βλέφαρον
English (LSJ)
Dor. γλέφαρον, τό:—mostly in plural βλέφαρα (as always in Hom.),
A eyelids, βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας Od.9.389, al.; of sleep, φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας 5.493; ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιϊν (dual) Il.10.187; ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν Od.20.54, al.; παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα Pi.P.9.24; γλεφάρων ἁδὺ κλάϊστρον ib.1.8; βλέφαρα κέκλῃται S.Fr.711; β. συμβαλεῖν, κοιμᾶν ὕπνῳ, A.Ag.15, Th. 3; of weeping, δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490, cf. 23.33; of death, λύειν βλέφαρα S.Ant.1302: in Prose, Antipho Soph. 81a, Pl. Ti.45d, PPetr.3p.23 (iii B. C.): rarely in sg., E., Or.302; β. τὸ ἄνω καὶ κάτω Arist.HA491b19, cf. PA657b14.
II in plural, eyes, βλεφάρων κυανεάων Hes.Sc.7 (where the fem. Adj. points to a nom. ἡ βλέφαρος); freq. in Trag., σκοτώσω β. καὶ δεδορκότα S.Aj.85, cf. Tr. 107 (lyr.): in sg., of the sun, ἁμέρας βλέφαρον Id.Ant.104 (lyr.); of the curtain of darkness at nightfall, νυκτὸς ἀφεγγὲς βλέφαρον E.Ph.543.
Spanish (DGE)
(βλέφᾰρον) -ου, τό
• Alolema(s): γλέφᾰρον Alcm.3.7, Pi.P.1.8, 9.24
1 frec. plu. párpado οἱ βλέφαρ' ... εὗσεν ἀϋτμή la llamarada le quemó los párpados, Od.9.389, θάνατος ... ἐπὶ βλεφάροις ἕζετο Thgn.208, ὅσα ... τῶν ῥευμάτων ... ἑλκοῖ ... βλέφαρα Hp.VM 19, cf. Prog.2, ὀφθαλμοῦ δεξιοῦ τὸ ἄνω β. Antipho Soph.B 81a, βλεφάροις αὐτὴν θυρῶσαι (τὴν ὄψιν) X.Mem.1.4.6, cf. Cyn.5.11, τῶν βλεφάρων φύσις Pl.Ti.45d, παραλείφειν τὰ βλέφαρα Ar.Ec.406, cf. Arist.PA 657a35, 657b32, ἀνοιχθέντων τῶν βλεφάρων Gal.5.615, cf. 17(2).214, ἄχνη <ἐμ>πίπτουσα τοῖς βλεφάροις Plu.2.659c, ὀφθαλμοὺς καὶ βλέφαρα Origenes Io.13.22, cf. anón. medic. en PTeb.273.13, PSI 1180.100, M.Ant.2.1, Dion.Ar.CH 15.3, βλεφάρων ξυνοχήν Colluth.74
•tb. en sg. τὸ β. τὸ ἕτερον Hp.Acut.(Sp.) 26, β. ἀριστερόν PPetr.3.12.20 (III d.C.), εἰ κλεισθείη ... τὸ β. Gal.5.615
•poét. como sede del sueño φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας Od.5.493, cf. 20.86, ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν Od.20.54, ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιιν ὀλώλει Il.10.187, ὕπνον ἀπὸ γλεφάρων σκεδασεῖ γλυκύν Alcm.l.c., οἱ ὕπνος πῖπτεν ἐπὶ βλεφάροις Hes.Fr.294.4, γλεφάρων ἁδὺ κλάϊθρον Pi.P.1.8, cf. 9.4, βλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ A.A.15, cf. Th.3, βλέφαρα κέκλῃται S.Fr.711
•del amor τῶν καὶ ἀπὸ βλεφάρων ἔρος εἴβετο δερκομενάων (Χάριτες) Hes.Th.910, cf. Ibyc.6.2
•de las lágrimas δάκρυ χαμαὶ βάλεν ἐκ βλεφάροιϊν Od.17.490, βλεφάρων δ' ἀπὸ δάκρυον ἧκε Od.23.33, τέγξαι βλέφαρον B.5.157
•de la muerte λύει κελαινὰ βλέφαρα S.Ant.1302.
2 poét. para representar el conjunto del ojo βλεφάρων τ' ἀπὸ κυανεάων Hes.Sc.7, ἵλεῳ ... δέκτο βλεφάρῳ B.11.17, σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα S.Ai.85, εἰ ... κᾆτ' ἔχοντες ὀξίδας ῥαίνοιεν εἰς τὰ βλέφαρα τῶν ἐναντίων y si... armados de vinajeras rociaran los ojos de los enemigos Ar.Ra.1441
•en sg. ἁμέρας β. del sol, S.Ant.104, νυκτός τ' ἀφεγγὲς β. párpado sombrío de la noche, e.d. luna E.Ph.543.
3 lat. Chariton blepharon n. de un tipo de coral Plin.HN 13.142
•Aphrodites blepharon variedad de amatista Plin.HN 1.37.
• Etimología: Etim. dud. Quizá deriv. de un tema neutr. βλέφαρ- de βλέπω c. aspirada expresiva.
German (Pape)
[Seite 449] τό (βλέπω), 1) Augenlid, gew. im plur., Hom. oft, z. B. Odyss. 2, 398 ἐπεί σφισιν ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, 20, 54 καί ῥά οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν, 5, 493 ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦ', ἵνα μιν παύσειε καμάτοιο, φίλα βλέφαρ' ἀμφικαλύψας, Iliad. 14, 165 τῷ δ' ὕπνον χεύῃ ἐπὶ βλεφάροισιν ἰδὲ φρεσὶ πευκαλίμῃσιν, 17, 438 δάκρυα δέ σφινθερμὰ κατὰ βλεφάρων χαμάδις ῥέε, Odyss. 23, 33 βλεφάρων δ' ἀπὸ δάκρυονἧκεν; dual. βλεφάροιιν Iliad. 10, 187 Odyss. 17, 490; – βλέφαρα κοιμῶν ὕπνῳ Aesch. Ag. 15; συμβαλεῖν ὕπνῳ Spt. 3; ἄϋπνον βλέφαρον Eur. Or. 302. Seltener in Prosa, Plat. Tim. 45 d. – 2) übertr., das Auge, Hes. Sc. 7, wo aber der Zusatz κυανεάων, den die alten Gramm. als ion. für κυανέων erkl., auf eine Form βλεφάρη hindeutet; βλέφαρα λύειν, die Augen brechen, sterben, Soph. Ant. 1301; die Sonne heißt ἁμέρας βλ. ibd. 104; vgl. Eur. Phoen. 546.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 paupière (d'ord. au plur. ou au duel), cils;
2 p. ext. τὰ βλέφαρα les yeux ; en ce sens, au sg. ἁμέρας βλέφαρον SOPH l'œil du jour, càd le soleil.
Étymologie: βλέπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλέφαρον -ου, τό, Dor. γλέφαρον [~ βλέπω meestal plur., ooglid:; οἱ ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν zij goot hem slaap over zijn oogleden Od. 20.54; γλεφάρων ἁδὺ κλάιτρον zoete kluister op zijn oogleden Pind. P. 1.8; poët. oog:; σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα ik zal zijn ogen verduisteren al zien ze nog zo goed Soph. Ai. 85; overdr.. ὦ χρυσέας ἁμέρας βλέφαρον (tot de zon) oog van de gulden dag Soph. Ant. 104; νυκτός τ’ ἀφεγγὲς βλέφαρον lichtloos oog van de nacht Eur. Phoen. 543.
Russian (Dvoretsky)
βλέφᾰρον: дор. γλέφᾰρον τό, Hes. ἡ
1 Hom., Pind., Trag., Plat., Arst., Plut. = βλεφαρίς;
2 поэт. око, глаз Hes.: ἁμέρας β. Soph. = ἥλιος; νυκτὸς β. Eur. = σελήνη.
Greek Monolingual
το (AM βλέφαρον)
κινητό κάλυμμα του ματιού που προφυλάσσει το ματόφυλλο
μσν.- νεοελλ.
η έκφραση των ματιών
νεοελλ..1. το μέτωπο
αρχ.
βλέφαρα
τα μάτια
2. φρ. α) «ἁμέρας βλέφαρον» — ήλιος
β) «νυκτὸς βλέφαρον» — η νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική, που στην αρχαία εποχή μαρτυρείται συχνότερα στον πληθ., σπανιότερα δε στον ενικό. Παράλληλα προς τον τ. βλέφαρον απαντά και το γλέφαρον (Πινδ.) (πρβλ. τα σύνθετα ιανογλέφαρος, ιογλέφαρος), γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση ερμηνείας της εναλλαγής των στοιχείων -β- και -γ- με την ανομοιωτική αποβολή του χειλικού στοιχείου w(β) ενός αρχικού χειλοϋπερωικού φθόγγου g- w (πρβλ. βλέπω: ποτιγλέποι). Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Έχει υποτεθεί ότι τα βλέφαρον και βλέπω δυνατόν να αποτελούν τύπους κοινής προελεύσεως, το δε βλέφαρον ερμηνεύεται ως παράγωγο ενός ουδετέρου βλέφαρ < βλέπω, με δασύτητα που οφείλεται στη δήλωση εκφραστικότητας. Τέλος, κατ' άλλους, πρόκειται για όρους διαφορετικής αρχής που συσχετίστηκαν εκ των υστέρων παρετυμολογικά (πρβλ. την ποιητική χρήση βλέφαρα «μάτια»)
το αρχικό β- στην περίπτωση αυτή θα οφείλεται σε αναλογική επίδραση του βλέπω.
ΠΑΡ. βλεφαρίδα (-ρίς), βλεφαρικός, βλεφαρίτιδα (-ρίτις)
αρχ.
βλεφαρίζω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. βλεφαροεπιπεφυκίτιδα, βλεφαροπλαστική, βλεφαροπληγία, βλεφαρόπτωση, βλεφαροσπασμός. (Β' συνθετικό) αβλέφαρος, καλλιβλέφαρος
αρχ.
αγανοβλέφαρος, αστροβλέφαρος, ελικοβλέφαρος, ερατοβλέφαρος, ευβλέφαρος, ιανογλέφαρος, ιοβλέφαρος, ιογλέφαρος, κυανοβλέφαρος, πολυβλέφαρος, σοβαροβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος, χιονοβλέφαρος
νεοελλ.
χρυσοβλέφαρος].
Frisk Etymological English
See also: s. βλέπω
Middle Liddell
βλέπω γλέφαρον is variously listed as Doric and Aeolic.]
I. mostly in plural the eyelids, Hom.
II. the eyes, Trag.: ἁμέρας βλέφαρον, νυκτὸς βλέφαρον, i. e. the sun, the moon, Soph., Eur.
English (Autenrieth)
eyelid, only dual and pl.
Greek Monotonic
βλέφᾰρον: Δωρ. γλέφαρον, τό (βλέπω),
I. συχνότερα στον πληθ., τα βλέφαρα, τα «ματόκλαδα», σε Όμηρ.
II. τα μάτια, σε Τραγ.· ἁμέρας βλέφαρον, νυκτὸς βλέφαρον, δηλ. αντίστοιχα· ήλιος, φεγγάρι, σε Σοφ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
βλέφᾰρον: Δωρ. γλέφαρον (ἴδε Β β ΙΙΙ. 1), τό, (βλέπω) τὸ πλεῖστον πληθ. (ὡς ἀείποτε παρ' Ὁμ.)· = τῶν ὀφθαλμῶν τὰ καλύμματα, βλέφαρ' ἀμφὶ καὶ ὀφρύας Ὀδ. Ι. 389· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ὕπνου, φίλα βλέφαρ᾿ ἀμφικαλύψας 5. 493· ὕπνος ἀπὸ βλεφάροιϊν (δυϊκὸν) Ἰλ. Κ. 187· ὕπνον ἐπὶ βλεφάροισιν ἔχευεν Ὀδ.
Frisk Etymology German
βλέφαρον: -α
{blépharon}
Grammar: n. gewöhnl. pl.
Meaning: Augenlider, poet. auch Augen (seit Il.).
Derivative: Davon βλεφαρίδες f. pl. (selten sg.) Augenwimpern, auch Augenlider (Ar., X., Arist.); im selben Sinn βλεφαρίτιδες τρίχες (Paul. Aeg.; vgl. Redard Les noms grecs en -της 105); βλεφαρικός auf die Augenlider bezüglich (Cael. Aur.); βλεφαρίζω blinzeln (Sch.).
Etymology: Wie neben βλέπω γλέπω, so auch neben βλέφαρον γλέφαρον (Pi., Alkm.). Ursprüngliche Verwandtschaft mit βλέπω ist nicht glaubhaft, aber wahrscheinlich wurde es im Zusammenhang mit der Bedeutungsverschiebung zu Augen damit assoziiert, wobei auch der Anlaut nach βλέπω umgebildet werden konnte (Brugmann Grundr.1 2, 1157 A. 1). — Unwahrscheinliche Etymologien sind bei Bq notiert.
Page 1,243-244
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό βλέπω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.