χοιράς

Revision as of 12:40, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "d’" to "d'")

English (LSJ)

άδος, ἡ, A like a hog or a hog's back, χ. πέτρα low rock rising just above the sea like a hog's back, Pi.P.10.52, cf. AP9.289 (Bass.) 2 Subst., χ. ἀμυδρά sunken rock, Archil.128, cf. Thgn. 576; opp. σκόπελοι ὀξέες, Hdt.2.29; ἀκταὶ . . χοιράδες τε A.Pers.421; χ. Δηλία the Delian rock, i. e. the rocky isle of Delos, Id.Eu.9; Δήλιοι χ. E.Tr.89; χ. Σηπιάς Id.Andr.1265; χοιράδες, of the Symplegades, Theoc.13.23; αἱ χ. νῆσοι, off Tarentum, Th.7.33. II in plural, scrofulous swellings in the glands of the neck, etc., Hp.Aph.3.26, AP11.333 (Callicter), Plu.Cic.9,26. III sow, PMag.Osl.1.107.

German (Pape)

[Seite 1362] άδος, ἡ, 1) ein mehr od. minder aus dem Meere hervorragender Fels, eine Meerklippe, Scheere, an der man leicht scheitern kann; Theogn. 576; Archil. 98; Aesch. Pers. 413; Her. 2, 29; χοιρὰς πέτρα Pind. P. 10, 52, wie Bass. 5 (IX, 289); εἰναλίη Diod. 4 (IX, 60); von den Symplegaden Theocr. 13, 24; sp. D.; bei Aesch. Eum. 9 ist χοιρὰς Δηλία der Felsenberg Kynthos auf der Insel Delos, wenn nicht die ganze klippenreiche Insel darunter zu verstehen ist; vgl. Eur. Troad. 89. – 2; die angeschwollenen und verhärteten Drüsen am Halse, scrophulae, Hippocr. aphor. 3, 26; auch der Kropf, Sp.; da diese sich besonders bei Schweinen finden, leitete man es von χοῖρος ab, die beste ältere Bdtg scheint aber mit χεράς, χέῤῥος, χέρσος zusammenzuhangen.

Greek (Liddell-Scott)

χοιράς: -άδος, ἡ, ὅμοιος πρὸς χοῖρον ἢ πρὸς τὰ νῶτα χοίρου, χ. πέτραι, χαμηλοὶ βράχοι (μόλις ὑπὲρ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης) ὅμοιοι πρὸς τὰ νῶτα χοίρου (πρβλ. μύρμηξ ΙΙΙ, καὶ τὸ τοῦ Οὐεργιλίου dorsum inimane maris), Πινδ. Π. 10 81, Ἀνθ. Π. 9. 289 - ἐντεῦθενχρῆσις τοῦ χοιράς ὡς οὐσιαστ., χ. ἀμυδρά, βράχος χαμηλός, μόλις φαινόμενος, Ἀρχίλ. 54, πρβλ. Θεόγν. 576· ἀντίθετ. τῷ σκόπελοι ὀξέες, Ἡρόδ. 2. 29· ἀκταὶ .. χοιράδες τε Αἰσχύλ. Πέρσ. 421· οὕτω, χ. Δηλία, ὁ Δήλιος βράχος, δηλ. ἡ βραχώδης νῆσος Δῆλος, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 9· Δήλιοι χοιράδες Εὐρ. Τρῳ. 89· χ. Σηπιὰς ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 126· χοιράδες, αἱ Συμπληγάδες, Θεόκρ. 13. 24· αἱ χοιράδες νῆσοι, ἔξωθεν τοῦ Τάραντος, Θουκ. 7. 33. ΙΙ. ἐν τῳ π ληθ., οἰδήματα τῶν ἀδένων τοῦ λαιμοῦ κλπ., χοιραδικὰ πρήσματα, Λατ. scrophulae, Ἱππ. Ἀφορ. 1248 (ἴδε Foës. Oec.), Ἀνθ. Π. 11. 333, Πλουτ. Κικ. 9 καὶ 26.

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
qui a la forme d'un cochon, particul. d'un dos de cochon;
χοιράς écueil, récif ; d'où
1 île pierreuse et peu élevée;
2 p. anal. αἱ χοιράδες humeurs ou taches à fleur de peau, écrouelles.
Étymologie: χοῖρος.

English (Slater)

χοιρᾰς f. adj.,
   1 like a hog's back ταχὺ δ' ἄγκυραν ἔρεισον χθονὶ πρῴραθε χοιράδος ἄλκαρ πέτρας (i. e. a low reef) (P. 10.52)

Spanish

cerda

Greek Monolingual

-άδος, η, ΝΜΑ
(λόγιος τ.) στον πληθ. οι χοιράδες και αἱ χοιράδες
εξόγκωση και σκλήρυνση τών αδένων του λαιμού («αὐτὸν δὲ τὸν Βατίνιον ἔχοντα χοιράδας ἐν τῷ τραχήλῳ», Πλούτ.)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτή που μοιάζει με χοίρο ή με τα νώτα χοίρου («χοιράδες πέτραι» — χαμηλοί βράχοι που μοιάζουν με τα νώτα χοίρου, Πίνδ.)
2. ως ουσ. βράχος χαμηλός που μόλις φαίνεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, σκόπελος («χοιρὰς Δηλία» — η βραχώδης νήσος Δήλος, Αισχύλ.)
3. μικρός χοίρος, γουρουνάκι
4. θηλυκός χοίρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή της λ. χοιρ-άς στη λ. χοίρος πρέπει να θεωρηθεί βέβαιη, αφού με αυτήν την ετυμολόγηση ερμηνεύονται ικανοποιητικά τόσο οι δύο κύριες σημ. της λ. όσο και το γεγονός ότι η λ. απαντά αρχικά στον πληθ. Συγκεκριμένα, η χρήση του τ. χοιράδες με σημ. «σκόπελοι, πέτρες που εξέχουν από την επιφάνεια της θάλασσας» δικαιολογείται από την ομοιότητα που παρουσιάζουν οι συγκεντρωμένοι αυτοί βράχοι με την εικόνα ενός κοπαδιού χοίρων (ο εν. χοιράς έχει προέλθει υστερογενώς από τον τ. του πληθ.). Επομένως, η σύνδεση της με τον τ. χέραδος «χαλίκι, χοντρή άμμος» ή τον τ. χαρία
βουνός, που προτείνουν ορισμένοι μελετητές, δεν θεωρείται πιθανή. Σε ό,τι αφορά την άλλη σημ. «εξόγκωση, σκλήρυνση τών αδένων του λαιμού», η προέλευση του ον. της ασθένειας από τη λ. χοίρος μπορεί να ερμηνευθεί λόγω του ότι η νόσος προσβάλλει σε μεγάλο βαθμό κυρίως τα ζώα αυτά, ενώ η χρήση του πληθ. αριθμού σε ονομ. ασθενειών είναι γνωστή στην Ελληνική (πρβλ. ραγάδες, χιράδες). Η άποψη ότι η ασθένεια ονομάστηκε έτσι λόγω της ομοιότητας τών εξογκωμάτων αυτών με τις χοιράδες, δηλαδή τους σκοπέλους, θεωρείται λιγότερο πιθανή. Τέλος, ο εν. αριθμός χοιράς χρησιμοποιείται και ως θηλ. του χοῖρος (για την κατάλ. -άς, πρβλ. μοιχ-άς, πολι-άς κ.ά.)].

Greek Monotonic

χοιράς: -άδος, ἡ,
I. αυτή που μοιάζει με χοίρο, χοιράδες πέτραι, βράχοι (που μόλις υψώνονται πάνω από τη θάλασσα), όπως τα νώτα του χοίρου (πρβλ. Βιργίλιου dorsum immane maris), σε Πίνδ., Ανθ.· από όπου, χοιράς ως ουσ., βράχος χαμηλός (βυθισμένος), σε Ηρόδ., Αισχύλ.· ομοίως, χοιρὰς Δηλία, ο Δήλιος βράχος, το βραχώδες νησί της Δήλου, σε Αισχύλ.
II. σε πληθ., οιδήματα των αδένων του λαιμού, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

χοιράς: άδος adj. f выступающая над поверхностью моря (πέτραι Pind., Anth.).
άδος ἡ
1) подводная скала, утес (ἀκταὶ χοιράδες τε Aesch.; σκόπελοι καὶ χοιράδες Her.): ἀφ᾽ οὗ τότε χοιράδες ἔσταν Theocr. с тех пор эти (т. е. Симплегадские) скалы остановились;
2) бугор, опухоль, увеличенная железа: χοιράδων τὸν τράχηλον περίπλεως Plut. с шеей, бугристой от опухших желез.

Middle Liddell

χοιράς, άδος,
I. of a hog, χ. πέτραι rocks (rising just above the sea) like a hog's back (cf. Virgil's dorsum immane maris), Pind., Anth.:—hence χοιράς as substantive, a sunken rock, Hdt., Aesch.; so, χ. Δηλία the Delian rock, the rocky isle of Delos, Aesch.
II. in plural scrofulous swellings in the glands of the neck, Anth.

English (Woodhouse)

reef, ledge of rock, ridge of rock, shelf of rock