εὐναῖος
English (LSJ)
α, ον, (εὐνή)
A in one's bed or in one's couch, εὐ. [λαγώς] a hare in its form, X.Cyn.5.9; εὐ. [ἴχνη] traces of the form, ib.7, cf. S.Fr.174, Ichn. 226, Stratt.3 (dub. l.).
2 mostly of the marriage bed, εὐναία δάμαρ, γαμέτας, A.Fr.383, E.Supp.1028 (lyr.); Κύπρις Id.Andr.179; εὐ. γάμοι A.Supp.332; ἄτα εὐ., of Helen, E.Andr.104 (eleg.); λέχος Critias 2.6 D.; θάλαμοι BCH29.412 (Callatis).
3 keeping one's bed, λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχά E.Hipp.160 (lyr.); εὐ. πτέρυγες brooding, of a bird on the nest, AP9.95 (Alph.).
4 εὐναία, ἡ, a nest (v. sub καρφηρός); but εὐναῖα, τά, bed, is f.l. in Orph.L.223.
5 personified, Εὐναίη, ἡ, the Spirit of Repose, Emp.123.1.
II (εὐνή ΙΙ) of or for anchorage: hence, generally, steadying, guiding a ship, πηδάλια E.IT432 (lyr.).
2 as substantive, εὐναία, = εὐνή ΙΙ, an anchor, λίθος εὐναίης A.R.1.955: in plural, ib.1277.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui concerne le lit ou le gîte ; p. anal., en parl. de navires ἡ εὐναία ou τὰ εὐναῖα ancre;
2 particul. qui concerne le lit nuptial : εὐναῖοι γάμοι ESCHL union conjugale.
Étymologie: εὐνή.
German (Pape)
α, ον, im Bette, im Lager, Strattis bei Ath. XIII.592d; λαγώς, Lagerhase, Xen. Cyn. 5.9, im Gegensatz des δρομαῖος; daher = ἐγκεκρυμμένος, Soph. frg. 184. – Das Lager betreffend, zum Lager, bes. Ehebette gehörig, εὐναῖοι γάμοι, die Lagervermählung, Aesch. Suppl. 327, wie Eur. Andr. 1246; Κύπρις 179; γαμέτας Suppl. 1028; εὐναίας καρφηρὰς θήσων τέκνοις, wo man εὐναία = εὐνή, das Nest, nimmt, Ion 171 (s. aber καρφηρός). – Auch sp.D., τὰ εὐναῖα, das Lager, Orph. Lith. 221. – Seltener in Prosa, εὐναῖα ἴχνη, Lagerspuren, Xen. Cyn. 5.7, den δρομαῖα entgegengesetzt; Poll. – Ἡ εὐναία, = εὐνή, der statt des Ankers dienende Stein (s. εὐνή), Ap.Rh. εὐναίης ὀλίγον λίθον ἐκλύσαντες 1.955, öfter; bei Ael. H.A. 12.43 εὐναῖα, aber l.d. So ist auch Eur. εὐναῖα πηδάλια I.T. 432 zu fassen, das das Schiff im Laufe beruhigende Steuerruder, oder das leitende, lenkende.
Russian (Dvoretsky)
εὐναῖος:
1 находящийся в своей норе (λαγώς Xen.);
2 сидящий в своем гнезде (πτέρυγες Anth.);
3 ведущий к логовищу (ἴχνη Xen.);
4 относящийся к брачному ложу или относящийся к бракосочетанию, брачный: εὐναῖοι γάμοι Aesch. брачный союз;
5 соединенный брачными узами (εὐναία δάμαρ Aesch.; γαμέτης Eur.);
6 благоприятствующий бракам, сочетающий брачными узами (Κύπρις Eur.);
7 приковывающий к постели (λύπη Eur.);
8 делающий устойчивым, направляющий (πηδάλια Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐναῖος: -α, -ον, (εὐνή) ὁ ἐν τῇ ἑαυτοῦ εὐνῆ ὤν, εὐν. λαγώς, λαγωὸς ἐν τῇ ἰδίᾳ φωλεᾷ, Ξεν. Κυν. 5. 9· εὐν. ἴχνη, ἴχνη τῆς κοίτης αὐτοῦ, ὁ αὐτ. 7, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 184 meineke ἐν Στράττ. «Ἀταλάντῃ» 1. 2) κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς συζυγικῆς κλίνης, εὐναία δάμαρ, γαμέτης, πόσις, κτλ., σύνευνος, ὁμόκοιτος, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 329, Εὐρ. Ἰκ. 1028, κτλ.· Κύπρις ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 179· εὐν. γάμοι Αἰσχύλ. Ἰκ. 331· ἄτη εὐν., ἐπὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ἀνδρ. 104. 3) λύπη εὐν., ἥτις κάμνει ὥστε να μένῃ τις ἐπὶ τῆς κλίνης του (πρβλ. δεμνιοτήρης), ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 160· εὐν. πτέρυγες, ἐπῳάζουσαι, ἐπὶ πτηνῶν ἐν τῇ φωλεᾷ, Ἀνθ. Π. 9. 95. 4) εὐναία, ἡ, φωλεά, ἴδε ἐν λ. καρφηρός· ὡσαύτως, εὐναῖα, τά, εὐνή, Ὀρφ. Λιθ. 221. ΙΙ. (εὐνὴ ΙΙ) ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἀγκυροβόλησιν· ἐντεῦθεν, καθόλου, ὁδηγῶν, διευθύνων πλοῖον, πηδάλια Εὐρ. Ι. 432. 2) ὡς οὐσιαστ., εὐναία, = εὐνὴ ΙΙ, ἄγκυρα, λίθος εὐναίης Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 955.
Spanish
Greek Monolingual
εὐναῖος, -ία, -ον (Α)
1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῖος (λαγώς)» — λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν.
β. «εὐναῖα [ἴχνη]» — τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.)
2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με τα ουσ. δάμαρ, γαμέτης, πόσις κ.ά.) σύζυγος, ομόκοιτος, σύνευνος («εὐναία δάμαρ Ζηνός», Πίνδ.)
3. αυτός που ανήκει ή που γίνεται στο κρεβάτι («εὐναίους ὀαρισμούς» — ερωτικές συνομιλίες, θωπείες, Καλλίμ.)
4. (με τα ουσ. γάμοι, λέχος, θάλαμοι) συζυγικός, συνουσιαστικός («ἔχθει μεταποιοῦσαν εὐναίων γάμων», Αισχύλ.)
5. αυτός που αναγκάζει κάποιον να μείνει στο κρεβάτι («λύπᾳ εὐναία δέδεται ψυχά», Ευρ.)
6. (για πτηνά ως επίθ. τών φτερών που σκεπάζουν τα αβγά) αυτός που επωάζει, ο επωαστικός
7. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐναία
α) η φωλιά
β) οι πέτρες που χρησιμεύουν για αγκυροβολία
γ) η άγκυρα
8. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐναῖα
τα στρώματα
9. (το θηλ. προσωποποιημένο) ἡ Εὐναίη
το πνεύμα του Ύπνου
10. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αγκυροβολία
11. αυτός που οδηγεί ή συγκρατεί ένα πλοίο («πηδάλια εὐναῖα» — πηδάλια που οδηγούν, που συγκρατούν σε ευστάθεια το πλοίο, Ευρ.)
12. φρ. α) «Κύπρις εὐναία» — η Αφροδίτη ως θεά της συζυγικής απολαύσεως
β) «ἄτα εὐναία» — για την Ελένη
γ) (για ίχνη ή για οσμή ζώων, ιδίως λαγού) «εὐναῖα ἴχνη» — ίχνη από τη φωλιά του λαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευνή (ευναίος < ευνᾱ-ιος)].
Greek Monotonic
εὐναῖος: -α, -ον (εὐνή),·
I. 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι του, εὐν. λαγώς, λαγός στη φωλιά του, σε Ξεν.
2. παντρεμένος, έγγαμος, νυμφευμένος, σε Αισχύλ., Ευρ.
3. λύπη εὐν., αυτή που κρατά κάποιον στο κρεβάτι του (πρβλ. δεμνιοτήρης), στον ίδ.· εὐν. πτέρυγες, αυτές που επωάζουν, κλώθουν, λέγεται για πτηνά μέσα στην φωλιά τους, σε Ανθ.
II. (εὐνή II), αυτός που ανήκει ή είναι κατάλληλος προς αγκυροβόληση· γενικά, αυτός που οδηγεί, διευθύνει πλοίο, λέγεται για το πηδάλιο, σε Ευρ.
Middle Liddell
εὐνή
I. in one's bed, εὐν. λαγώς a hare in its form, Xen.
2. wedded, Aesch., Eur.
3. λύπη εὐν. making one keep one's bed (cf. δεμνιοτήρησ), Eur.; εὐν. πτέρυγες brooding, of a bird on the nest, Anth.
II. (εὐνή II) of or for anchorage: generally, steadying, guiding a ship, of the rudder, Eur.
Léxico de magia
-ον sent. dud. que cuida el lecho de la Osa ἐπικαλοῦμαί σε τοῖς ἁγίοις σου ὀνόμασιν, ... εὐναία, Δαρδανία, πανοπαία te invoco con tus sagrados nombres, tú que cuidas el lecho, Dardania, que todo lo ves P VII 695