τείρω

Revision as of 10:50, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

English (LSJ)

impf. ἔτειρον, found only in pres. and impf. Act. and Pass., and in Aeol. pf. inf. Pass. τέτορθαι Hdn.Gr.2.69:—of the effects of pain, sorrow, etc., on body and mind, oppress, distress, weaken, τείρουσι (sc. ἡμᾶς or σε) μαρνάμενοι Il.6.255, cf. 8.102, 24.489; ἀλλά σε γῆρας τείρει 4.315; βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή 13.251; τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος 16.510; ὀδυνάων αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας 15.61, cf. Od.1.342; ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν Il.5.796; τεῖρε γὰρ αἰνῶς φωκάων . . ὀδμή Od.4.441; μιν ἔτειρεν ἔρος Hes.Fr.105; νιν ἔρως ἔτειρεν Telest.1.6; κακαὶ τ. μέριμναι Mimn.1.7; ἐπεί με . . τύχαι τείρουσ' Ἄτλαντος A.Pr.350; ὀδύνη με τ. E.Rh.799:—Pass., τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ Il.17.376; καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ ib.745; ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ 22.242; τείρετο δ' αἰνῶς she was sore distressed, 5.352; τειρόμενοι, by war, 11.801, cf. 6.387, al.; ἕλκει τειρόμενον Pi.P.1.52; ἄχθεσι τ. Tyrt.6; ἐν . . κακῷ τείρει (2sg. Pass.) ψυχὴν ἐξαπατηθείς Ar.Lys.960; Ἑρμιόνας δούλαν· ἇς ὕπο τειρομένα . . τάκομαι E.Andr.114 (lyr.).--Poet. word, used by Gal.14.632, Ael.NA14.11. (The other tenses are supplied by τέτρυμαι etc. from τρύω (not found before Call. in pres. or impf.), which may be cogn.)

German (Pape)

[Seite 1080] impt. ἔτειρον, nur im praes. u. imperf. act. u. pass. gebräuchlich, reiben, ab-, zerreiben, aufreiben, allmälig zerstören, entkräften, erschöpfen, quälen; zunächst von schmerzlichen, nachtheiligen Einwirkungen auf den Leib, wie vom Alter, ἀλλά σε γῆρας τείρει, Il. 4, 315, wie γῆρας οὔ σε τείρει Anacr. 32, 15; von Wunden, τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος, Il. 16, 510, wie ἕλκει τειρόμενον Pind. P. 1, 52; ἠέ τι βέβληαι, βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκή, Il. 13, 251; vom Kampfe, ἦ μάλα δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν μαρνάμενοι, 6, 255, vgl. 8, 102; ὀδυνάων, αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας, Il. 15, 61; ἱδρὼς γάρ μιν ἔτειρεν, 5, 796. 21, 51; auch vom heftigen Gestank, Od. 4, 441; vom Hunger, 4, 369 u. öfter; θυμὸς τείρεθ' ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ, Iliad. 17, 745; und eben so von dem, was auf die Seele wirkt, ἐμὸς ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ, Il. 22, 242; Od. 2, 71; τειρόμενος, gequält, bedrängt, erschöpft, 5, 324 u. sonst, wie Soph. Phil. 203; Aesch. Suppl. 77; ἐπεί με καὶ κασιγνήτου τ ύχαι τείρουσ' Ἄτλαντος, Prom. 348; ὀδύνη με τείρει, Eur. Rhes. 749; λύπῃ ἐτειρόμην, 425; τείρεσθαι τὴν ψυχήν, Ar. Lys. 960; sp. D., wie in der Anth. oft.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. Act. et Pass.
user en frottant, d'où :
1 user, épuiser, accabler ; Pass. être brisé;
2 presser vivement.
Étymologie: R. Τερ, user en frottant ; cf. τέρην ; lat. tero, tritus, teres, tribula, triticum, etc.

Russian (Dvoretsky)

τείρω:
1 изнурять, терзать, мучить, удручать (τινά Hom., Aesch., Eur.);
2 pass. терзаться, страдать: τ. ὁμοῦ καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Hom. страдать и обливаться потом от усталости; κακῷ τείρεσθαι ψυχήν Arph. страдать душой;
3 теснить (τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τείρω: παρατ. ἔτειρον, εὕρηται μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ. ἐνεργ. καὶ παθ. (Ἐκ τῆς √ΤΕΡ (ἥτις ἐπιτεταμένη εὕρηται ἐν τῷ τρύω, ὃ ἴδε) παράγονται καὶ αἱ λέξεις τέρ ην, τρίβω· ἴσως καὶ αἱ λέξεις τραῦμα, τιτρώσκω· τετραίνω, τρανής, τόρνος, τορὸς (διάτορος), τορεύω, τρῦμα, τρυπάω· πρβλ. Σανσκρ. tar-unas (tener)· Λατιν. ter-o, ter-es· trib-ula, trit-icum· teneb-ra, tru- · Σλαυ. trĕt-i, try-li (terere)· Γοτθ. thair-ko (τρυμαλιά)· Ἀγγλο-Σαξον. thrav-ai (torquere, πρβλ. throe)· ― Ἀρχ. Γερμ. drâj-an (drehen) ― ἐντεῦθεν φαίνεται ὅτι τῆς ῥίζης ταύτης ὑπάρχουσι δύο πρῶται σημασίαι, (1) ἡ τοῦ τρίβω, (2) ἡ τοῦ τρυπῶ). Τρίβω ἢ θλίβω ἰσχυρῶς, μάλιστα ἐπὶ ἄλγους, θλίψεως, ταλαιπωρίας καὶ τῶν τοιούτων τοῦ σώματος καὶ τῆς ψυχῆς, ὅθεν κατατρύχω, ταλαιπωρῶ, βασανίζω, καταπονῶ, καταβάλλω, ἐξαντλῶ, πιέζω, τείρουσιν [ἡμᾶς] μαρνάμενοι Ἰλ. Ζ. 255, πρβλ. Θ. 102., Ω 489· ἀλλά σε γῆρας τείρει Δ. 315· βέλεος δέ σε τείρει ἀκωκὴ Ν. 251· τεῖρε γὰρ αὐτὸν ἕλκος Π. 510· ὀδυνάων αἳ νῦν μιν τείρουσι κατὰ φρένας Ο. 61, πρβλ. Ὀδ. Α. 342· ἱδρὼς γάρ νιν ἔτειρεν Ε. 796· τεῖρε γὰρ αἰνῶς φωκάων... ὀδμὴ Δ. 441· οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, κακαὶ τ. μέριμναι Μίμνερμ. 1. 7· ἐπεί με... τύχαι τείρουσ’ Ἄτλαντος Αἰσχύλ. Πρ. 348· ὀδύνη με τ. Εὐριπ. Ρῆσ. 749. ― Παθ., τείροντο δὲ νηλέϊ χαλκῷ Ἰλ. Ρ. 376 καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ αὐτόθι 745· ἔνδοθι θυμὸς ἐτείρετο πένθεϊ λυγρῷ Χ. 242· τείρετο δ’ αἰνῶς, ἐθλίβετο καθ’ ὑπερβολήν, Ε. 352· τειρόμενοι, διὰ πολέμου, Λ. 801, πρβλ. Ζ. 387, κλπ.· οὕτω παρ’ Ἡσ. ἐν Ἀποσπ. 51, Θεόγν., καὶ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς· τ. ὑπό τινος Εὐρ. Ἀνδρ. 114· ᾖ μάλα δὴ τείρουσι... ὗες Ἀχαιῶν, «τείρουσι, καταπονοῦσι» (Σχόλ.), Ἰλ. Ζ. 255. ― Ποιητ. ῥῆμα ἐν χρήσει παρὰ Λυσί. 123. 25, Αἰλ. π. Ζ. 14. 11, Γαλην. τ. 8, σ. 840. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τείρων· λυπῶν, τιμωρῶν, καταπονῶν».

English (Autenrieth)

(cf. tero), ipf. ἔτειρε, τεῖρε, pass. ipf. (ἐ)τείρετο: wear out or away, only met., weary, exhaust, distress, of age, hunger, troubles, Il. 4.315, Il. 15.61, Od. 1.342; freq. the pass., be worn, hard pressed, afflicted, Il. 6.387.

English (Slater)

τείρω distress, harry ἕλκει τειρόμενον Ποίαντος υἱὸν (P. 1.52) τεῖρε δὲ στερεῶλτ;ςγτ; ἄλλαν μὲν σκέλος, ἄλλαν δὲ πᾶχ[υν] φέροισαν (Herakles beats? the maneating mares of Diomedes) fr. 169. 29.

Greek Monolingual

Α
κατατρύχω, ταλαιπωρώ, βασανίζω (α. «μιν ἔτειρεν ἔρως», Ησίοδ.
β. «ἀλλά σε γήρας τείρει», Ομ. Ιλ.
γ. «ἕλκει τειρόμενον», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. τείρω (< τερ-) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας ter- «τρίβω, διατρυπώ» (πρβλ. λατ. tero), η οποία απαντά και ως μονοσύλλαβη τερ και ως δισύλλαβη τερη- (πρβλ. τι-τρώσκω). Στην ίδια ρίζα ανάγονται και οι τ. τέρην, τέρυς, τέρετρον, τετραίνω, τιτρώσκω, τρίβω, τρύω.

Greek Monotonic

τείρω: (√ΤΕΡ), παρατ. ἔτειρον, μόνο σε ενεστ. και Ενεργ. και Παθ. παρατ.,
I. τρίβω σκληρά· λέγεται για τα αποτελέσματα του πόνου, φθείρω, καταστρέφω, ταλαιπωρώ, βασανίζω, σε Όμηρ., Αισχύλ. — Παθ., τείροντο καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ, σε Ομήρ. Ιλ.· τείρετο δ' αἰνῶς, ήταν απόλυτα θλιμμένη, στο ίδ. κ.λπ.
II. αμτβ., υποφέρω από θλίψη, ἦ μάλα δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν, στο ίδ.

Middle Liddell

τείρω, [Root !τερ] only in pres. and imperf. act. and pass.]
I. to rub hard: of the effects of pain, sorrow, to wear away, wear out, distress, Hom., Aesch.:—Pass., τείροντο καμάτῳ τε καὶ ἱδρῷ Il.; τείρετο δ' αἰνῶς she was sore distressed, Il., etc.
II. intr. to suffer distress, ἦ μάλα δὴ τείρουσι υἷες Ἀχαιῶν Il.

Frisk Etymology German

τείρω: {teírō}
Forms: nur Präs. und Ipf. (äol. Inf. Perf. τέτορθαι Hdn. Gr.)
Grammar: v.
Meaning: aufreiben, erschöpfen, entkräften, quälen (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Hochstufiges Jotpräsens (Schwyzer 715), Ausläufer der großen, u.a. auch in τέρην, τέρυς, τετραίνω, τιτρώσκω, τρύω, τρίβω (s. dd.) vorliegenden Sippe. Nach Specht KZ 66, 212, Ursprung 127 gehört ι zur Wurzel (*τεριω) und findet sich in lat. trī- (und τρίβω) wieder. Zum Ablaut noch Ammer Sprache 2, 204.
Page 2,865

Mantoulidis Etymological

(=τρίβω, βασανίζω, ταλαιπωρῶ). Ἀπό ρίζα τερ-. Θέμα τερ+j+ω → τέρρω → τείρω. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: τεράμων (=πού μαλακώνει μέ τό βράσιμο), τέρετρον (=τρυπάνι), τερηδώνονος (=σκουλήκι, χάλασμα τῶν δοντιῶν), τέρην (=μαλακός, λεῖος), τετραίνω (=τρυπῶ), τιτρώσκω (=πληγώνω), τόρνος, τορός (=διαπεραστικός), διάτορος, τορεύω (=τρυπῶ), τρανής (=καθαρός), τραῦμα, τρίβω, τρύω (=καταστρέφω), τρῦμα, τρυπάω, τρυμαλιά καί τρυμαλῖτις (=ὀπή).