ὠμηστής
English (LSJ)
οῦ, Dor. ὠμηστάς, ὁ, (ὠμός, ἔδω) A eating raw flesh, οἰωνοί Il.11.454; κύνες 22.67, S.Ant.697; ἰχθύες Il.24.82; Κέρβερος Hes.Th.311; λέων B.12.46, Orac. ap. Hdt. 5.92.β, A.Ag.827 (as a noun, of a lion, AP6.237 (Antist.)); αἰετός A.R.2.1259; ὄφις (sc. Ἔχιδνα) ὠμηστής Hes.Th.300; epithet of Dionysus, = ὠμάδιος 1, AP9.524.25, cf. Plu.2.462b (of ἄκρατος). Adv. ὠμηστί Zonar. 2 savage, brutal, ὠμηστής καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.24.207, cf. Plu. Ant.24. (Aristarch. pronounced it ὠμησταί like ἀθληταί; Tyrannio ὠμῆσται like κομῆται, Sch.Il.22.67.)
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 qui mange de la chair crue ; carnassier, féroce ; ὁ ὠμηστής, la bête féroce;
2 p. ext. en parl. de pers. cruel, inhumain.
Étymologie: ὠμός, ἔδω.
German (Pape)
ὁ, rohes Fleisch fressend; οἰωνοί, κύνες, ἰχθύες, Il. 11.454, 22.67, 24.82; Κέρβερος Hes. Th. 311; auch mit einem fem. vrbdn, ἔχιδνα 300; κύνες Soph. Ant. 693; λέων Orac. bei Her. 5.92.2, wie Aesch. Ag. 801; und absolut für λέων, Antistius 1 (VI.237); λύκος, θῆρες, Lycophr. 871, 955; αἰετός Ap.Rh. 3.852; dah. überhaupt der grausame, unmenschliche, ἀνήρ Il. 24.207; auch Bacchus heißt so in einem Hymn. (IX.524); vgl. ὠμάδιος und Plut. coh. ira 13, Them. 13.
Russian (Dvoretsky)
ὠμηστής: οῦ adj. m, редко f ὠμός
1 питающийся сырым мясом (οἰωνοί, ἰχθύες Hom.; Κέρβερος, Ἔχιδνα Hes.; λέων Her., Aesch.): Ὠμηστῇ Διονύσῳ καθιερωθῆναι Plut. быть заколотым в жертву Дионису Сыроядному;
2 кровожадный (ἀνήρ Hom.).
οῦ ὁ хищный зверь Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὠμηστής: -οῦ, ὁ, (ὠμός, ἐσθίω) ὁ ἐσθίων ὠμὰ κρέατα, ὠμοβόρος, ὠμοφάγος, οἰωνοὶ Ἰλ. Λ. 454· κύνες Χ. 67, Σοφ. Ἀντιγ. 697· ἰχθύες Ἰλ. Ω. 82· Κέρβερος Ἡσ. Θεογ. 311· λέων Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 5. 92, 2, Αἰσχύλ. Ἀγ. 827 (ἐντεῦθεν ὠμηστὴς ἀπολ. ἀντὶ λέων, Ἀνθ. Παλ. 6. 237)· αἰετὸς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1259· ὡσαύτως μετὰ θηλ. οὐσιαστ., Ἔχιδνα ὠμηστὴς Ἡσ. Θεογ. 300· ὡς ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, = ὠμάδιος, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, Πλούτ. 2. 462Β· ― ὡς σημεῖον ἀγριότητος, θηριωδίας, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνὴρ Ἰλ. Ω. 207, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 24. ― Πρβλ. ὠμοβόρος, ὠμοβρώς, ὠμοφάγος. (Ὁ Ἀρίσταρχ. ἔγραψεν ὠμηστής, κατὰ τὸ ἀθλητής, ὀρχηστής· ὁ δὲ Τυραννίων ὠμήστης, κατὰ τὸ κομήτης, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Χ. 67).
Spanish
English (Autenrieth)
(ὠμός, ἔδω): eating raw flesh, of animals; hence, cruel, savage, of men, Il. 24.207.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α
1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ' ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος
αρχ.
1. (ως προσωνυμία του Διονύσου και του Πανός) αυτός προς τιμήν του οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς Διόνυσος», Ανθ. Παλ.)
2. χρησιμοποιείται αντί της λ. λέων («ὠμηστὰν δ' ἔτραπε φυζαλέον φθόγγον ὑποδείσαντα πελώριον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -ησ-της, αντί ὠμοεδ-της (< ἔδω «τρώω», με έκταση λόγω συνθέσεως και συριστικοποίηση του οδοντικού -δ- πριν από -τ-), πρβλ. ἀλφ-ηστής].
Greek Monotonic
ὠμηστής: Δωρ. —τάς,-οῦ, ὁ (ὠμός, ἐσθίω), αυτός που τρώει ωμό κρέας, ωμοφάγος, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· με θηλ. ουσ., Ἔχιδνα ὠμηστής, σε Ησίοδ.· χρησιμοποιείται ως ένδειξη αγριότητας, θηριωδίας, ὠμηστὴς καὶ ἄπιστος ἀνήρ, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
ὠμ-ηστής, οῦ, ὁ, ὠμός, ἐσθίω
eating raw flesh, Il., Aesch., Soph., etc.; with a fem., Ἔχιδνα ὠμηστής Hes.:—as a mark of savageness, brutality, ὠμ. καὶ ἄπιστος ἀνήρ Il.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ὠμοφάγος, ἄγριος). Ἀπό τό ὠμός + ἐσθίω, ὅπου δές γιά περισσότερα, καθώς καί στή λέξη ὠμός.
Translations
bloodthirsty
Belarusian: крыважэ́рны; Bulgarian: кръвожаден; Catalan: sanguinari; Chinese Mandarin: 嗜血; Czech: krvelačný, krvežíznivý; Danish: blodtørstig; Dutch: bloeddorstig, bloeddorstige; Esperanto: murdema, sangavida, sangosoifanta; Finnish: verenhimoinen; French: sanguinaire; Galician: sanguinario; German: blutrünstig, blutdürstig; Greek: αιμοβόρος, αιμοβόρικος, μοβόρικος, μοβόρος, αιμοσταγής, αιμοχαρής, αιματοβόρος; Ancient Greek: αἱματοπώτης, αἱματοπῶτις, αἱματορρόφος, αἱματοχαρής, αἱμηπότης, αἱμοβόρος, αἱμόδιψος, αἱμοπότης, αἱμοπότις, αἱμοχαρής, δαφοινήεις, δαφοινός, εἰαροπότης, ἐναιμής, ἠεροπότης, ὠμηστής; Gujarati: લોહીતરસ્યું; Hungarian: vérszomjas; Icelandic: morðóður, blóðþyrstur; Ido: sango-durstanta, sango-amanta, kruela; Indonesian: haus darah; Italian: sanguinario; Japanese: 血に飢える; Latin: sanguinans, sanguineus, cruentus; Macedonian: крволочен, крвожеден; Norwegian Bokmål: blodtørstig; Nynorsk: blodtørstig; Old English: blōdiġ, blōdrēow; Polish: krwiożerczy, żądny krwi; Portuguese: encarniçado, encarniçada, sanguinário, sanguinária, sanguinolento, sanguinolenta; Russian: свирепый, кровожадный; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏волочан, крвожедан; Roman: krvoločan, krvožedan; Slovak: krvilačný; Slovene: krvoločen; Spanish: sanguinario; Swedish: blodtörstig; Turkish: hunhar, kana susamış; Ukrainian: кровожерливий