μονάδα
Greek Monolingual
και μονάς, η (ΑΜ μονάς, -άδος, Α ιων. τ. μουνάς)
1. σύνολο που είτε είναι αυτοτελές από τη φύση του είτε θεωρείται κατά συνθήκην ως αυτοτελές
2. (στη χριστιανική διδασκαλία) η Αγία Τριάδα ως μία αδιαίρετη και αδιάσπαστη ενότητα
3. (στην αρχαία φιλοσοφία) το απλό και το αδιαίρετο ον, η ενότητα
4. (αρχ. μετρ.) η βραχεία συλλαβή η οποία λαμβάνεται ως βάση κατά τη σύνθεση τών διαφόρων μέτρων της ελληνικής ποίησης
νεοελλ.
1. (οικον.) βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση ή και τμήμα μεγάλου συγκροτήματος που λειτουργεί αυτοτελώς («θερμοηλεκτρική μονάδα»)
2. το κατώτερο κλιμάκιο ενός Όπλου ή Σώματος τών ενόπλων δυνάμεων το οποίο είναι διοικητικά αυτοτελές
3. (στη φιλοσοφία του Λάιμπνιτς) η απειροελάχιστη ψυχοφυσική οντότητα που αποτελεί την έσχατη πραγματικότητα και είναι μοναδική, άφθαρτη, δυναμική ουσία η οποία διακρίνεται από τις άλλες μονάδες από τον βαθμό της συνείδησής της
4. στον πληθ. οι μονάδες
μετρολ. σαφώς καθορισμένες συμβατικές ποσότητες φυσικών μεγεθών προς τις οποίες συγκρίνονται άλλα ομοειδή μεγέθη (α. «σύστημα μονάδων» β. «θεμελιώδεις μονάδες»)
5. μαθημ. ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός με την επανάληψη του οποίου σχηματίζονται όλοι οι φυσικοί αριθμοί («θετική μονάδα»)
6. φρ. «μικρή μονάδα» — σύνολο ή ομάδα στρατιωτών με ενιαία διοίκηση, όπως είναι λ.χ. το σύνταγμα, το τάγμα ή και ο λόχος
β) «μεγάλη μονάδα» — σύνολο μονάδων από όλα τα όπλα του στρατού ξηράς με επιχειρησιακή αυτοτέλεια, όπως είναι λ.χ. η στρατιά, το σώμα στρατού ή και η μεραρχία
γ) «μονάδα διαπραγματεύσεων»
(στο χρηματιστήριο) όρος ο οποίος χρησιμοποιείται για τον ειδικό χαρακτηρισμό τών συναλλαγών σχετικά με τα αξιόγραφα κατά τη διάρκεια τών εκφωνήσεων
δ) «αρνητική μονάδα»
μαθημ. μονάδα με επανάληψη της οποίας παράγονται οι ακέραιοι αρνητικοί αριθμοί
ε) «φανταστική μονάδα»
μαθημ. μονάδα η οποία είναι ίση με την τετραγωνική ρίζα της αρνητικής μονάδας
στ) «γενικές μονάδες»
στρ. μονάδες τών ενόπλων δυνάμεων οι οποίες δεν ανήκουν σε συγκεκριμένο Όπλο ή Σώμα
ζ) «ειδικές μονάδες» — μονάδες με ειδική σύνθεση, εκπαίδευση και δυνατότητες
μσν.
μικτός κλασματικός αριθμός
αρχ.
1. άνθρωπος μοναχικός, απομονωμένος, μόνος
2. (στην Πυθαγόρεια φιλοσοφία) η φωτιά («κόσμου, οὖ μέσον οἱ Πυθαγορικοί τὸ πῡρ ἱδρῡσθαι νομίζουσι, καὶ τοῦτο Ἑστίαν καλοϋσι καὶ μονάδα», Πλούτ.)
3. πλευρά του κύβου η οποία έχει ένα μόνο στίγμα, ο άσσος του κύβου
4. μέτρο μήκους, ο δάκτυλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόνος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. πεντ-άς)].