμό με το ελλ. τάφ-ρ-ος επιτρέπουν ίσως την αναγωγή σε θέμα r/n. Ο νεοελλ. τ. θάβω από τον αόρ. έθαψα κατά το σχήμα έθλιψα - θλίβω κ.λπ.
ΠΑΡ. ταφή, τάφος, τάφρος.
ΣΥΝΘ. εκθάπτω, ενθάπτω, συνθάπτω
αρχ.
αντιθάπτω, επενθάπτω, επιθάπτω, καταθάπτω, παραθάπτω, παρακαταθάπτω, προθάπτω, συγκαταθάπτω, συνενθάπτω].

Greek Monotonic

θάπτω: (από τη √ΤΑΦ, πρβλ. τᾰφῆναι, τάφος)· μέλ. θάψω, αόρ. αʹ ἔθαψα· Παθ. μέλ., τᾰφήσομαι και τεθάψομαι, αόρ. αʹ ἐθάφθην, αόρ. βʹ ἐτάφην [ᾰ], παρακ. τέθαμμαι, Ιων. γʹ πληθ. τεθάφαται, γʹ ενικ. Παθ. υπερσ. ἐτέθαπτο· αποδίδω τις τελευταίες τιμές, εκτελώ καθήκοντα απέναντι στο νεκρό, τιμώ με επικήδειες τελετές, ενταφιάζω, π.χ. τα προγενέστερα χρόνια μέσω της καύσης του σώματος, σε Όμηρ.· έπειτα απλά, ενταφιάζω, θάβω, κηδεύω, σε Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

θάπτω: (fut. θάψω; pass.: fut. 2 ταφήσομαι, aor. 1 ἐθάφθην, aor. 2 ἐτάφην, pf. τέθαμμαι, fut. 3 τεθάψομαι) воздавать погребальные почести, совершать похоронный обряд (вначале преимущ. путем сжигания трупов, впосл. - путем погребения), т. е. хоронить, предавать огню или земле (ὑπὸ χθονός Hom.; ἐς χῶρον Her.; πυρί Plut.; ἐν εἰρινέοισι εἵμασι θαφθῆναι Her.): φιτροὺς ταμόντες θάπτομεν … Ἐπεὶ νεκρὸς ἐκάη … Hom. нарубив деревьев, мы предаем огню (тело Эльпенора) … Когда труп сгорел …; θαφθεῖσί σφι αὐτοῦ ταύτῃ τῇ περ ἔπεσον ἐπιγέγραπται γράμματα λέγοντα τάδε Her. над ними, погребенными там, где они пали, начертаны были письмена, гласящие следующее; παρὰ Σκαμάνδρου πόρον τέθαψαι (v. l. τεθάφθαι) Aesch. быть похороненным у переправы через Скамандр.