αὐτάρκης

Revision as of 06:48, 20 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")

English (LSJ)

αὐτάρκες, (ἀρκέω)
A self-sufficient, sufficient in oneself, self-supporting, independent of others, ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔ. ἐστιν Hdt.1.32; αὐ. εἰς πάντα Pl.Plt. 271d; εἰς εὐδαιμονίαν, of ἀρετή, Zeno Stoic.1.46; οὐκ αὐ. ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεής Pl.R. 369b; ὁ σοφὸς αὐταρκέστατος Arist.EN1177b1, cf. Epicur.Sent.Vat.45; αὐτάρκη φρονεῖν E.Fr.29; νηδὺς αὐ. τέκνων helping itself, acting instinctively, A.Ch.757; αὐτάρκης βοή = a self-reliant shout, S.OC1057 (s. v.l.); πόλις αὐ. θέσιν κειμένη Th.1.37, cf. 2.36 (Sup.); οἰκία αὐταρκέστερον ἑνός, πόλις δ' οἰκίας Arist.Pol.1261b11; τὸ τέλειον ἀγαθὸν αὔ. εἶναι δοκεῖ Id.EN1097b8; σῶμα αὐτάρκες πρός τι = strong enough for a thing, Th.2.51, cf. X.Mem.4.8.11: c. inf., able of oneself to do a thing, εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματα ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν κτλ. D 3.14, cf. X.Cyr.4.3.4. Adv. αὐτάρκως = sufficiently, ἔχειν Arist.Rh.1362a27: Sup. αὐταρκέστατα, ζῆν X.Mem.1.2.14.
II sufficient in quantity, ἀργύριον αὔ. εἰς σιτωνίαν Ph.2.69; ὕδωρ αὔ. τοῖς ποιμνίοις J.AJ2.11.2, cf. PLond.3. 1166.6 (i A.D.), POxy.729.19 (ii A.D.); ὄξους τὸ αὐταρκέστατον Gal.13.1046. Adv. αὐτάρκως = sufficiently, BGU665.18 (i A.D.), Plot.3.3.3, Theol.Ar.45.

Spanish (DGE)

-ες
I 1que no necesita de otro, que se basta a sí mismo φύσις Democr.B 176, αὐ. ... βοή un combate decisivo S.OC 1057, γίγνεται τοίνυν ... πόλις ... ἐπειδὴ τυγχάνει ἡμῶν ἕκαστος οὐκ αὐ., ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεής Pl.R.369b, ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔταρκές ἐστιν Hdt.1.32, cf. Plu.2.461c, ἡ πόλις ... αὐτάρκη θέσιν κειμένη Th.1.37, cf. 2.36, οἰκία μὲν γὰρ αὐταρκέστερον ἑνός, πόλις δ' οἰκίας Arist.Pol.1261b11, ὁ κόσμος Chrysipp.Stoic.2.186, δυνάμεις ... αὐτάρκεις cualidades suficientes en sí mismas D.19.340, ταύτην αὐτάρκη καλοῦμεν ref. a un tipo de almagre que no necesita mezclarse, Thphr.Lap.53
que se basta a sí mismo para c. dat. αὐ. δὲ καὶ ταῖς λοιπαῖς ἐστι ταῖς πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευαῖς Plb.5.55.8, c. πρός y ac. πρὸς τὴν ἐλευθερίαν τηρεῖν αὐ. ἐστιν ἡ Λυκούργου νομοθεσία Plb.6.50.1
de pers. suficiente en sí mismo ὁ σοφὸς ... αὐταρκέστατος Arist.EN 1177b1, cf. Epicur.Sent.Vat.[6] 45, Μένανδρος ... ἑαυτὸν αὐτάρκη παρέσχηκεν ref. a su poesía, Plu.2.854a
sup. neutr. plu. como adv. αὐταρκέστατα de la forma más autosuficiente posible ᾔδεσαν δὲ Σωκράτην ἀπ' ἐλαχίστων μὲν χρημάτων αὐταρκέστατα ζῶντα X.Mem.1.2.14
subst. τὸ αὔταρκες = autosuficiencia, estado de bastarse a sí mismo, autarquía de bienes materiales, Arist.Rh.1362a27, ref. a la naturaleza del Bien, Plot.2.9.1
satisfacción, contento τὸ αὔ. ἐν παντί M.Ant.1.16.2.
2 que actúa instintivamente, no sometido a norma νέα δὲ νηδὺς αὐ. τέκνων A.Ch.757.
3 capaz por sí mismo, suficiente para gener. de pers. c. εἰς y ac. αὐ. εἰς πάντα Pl.Plt.271d, αὐ. εἰς φρόνησιν Pl.Tht.169d, ὅσον αὔταρκες εἰς τὴν διάλυσιν (fuera del cosmos existe) cuanto puede resistir la disolución, Placit.2.93, σπουδαῖος (ἀνήρ) ... αὐ. εἰς εὐδαιμονίαν Plot.1.4.4, c. πρός y ac. πρὸς τὰς τροφὰς εὔχρηστοι καὶ αὐτάρκεες los buenos médicos, Hp.Decent.3, σῶμα αὔταρκες ... πρὸς αὐτὸ cuerpo suficientemente fuerte para esto Th.2.51, αὐ. (Sócrates) ... πρὸς τὴν τούτων γνῶσιν X.Mem.4.8.11, πρὸς τὰ κατεπείγονθ' ὁρᾶν αὐτάρκη (ὄμματα) (ojos) capaces de ver los objetos apremiantes D.61.13, τις ... πρὸς πᾶσαν περίστασιν αὐ. Plb.3.31.2, (ἀρετή) αὐ. πρὸς εὐδαιμονίαν Zeno Stoic.1.46, οὐδὲν ἦν πρὸς ... αὐτὴν (νόσον) αὔταρκες no había nada capaz contra ella Philostr.VA 4.10, οὐκ αὐτάρκη τὰ διαστήματα πρὸς τὴν τῶν φθόγγων διάγνωσιν los intervalos no son suficientes para el reconocimiento de las notas Aristox.Harm.11.18
c. inf. capaz por sí mismo de ἄριστα, ὅσα ... αὐτάρκεά ἐστι καὶ λιμοῦ καὶ δίψης ἄκος εἶναι los mejores (alimentos y bebidas) son aquéllos que (suministrados en pequeñas cantidades) son capaces por sí mismos de calmar el hambre y la sed Hp.Aff.47, αὐτάρκη φρονεῖν E.Fr.29, ἡμεῖς ... μὴ αὐτάρκεις ὄντες κτήσασθαι αὐτά X.Cyr.4.3.4, εἰ γὰρ αὐτάρκη ψηφίσματ' ἦν ... ὑμᾶς ἀναγκάζειν pues si los decretos fuesen por sí mismos capaces de forzaros D.3.14
en or. nominal c. inf. ser suficiente ἂν γένοιτο αὔταρκες ἑώους ἡμᾶς τῇ γῇ προσπελάσαι sería suficiente que nosotros arribásemos a tierra al amanecer Hld.5.17.5, σῴζεσθαι ... καλὸν καὶ αὔταρκες sería hermoso y suficiente que yo me salvase Hld.6.7.6.
4 que tiene lo que necesita, que tiene lo suficiente o que tiene lo indispensable de cosas τράπεζαν πολυτελέα μὲν τύχη παρατίθησιν, αὐτάρκεα δὲ σωφροσύνη Democr.B 210, ὀλίγα ἐόντα αὐτάρκεά ἐστιν siendo pocos son suficientes (los remedios prescritos por la escuela cnidia), Hp.Acut.3, γόνιμοι βρίθοντες αὐτάρκεις γύαι Lyr.Adesp.70.3, πλοῦτος αὐ. E.Ep.4.60, τὸ κοινὸν ἔθος τῆς πόλεως αὔταρκες ἔμελλε γίνεσθαι καὶ σῶφρον Plb.6.48.7, αὐτάρκη μοι ἐστιν (τὰ χρήματα) LXX Si.5.1, οἶνος πινόμενος ἐν καιρῷ αὐ. LXX Si.31.28, ἀργύριον ... αὔταρκες εἰς σιτωνίαν Ph.2.69, αὔταρκες ὕδωρ I.AI 2.259, PSarap.97.10 (II d.C.), PWisc.34.20 (II d.C.), τὰ αὐτάρκη καύματα leña suficiente, PLond.1166.6 (I d.C.), αὐ. κέραμος suficiente número de vasijas, POxy.729.19 (II d.C.)
subst. ἔχω τὸ αὔταρκες tengo lo suficiente Hld.9.23.3, τὰ αὐτάρκη lo suficiente para vivir LXX Pr.30.8, τὸ αὐταρκέστατον la cantidad más abundante posible Gal.13.1046, Aristid.Quint.30.24.
II adv. αὐτάρκως
1 con autosuficiencia, αὐτάρκως ἔχειν = ser autosuficiente, bastarse a sí mismo Arist.Rh.1362a27, δεῖ γὰρ οὐ ζητεῖν, εἰ ἔλλατον ἄλλου, ἀλλ' εἰ ὡς αὐτὸ αὐ. no hay que preguntar si (un ser) es inferior a otro, sino si es tal que se baste a sí mismo Plot.3.3.3.
2 suficientemente αὐ. δὲ πρὸς διακοπήν Phld.Rh.2.155Aur., ἡτοιμάσθη αὐτῇ πάντα [π] ρὸς [τ] ὴν λοχ[ε] ίαν αὐ. BGU 665.2.18 (I d.C.), op. ἰσχυρῶς: αὐτάρκως θερμαίνειν Gal.12.389, αὐτάρκως δυνάμεθα πειραθῆναι περὶ τῶν λεγομένων Theol.Ar.45, cf. Hld.8.5.12.

French (Bailly abrégé)

ης, αὔταρκες;
qui se suffit à soi-même, qui existe ou subsiste par soi-même ; χώρα ou πόλις αὐτάρκης THC, ARSTT région ou cité qui se suffit à elle-même, qui n'a pas besoin d'importations, autarcique.
Étymologie: αὐτός, ἀρκέω.

German (Pape)

αὔταρκες, sich selbst genügend, der keines Anderen, keine Unterstützung bedarf, αὐτάρκης καὶ τελεώτατος θεός Plat. Tim. 68e; αὐτὸς αὑτῷ αὐτ. Rep. III.387d; Gegensatz πολλῶν ἐνδεής II.369b; vgl. Tim. 33d; εἴς τι Polit. 271d, wie Thuc. 2.36; πρὸς εὐδαιμονίαν Plat. Def. 413e; πρὸς πᾶσαν περίστασιν Pol. 3.31; τὸ αὔτ. = αὐτάρκεια Arist. Eth. Nic. 1.7.6; vgl. Aesch. Ch. 746; χώρα, den nötigen Unterhalt darreichend, Isocr. 4.42; χώρα αὐτ. ταῖς πρὸς τὸν πόλεμον παρασκευαῖς Pol. 5.55; θέσις αὐτ., eine Lage, die den Staat unabhängig macht, Thuc. 1.37; σῶμα, vollkommen, stark, Her. 1.32; βοά Soph. O.C. 1060; αὐτάρκεις κτήσασθαι Xen. Cyr. 4.3.4.
• Adv. αὐταρκέστατα ζῆν, ganz zufrieden leben, Xen. Mem. 1.2.14.

Russian (Dvoretsky)

αὐτάρκης:
1 самодовлеющий, достаточно сильный или богатый, не нуждающийся в посторонней помощи, независимый (θεός Plat.; χώρα Isocr., Polyb.; τὸ τέλειον ἀγαθόν Arst.); ἡ πόλις αὐτάρκη θέσιν κειμένη Thuc. город, выгодно расположенный; οἰκία αὐταρκέστερον ἑνός, πόλις δ᾽ οἰκίας Arst. семья (экономически) самостоятельнее личности, а город - семьи; αὐ. εἴς τι Plat., πρός τι Xen., Plat., Polyb., Plut. и ποιεῖν τι Xen., Dem. обладающий достаточными средствами для чего-л.;
2 довольствующийся своим, удовлетворенный (ὁ σοφός Arst.; ἔχων ἅλα καὶ δύο κρῖμνα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτάρκης: αὔταρκες, (ἀρκέω) ὁ ἐπαρκὴς ἑαυτῷ, αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸν ἐπαρκής, ὁ ἱκανὰ ἔχων, ὁ μὴ ἔχων ἀνάγκην τοῦ ἄλλου, ὡς δὲ καὶ ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔταρκές ἐστι Ἡρόδ. 1. 32· αὐτ. εἰς πάντα Πλάτ. Πολιτικ. 271D· οὐκ. αὐτ., ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεὴς ὁ αὐτ. Πολ. 369Β· αὐτάρκη φρονεῖν Εὐρ. Ἀποσπ. 29· νέα δὲ νηδὺς αὐτάρκης τέκνων, «ἡ γὰρ νέα νηδὺς τῶν τέκνων ἑαυτῇ ἀρκεῖν καὶ βοηθεῖν βούλεται· ὅ ἐστιν, ἀνύειν βούλεται τὰς ἐπιθυμίας» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Χο. 757· χώραπόλις αὐτάρκης, ἐπαρκὴς ἑαυτῇ, Θουκ. 1. 37, πρβλ. 2. 36, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 8., 3. 9, 12, κτλ.· αὐτ. πρός τι, ἐπαρκῶς, ἰσχυρῶς πρός τι πρᾶγμα, Θουκ. 2. 51, Ξεν. Ἀπομν. 4. 8, 11: - μετ’ ἀπαρ., ἱκανός, ἐπαρκής, εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματα ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν, κτλ., Δημ. 32. 12, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 4. 3, 4· ἔνθ΄ οἶμαι τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα καὶ τὰς διστόλους ἀδμῆτας ἀδελφὰς αὐτάρκει τάχ᾿ ἐμμίξειν βοᾷ, ἒνθα νομίζω ὃτι ὁ διεγείρων τὰς μάχας Θησεὺς καὶ αἱ δύο παρθένοι ἀδελφαὶ θὰ συναντηθῶσιν ἐν μέσῳ πολεμικῶν κραυγῶν ἀνδρῶν ἱκανῶν πρὸς σωτηρίαν, Σοφ. Ο. Κ. 1057, ἲδε σημ. Jebb: ― ἐπὶ ἀρετῆς, Ἠθ. Ν. 1. 7, 6, κτλ. ― Ἐπίρρ. αὐτάρκως ἒχειν ὁ αὐτ. Ρητ. 1. 6, 2· ὑπερθ., αὐταρκέστατα ζῆν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 14.

English (Strong)

from αὐτός and ἀρκέω; self-complacent, i.e. contented: content.

English (Thayer)

(on the accent see Chandler § 705), ἀυταρκες, (αὐτός, ἀρκέω) (from Aeschylus down), "sufficient for oneself, strong enough or possessing enough to need no aid or support; independent of external circumstances"; often in Greek writings from (Aeschylus and) Herodotus 1,32down. Subjectively, contented with one's lot, with one's means, though the slenderest: Polybius 6,48, 7; (Diogenes Laërtius 2,24of Socrates, αὐτάρκης καί σεμνός). (Cf. αὐτάρκεια).

Greek Monolingual

(-ους), -ες (AM αὐτάρκης, -ες) αρκώ
1. αυτός που έχει αρκετά για τον εαυτό του χωρίς να περιμένει τίποτε από τους άλλους
νεοελλ.
ολιγαρκής, λιτός
αρχ.-μσν.
επίρρ. αὐτάρκως
σε αρκετό βαθμό, αρκετά
αρχ.
1. αυτός που έχει αυτοπεποίθηση
2. ο αρκετά δυνατός, ο ισχυρός
3. ο ικανός για κάτι
4. αυτός που δρα ενστικτωδώς, ο ενστικτώδης.

Greek Monotonic

αὐτάρκης: -ες (ἀρκέω), επαρκής από μόνος του, αυτός που έχει αρκετά εφόδια από μόνος του, ανεξάρτητος από τους άλλους, σε Ηρόδ., Πλάτ.· νηδὺς αὐτάρκης, αυτός που ενεργεί από μόνος του, σε Αισχύλ.· χώρααὐτάρκης, χώρα που προμηθεύει τον εαυτό της, ανεξάρτητη από εισαγωγές, σε Θουκ.· αὐτάρκης πρός τι, αρκετά δυνατός σε ένα πράγμα, στον ίδ., Ξεν.· με απαρ., ικανός να κάνει ένα πράγμα για τον εαυτό του, σε Δημ.· αὐτάρκης βοή, δυνατή και ρωμαλέα φωνή, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀρκέω
sufficient in oneself, having enough, independent of others, Hdt., Plat.; νηδὺς αὐτάρκης acting of itself, Aesch.; χώρα αὐτ. a country that supplies itself, independent of imports, Thuc.; αὐτ. πρός τι strong enough for a thing, Thuc., Xen.; c. inf. able of oneself to do a thing, Dem.; αὐτ. βοή a sufficient, vigorous shout, Soph.

Chinese

原文音譯:aÙt£rkhj 凹特-阿而咳士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:同一的-足夠(的)
字義溯源:自足的,自滿的,知足的;由(αὐτός)=自己)與(ἀρκέω)*=避免,滿足)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(1);腓(1)
譯字彙編
1) 知足的(1) 腓4:11

English (Woodhouse)

self-sufficient, able to support oneself

Translations

independent

Albanian: pavarur; Arabic: مُسْتَقِل‎, حُرّ‎; Armenian: անկախ, ինքնուրույն; Azerbaijani: müstəqil; Bashkir: бойондороҡһоҙ; Belarusian: незалежны, самастойны; Bikol Central: talingkas; Bulgarian: независим; Burmese: လွတ်လပ်; Catalan: independent; Chinese Mandarin: 獨立, 独立; Crimean Tatar: mustaqil; Czech: nezávislý; Danish: uafhængig, selvstændig; Dutch: onafhankelijk, zelfstandig; Esperanto: memstara, sendependa; Estonian: sõltumatu, iseseisev; Finnish: riippumaton, itsenäinen, vapaa; French: indépendant; Galician: independente; Georgian: დამოუკიდებელი; German: unabhängig, selbständig; Greek: ανεξάρτητος; Ancient Greek: ἄβλεπτος, ἄδεσμος, ἀκατάτακτος, ἀνεπίτακτος, ἀνυπότακτος, ἀσύζυγος, ἀσύνδετος, ἀσυνδύαστος, αὐθαίρετος, αὐθεντικός, αὐτάρκης, αὐτεξούσιος, αὐτοδέσποτος, αὐτόδικος, αὐτοκράτειρα, αὐτοκρατής, αὐτοκρατορικός, αὐτοκράτωρ, αὐτόνομος, αὐτόστατος, αὐτόστοιχος, αὐτόταγος, αὐτοτελής, ἐλεύθερος; Hindi: स्वतंत्र; Hungarian: független, önálló; Icelandic: sjálfstæður; Irish: neamhspleách; Italian: indipendente; Japanese: 独立した; Kazakh: тәуелсіз, азат; Khmer: ឯករាជ; Korean: 독립의, 독립적인; Kurdish Central Kurdish: سەربەست‎, سەربەخۆ‎; Northern Kurdish: serbixwe; Kyrgyz: көз каранды эмес; Lao: ອິສະລະ; Latin: independens; Latvian: neatkarīgs; Lithuanian: nepriklausomas; Macedonian: независен; Malay: merdeka, mandiri; Indonesian: merdeka; Malayalam: സ്വതന്ത്ര; Mongolian: бие даасан; Norwegian Bokmål: uavhengig, selvstendig; Occitan: independent; Persian: مستقل‎; Polish: niepodległy, niezależny, niezawisły; Portuguese: independente; Romanian: independent, liber; Russian: независимый, самостоятельный, свободный; Sanskrit: स्वतन्त्र; Scottish Gaelic: neo-eisimeileach; Serbo-Croatian Cyrillic: самосталан, независан, неовисан; Roman: sȁmostālan, nezávisan, nȅovisan; Slovak: nezávislý; Slovene: neodvisen; Sorbian Lower: samostatny; Spanish: independiente; Swedish: självständig, oberoende; Tagalog: malaya; Tajik: мустақил; Thai: อิสระ; Tibetan: རང་བཙན; Turkish: bağımsız; Turkmen: özbaşdak, garaşsyz; Ukrainian: незалежний, самості́йний; Urdu: آزاد‎; Uzbek: mustaqil, ozod; Vietnamese: độc lập