καθύπερθε
English (LSJ)
[ῠ], poet. before a vowel καθύπερ-θεν (also v.l. in Th.5.59, S. El.1090 (lyr.)); Ion. κατύπερθε: Adv.:— A from above, down from above, δεινὸν δὲ λόφος κ. ἔνευεν Il.3.337, cf. 22.196, Od.12.442, etc.; κ. μελαθρόφιν 8.279; ἐκ μὲν τοῦ πεδίου... κ. δέ… Th.5.59, cf.IG12.398: c. gen., πυρός Nic.Th.691. 2 atop, above, opp. ὑπένερθε, Od.10.353; κ. ἐπιρρέει floats atop, Il.2.754; κ. τῶν ὅπλων τοῦ τόνου Hdt.7.36; of geographical position, Λέσβος ἄνω... καὶ Φρυγίη καθύπερθε Il.24.545: c. gen., καθύπερθε Χίοιο above, i.e. north of, Chios, Od.3.170: in Prose, Κέρκιος κατύπερθε SIG1.3 (Abu Simbel, vi B. C.); ἡ Χώρη ἡ κ. Hdt.4.8; ἡ κ. ὁδός Id.1.104, etc.; τὰ κ. the upper country, i.e. farther inland, τὰ κ. τῆς λίμνης Id.2.5; τὰ κ. τῆς θηριώδεος ib.32; τοῖσι κ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι Id.1.194. 3 above, having the upper hand of, κ. γενέσθαι τινός, prop., of a wrestler who falls atop of his opponent, ib.67, 8.60.γ; κ. Χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν S.El.l.c. (lyr.); also, of affairs, ἐλογίζετο… κ. οἱ τὰ πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν Hdt.8.136; κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν Thgn.679; μόχθου κ. superior to misery, unconquered by it, Pi.P.9.31; also κ. ἤ… Hdt.8.75. II of Time, before, c. gen., Id.5.28.
German (Pape)
[Seite 1289] vor Vocalen καθύπερθεν, ion. κατύπερθε, von oben her, von oben herab; δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν, der Helmbusch winkte von oben herab, Il. 3, 337; καθύπερθεν ἐπιῤῥέει 2, 754; Od. 12, 442 u. öfter; χλαίνας καθύπερθεν ἕσασθαι Il. 24, 646, überzuziehen; πολλὰ δὲ καὶ καθύπερθε μελαθρόφιν ἐξεκέχυντο Od. 8, 279. Bei geographischen Bestimmungen, Iliad. 24, 545 ὅσσον Λέσβος ἄνω ἐντὸς ἐέργει καὶ Φρυγίη καθύπερθε, καθ. Χίου, Ὀρτυγίης καθ., oberhalb Chios, d. i. nördlich davon, Od. 3, 170. 15, 404. Ggstz ὑπένερθε, 10, 353. So auch Her., ὴ χώρη ἡ κατύπερθε 4, 8, τὰ κατύπερθε θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη 2, 32. – Uebertr., πολλῷ κατύπερθε ἦν τῶν ἀντιστασιωτέων, er war überlegen, Her. 5, 69, κατ. τῷ πολέμῳ γενέσθαι Τεγεητέων, die Oberhand gewinnen, besiegen, 1, 67; 8, 60; so auch Pind., μόχθου καθ. νεᾶνις, durch Mühsal unbesiegt, P. 9, 32; Soph. ζῴης μοι καθύπερθεν χειρὶ καὶ πλούτῳ τεῶν ἐχθρῶν El. 1079; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καθύπερθε: ποιητ. πρὸ φωνήεντος -θεν, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 284. Ἰων. κατύπερθε: Ἐπίρρ.: - ἄνωθεν, ἐκ τῶν ἄνω πρὸς τὰ κάτω, δεινὸν δὲ λόφος καθ. ἔνευεν Ἰλ. Γ. 337, πρβλ.. 196, Ὀδ. Μ. 442, Θέογν.. κλ.· ἐκ τοῦ πεδίου.., καθ. δὲ..., 5. 59: - μετὰ γεν., καθύπερθε μελαθρόφιν, ἄνωθεν ἐκ τῆς ὀροφῆς, Ὀδ. Θ. 279. 2) ἄνω, ἐπάνω, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπένερθε ἡ μὲν ἔβαλλε θρόνοις ἔνι ῥήγεα καλά, πορφύρεα καθύπερθ’, ὑπένερθε δὲ λῖθ’ ὑπέβαλλεν Ὀδ. Κ. 353· καθύπερθεν ἐπιρρέει, ῥέει ἐπὶ τῆς ἐπιφανείας, Ἰλ. Β. 754· κατ. τῶν ὅπλων Ἡρόδ. 7. 36· - πρὸς δήλωσιν γεωγραφικῆς θέσεως, Λέσβος ἄνω.., καὶ Φρυγίη καθύπερθε Ἰλ. Ω. 545· μετὰ γεν., καθύπερθε Χίου, ἄνωθεν, δηλ. πρὸς βορρᾶν τῆς Χίου, Ὀδ. Γ. 170: - παρὰ πεζολόγοις, ἡ χώρη ἡ κατ. Ἡρόδ. 4. 8· ἡ κατ. ὁδὸς 1. 104, κτλ.· τὰ κατύπερθε, ἡ πρὸς τὰ ἄνω χώρα, δηλ. πρὸς τὰ μεσόγαια, τὰ κατ. τῆς λίμνης ὁ αὐτ. 2. 5· τὰ κατ. τῆς θηριώδεος αὐτ. 32· τοῖσι κατ. Ἀσσυρίων οἰκημένοισι 1. 194. 3) ὑπέρτερος, ἐπειρώτεον, τίνα ἂν θεῶν ἰλασάμενοι κατύπερθε τῷ πολέμῳ Τεγεητέων γενοίατο Ἡρόδ. 1. 67· τῶν έχθρῶν κατύπερθε γενέσθαι 8. 60· ὡσαύτως ἐπὶ ὑποθέσεων, οὕτω τε ἐλογίζετο κατύπερθε οἱ τά πρήγματα ἔσεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν ὁ αὐτ. 8. 136· κακοὶ δ’ ἀγαθῶν καθύπερθεν Θέογν. 679· μόχθου καθ., ὑπέρτερος αὐτοῦ, ἀκατάβλητος ὑπ’ αὐτοῦ, Πινδ. Π. 9. 55· ζῴης μοι καθύπερθεν χειρὶ καὶ πλούτῳ τεῶν ἐχθρῶν ὅσον νῦν ὑπόχειρ ναίεις Σοφ.Ἠλ. 1090· ὡσαύτως, κατ. ἤ... Ἡρόδ. 8. 75. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, πρό, μετὰ γεν., ὁ αὐτ. 5. 28. Πρβλ. ἄνω.
French (Bailly abrégé)
c. καθύπερθεν.
English (Slater)
κᾰθῠπερθε prep. c. gen.,
1 above, superior to μόχθου καθύπερθε νεᾶνις ἦτορ ἔχοισα (P. 9.31)
Greek Monolingual
καθύπερθε και πριν από φωνήεν καθύπερθεν, ιων. τ. κατύπερθε (Α)
(ποιητ. επίρρ.)
1. από πάνω προς τα κάτω («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.)
2. πάνω (α. «κατύπερθε «τῶν ὅπλων τοῦ τόνου», Ηρόδ.
β. «καθύπερθε Χίου» — προς Βορράν της Χίου, Ομ. Οδ.)
3. ανώτερος, υπέρτερος («κακοὶ δ' ἀγαθῶν καθύπερθεν», Θέογν.)
4. (για χρόνο) πριν, προηγουμένως («κατύπερθε δὲ τούτων ἐπὶ δύο γενεὰς ἀνδρῶν νουσήσασα», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) - + ὕπερθε(ν) «από πάνω»].
Greek Monotonic
καθύπερθε: ποιητ. πριν από φωνήεν -θεν· Ιων. κατύπερθε· επίρρ.·
I. 1. πάνω από, από κάτω προς τα πάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με γεν., κ. μελαθρόφιν, σε Ομήρ. Οδ.
2. στην κορυφή ή στο επάνω μέρος, επάνω, στο ίδ.· καθ. ἐπιρρέει, επιπλέει στην επιφάνεια, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για να δηλώσει γεωγραφική θέση, Φρυγίη καθύπερθε, στο ίδ.· με γεν., καθύπερθε Χίου, επάνω, άνωθεν, δηλ. βόρεια της Χίου, σε Ομήρ. Οδ.· τὰ κ., η άνω χώρα, δηλ. προς τα μεσόγεια, τὰ κ. τῆς λίμνης, σε Ηρόδ.· καθύπερθε γενέσθαι τινός, κυρίως λέγεται για παλαιστή που πέφτει πάνω στον αντίπαλό του· απ' όπου «έχω το πάνω χέρι», στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, πριν, προγενέστερα, με γεν., στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθύπερθε: (ν), ион. κᾰτύπερθε (ῠ) adv.
1) сверху: λόφος κ. ἔνευεν Hom. сверху (со шлема) помавал султан;
2) сверху, поверх (ἐπιρρέειν Hom.): χλαίνας κ. ἕσασθαι Hom. постлать сверху одеяла;
3) выше, к северу: ἡ κ. Φρυγίη Hom. северная Фригия; ἡ χώρη ἡ κ. Her. страна, лежащая к северу; τὰ κ. θηριώδης ἐστὶ ἡ Λιβύη Her. северная Ливия населена дикими зверями;
4) выше, сильнее: κ. γίνεσθαι Her. быть сильнее или обстоять лучше.
(ν), ион. κᾰτύπερθε praep. cum gen.
1) сверху: κ. μελαθρόφιν Hom. с потолка;
2) выше, севернее, к северу от (κ. Χίου, Ὀρτυγίης κ. Hom.);
3) выше, сильнее: κ. τινος πλούτῳ ζῆν Soph. превосходить кого-л. богатством; κ. τῷ πολέμῳ τινὸς γενέσθαι Her. одолевать кого-л. на войне;
4) ранее, прежде: κ. τούτων Her. до этого.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθ-ύπερθε, Ion. κατύπερθε, voor klinkers -θεν adv. van bovenaf:. εἴ πώς οἱ καθύπερθεν ἀλάλκοιεν βελέεσσιν in de hoop dat zij hem van bovenaf met speren bescherming zouden bieden Il. 22.196. bovenop, overheen:; ἡ μὲν ἔβαλλε... ῥήγεα... καθύπερθε de ene (dienares) legde er kleden overheen Od. 10.353; subst.:; τὰ κ. de hogere streken, het binnenland Hdt. 2.5.1; geogr. boven, noordelijk:. ἡ χώρη ἡ κ. de noordelijke streek Hdt. 4.8.1. van tijd vroeger:. τῶν... καθύπερθέ οἱ προγόνων van zijn voorvaderen van eertijds Hdt. 9.64.2. prep. met gen. ten noorden van:; κ. Χίοιο ten noorden van Chios Od. 3.170; overdr. superieur (aan), met gen.:; καθύπερθεν χερὶ πλούτῳ τε τῶν ἐχθρῶν in kracht en rijkdom superieur aan de vijanden Soph. El. 1090; κ. γενέσθαι iem. overwinnen Hdt. 1.67.2; van tijd voor:. κατύπερθε δὲ τούτων voordien Hdt. 5.28.
Middle Liddell
I. from above, down from above, Hom., etc.:—c. gen., κ. μελαθρόφιν Od.
2. on the top or upper side, above, Od.; καθ. ἐπιρρέει floats atop, Il.:— to denote geographical position, Φρυγίη καθύπερθε Il.; c. gen., καθύπερθε Χίου above, i. e. north of, Chios, Od.; τὰ κ. the upper country, i. e. further inland, τὰ κ. τῆς λίμνης Hdt.; καθύπερθε γενέσθαι τινός, properly, of a wrestler who falls atop of his opponent; hence, to have the upper hand of, Hdt.
II. of Time, before, c. gen., Hdt.