εχθρός

Greek Monolingual

-ά, -ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, -ά, -όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός)
1. αυτός εναντίον του οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.)
2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως ουσ.) ο εχθρός, η εχθρά
α) (αντίθ. του φίλος) αντίθετος, αντίπαλος (α. «ἐχθροῖς ἔχθρα πορσύνων», Αισχύλ.
β. «ο εχθρός του κράτους»)
β. πολέμιος, αντίπαλος στον πόλεμο (α. «τρέψοι εἰς ἐχθροὺς βέλος», Αισχύλ.
β. «θαρρώντας πως εχτύπησαν εχθρό», Σολωμ.)
μσν.
ο διάβολος («νικώντας τον εχθρόν», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
αυτός που έχει εχθρική διάθεση προς κάποιον, ο εχθρικά διακείμενος («κακόνους μέν ἐστι καὶ ἐχθρὸς ὅλη τῇ πόλει», Δημοσθ.).
επίρρ...
ἐχθρῶς (Α)
κατά εχθρικό τρόπο, με εχθρότητα, με μίσος, με αποστροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιη είναι η σχέση του εχθρός με τον συγγενή τ. έχθος. Επικρατέστερη είναι η άποψη ότι αρχικός τ. είναι το εχθρός, (θ. εχθ- + επίθημα -ρο-ς), από τον οποίο παρήχθησαν τα παραθετικά εχθίων, έχθιστος και το ουδέτερο σιγμόληκτο όνομα έχθος, όπως ακριβώς στα κυδρός > κυδίων, κύδιστος, κύδος. Στην περίπτωση αυτή υπάρχει αντιστοιχία με το λατ. επίρρ. ext-ra «εκτός» και παράλληλη σημασιολογική εξέλιξη με το λατ. hostis. Η αρχική σημασία είναι «ξένος», «ο εκτός της κοινωνικής ομάδας άνθρωπος», η οποία εξελίσσεται στη σημασία «αντίπαλος», «μισητός». Αντίστοιχο επίρρ. εχθός «εκτός» υπάρχει στην Αρχ. Ελλ., η σχέση του όμως με τα εχθρός, έχθος είναι επίσης αβέβαιη. ΠΑΡ.: έχθρα, εχθραίνω, εχθρεύω, εχθρικός
αρχ.
εχθαίρω, εχθοδοπός, έχθομαι, εχθρώδης, εχθρώς
αρχ.-μσν.
εχθρία
μσν.
έχθριος
νεοελλ.
εχθρότητα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. εχθόσδικος, εχθροδαίμων, εχθροειδώς, εχθρολέων, εχθρόξενος, εχθροποιώ
μσν.
εχθρελέγκτης, εχθρόθεος, εχθρόκοσμος, εχθρόφρων
μσν.- νεοελλ.
εχθρολέτης
νεοελλ.
εχθροπάθεια, εχθροπραξία
(Β' συνθετικό) αρχ. εθέλεχθρος, φίλεχθρος.