ὑπεξαιρέω

Revision as of 18:50, 16 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

A take away from below or gradually, αἷμ' ὑ. τῶν κτανόντων drain away their blood, S.El.1420 (lyr.); ἀντλεῖν καὶ ὑ. τὴν θάλατταν Plu.2.127c: Medic., βραχύ τι προστίθει ἢ ὑπεξαίρει take away (from the dose), Alex.Trall.Febr.7.
2 make away with, destroy secretly or gradually, τινας Pl.R. 567b; ὄλβον δωμάτων -ελών E.Hipp.633; ὑ. τινὶ τὰ δεινά set him quit of all danger, Th.4.83; κεἰ μὲν φοβεῖται τοὐπίκλημ' ὑπεξελεῖν (-ελὼν codd.), αὐτὸς καθ' αὑτοῦ [σημαινέτω] and even if he fears [thus] to do away with the accusation, let him give evidence himself against himself, S.OT227 (other explanations are given in Jebb's commentary):—Pass., to be made away with, ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρεθῆναι Th.8.70; τούτων ὑπεξαραιρημένων these being out of the question, Hdt.7.8.γ.
II Med., take out privily for oneself, steal away, ὑπὲκ μήλων αἱρεύμενοι (sc. ἄρνας, ἐρίφους) Il.16.353; steal, τὴν τιμὴν τοῦ σίτου Ph.2.71.
b remove for one's own advantage, γεωργὸς.. τὴν ἀλλοτρίαν ὑπεξελόμενος ὕλην τότε σπείρει Sor.1.40.
2 put aside, except, exclude, τὴν πρώτην ἡμέραν Ph.1.3; κατηγορήσειν ἕνα.. ὑπεξελόμενος δι' οἰκειότητα Plu.Cat.Mi.21; τὰ δόγματα Arr.Epict.4.7.35; exempt, τινὰ τῆς ὕβρεως Ph.2.328; οὐδεμίαν ὑ. πρόφασιν making no exception, Theopomp. Hist.118: hence in Rhet., Alex.Fig.1.7 (and in Act., Zonae. Fig.5p.162S.).
3 remove, Pl.Tht.151c; τὸ ἄλγημα Sch.Epicur. Sent.29:—Pass., Diog.Oen.29.
4 reserve, put aside in safety, ἰδίων τι κτημάτων D.19.78:—Pass., χῶραι ὑπεξειρημέναι (sic) reserved, IG7.413.20, al. (Oropus, i B.C.); to be excluded, excepted, Gal.16.528, PLond.5.1708.159 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1187] (s. αἱρέω), unten od. heimlich herausnehmen, auch heimlich aus dem Wege räumen, Plat. Rep. VIII, 567 b; vgl. Soph. El. 1410; ἀπέκτειναν οὐ πολλούς, οἳ ἐδόκουν ἐπιτήδειοι εἶναι ὑπεξαιρεθῆναι Thuc. 8, 70; übh. bei Seite schaffen, beseitigen, τουτέων ὑπεξαραιρημένων Her. 7, 8, 3; τοὐπίκλημ' ὑπεξελὼν αὐτός Soph. O. R. 227; ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών Eur. Hipp. 633; τὰ δεινά τινι, Thuc. 4, 83. – Med. heimlich für sich herausnehmen, entnehmen, auch davon abziehen, abrechnen; ἐὰν ὑπεξαιρῶμαι καὶ ἀποβάλλω Plat. Theaet. 151 c; τῶν ἰδίων κτημάτων ὑπεξαιρούμενοι Dem. 19, 78; ἀλγηδόνα τοῦ σώματος Plut. Symp. prooem.

French (Bailly abrégé)

ὑπεξαιρῶ :
f. ὑπεξαιρήσω, ao.2 ὑπεξεῖλον, etc.
I. ôter doucement, d'où
1 mettre de côté, écarter, éloigner;
2 écarter, excepter;
3 supprimer, détruire;
II. tirer peu à peu, épuiser : αἷμα τῶν κτανόντων SOPH faire couler le sang des meurtriers;
Moy. ὑπεξαιρέομαι, ὑπεξαιροῦμαι excepter, exclure.
Étymologie: ὑπό, ἐξαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεξαιρέω: (aor. 2 ὑπεξεῖλον)
1 убирать, удалять, устранять: ὑ. αἷμά τινος Soph. высасывать чью-л. кровь; ὑ. τὴν θάλατταν Plut. выкачивать морскую течь; ὑ. τινα убивать кого-л. (ср. 3); τούτων ὑπεξαραιρημένων Her. когда мы разделаемся с ними; ὑπεξελεῖν τινι τὰ δεινά Thuc. избавить кого-л. от опасений; ἀλγηδόνα τοῦ σώματος ὑπεξαιρεῖσθαι Plut. освободиться от физического страдания; ὄλβον δωμάτων ὑπεξελών Eur. истощив (все) свое состояние; ὑπεξελεῖν τὸ ἐπίκλημα καθ᾽ αὑτοῦ Soph. искупить добровольно свою вину, по по друг. самому возвести на себя обвинение;
2 исключать, делать изъятие: οὐ γονεῖς ὑπεξελόμενος Plut. не делая исключения (даже) для родителей; οἱ ὑπεξῃρημένοι Plut. отобранные;
3 избавлять от гибели, спасать (δύο τῶν ἀπὸ γένους ὑπεξελέσθαι Plut.; τῶν ἰδίων τι κτημάτων ὑπεξαιρεῖσθαι Dem.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεξαιρέω: ἀφαιρῶ κάτωθεν ἢ κατὰ μικρόν, παλίρρυτον γὰρ αἷμ’ ὑπεξαιροῦσι τῶν κτανόντων οἱ πάλαι θανόντες Σοφ. Ἠλ. 1420. ἀντλεῖν καὶ ὑπ. τὴν θάλατταν Πλούτ. 2. 127C. 2) αἴρω ἐκ τοῦ μέσου, καταστρέφω κρυφίως ἢ κατ’ ὀλίγον, τὸν τύραννον Πλάτ. Πολ. 567Β· ὄλβον δωμάτων Εὐρ. Ἱππ. 633. ὑπ. τινι τὰ δεινά, ἀπαλλάττω τινὰ πάντων τῶν δεινῶν, τῶν κινδύνων, Θουκ. 4. 83· - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 227, κεἰ μὲν φοβεῖται, τοὐπίκλημ’ ὑπεξελών, αὐτὸς καθ’ αὑτοῦ, ἡ πιθανωτάτη ἑρμηνεία εἶναι νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ ῥῆμα σημαινέτω, - καὶ ἂν ἔτι φοβῆται, ἀφ’ οὗ οὕτως ἐξαλείψῃ τὴν κατηγορίαν, ἂς φέρῃ μαρτυρίαν ὁ ἴδιος ἐναντίον ἑαυτοῦ. - Παθ., ἐξαφανίζομαι, ἐπιτήδειοι ὑπεξαιρηθῆναι Θουκ. 8. 70· τουτέων ὑπεξαραιρημένων, ἀφ’ οὗ ταῦτα εἶναι ἔξω τοῦ ζητήματος, Ἡρόδ. 7. 8, 3. ΙΙ. Μέσ., λαμβάνω κρυφίως δι’ ἐμαυτόν, σφετερίζομαι, κλέπτω, ὑπὲκ μήλων αἱρεύμεναι (ἐξυπακ. ἄρνας καὶ ἐρίφους) Ἰλ. Π. 353. 2) θέτω κατὰ μέρος, ἐξαιρῶ, ἀποκλείω, Πλάτ. Θεαίτ. 151C κατηγορήσειν..., ἕνα ὑπεξελόμενος δι’ οἰκειότητα Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 21· ὑπ. πρόφασιν, κάμνω ἐξαίρεσιν, δηλ. παραδέχομαι, Θεοπόμπ. Ἱστ. 133· ἐντεῦθεν ἐν τῇ Ρητορικῇ, πραγματεύομαί τι ὡς ἐξαιρετικὸν καὶ ἰδιαίτερον, προτάσσω, Ρήτορες (Walz) τ. 8, σ. 437, (καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., αὐτόθι 675, 699). 3) διατηρῶ, βάλλω κατὰ μέρος, ἐξασφαλίζω, ἰδίων τι κτημάτων Δημ. 365. 27.

Greek Monotonic

ὑπεξαιρέω: μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -εξεῖλον,
I. 1. παίρνω, αφαιρώ, μειώνω από κάτω, αἷμα ὑπεξαιρέω, αποστραγγίζω, απομυζώ το αίμα, σε Σοφ.
2. εξαφανίζω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση, καταστρέφω σταδιακά, σε Ευρ.· τοὐπίκλημ' ὑπεξελεῖν, αφού εξαλείψει, ξεφορτωθεί, απαλλαχτεί της κατηγορίας, σε Σοφ. — Παθ., σε Ηρόδ., Θουκ.
II. 1. Μέσ., βγάζω κρυφά, παίρνω κρυφά για τον εαυτό μου, σφετερίζομαι, κλέβω, σε Ομήρ. Ιλ.
2. βάζω κατά μέρος, εξαιρώ, αποκλείω, σε Πλάτ., Δημ.

Middle Liddell

fut. ήσω aor2 -έξεῖλον
I. to take away from below, αἷμα ὑπ. to drain away blood, Soph.
2. to make away with, to destroy gradually, Eur.; τοὐπίκλημ' ὑπεξελών having done away with the charge, Soph.:—Pass., Hdt., Thuc.
II. Mid. to take out privily for oneself, steal away, Il.
2. to put aside, except, exclude, Plat., Dem.