πέλανος
Middle Liddell
πέλᾰνος, ὁ,
I. any half-liquid substance, of various consistency, as oil, Aesch.; clotted blood, Aesch.; foam at the mouth, Eur.
II. a mixture offered to the gods, of meal, honey, and oil, Aesch., Eur. [deriv. uncertain]
German (Pape)
[Seite 549] ὁ (vielleicht ursprünglich Brei, vgl. πόλτος), gew. ein Opferkuchen, der auf den Altar gelegt u. verbrannt wurde; ἀποτρόποισι δαίμοσι θέλουσα θῦσαι πέλανον, Aesch. Pers. 200; θύειν, Eur. Ion 226; καλλίφλογα πέλανον, 707, vgl. Troad. 1063 Hel. 1350; Ar. Plut. 661; einzeln in Prosa, wie Plat. Legg. VI, 782 c, πέλανοι καὶ τοιαῦτα ἄλλα ἁγνὰ θύματα, wozu Tim. lex. πέμματα ἐκ παιπάλης καὶ ἐλαίου καὶ μέλιτος; – πελάνους δὲ Δήμητρος καὶ ἄλλας τινὰς καρπῶν ἀπαρχάς, D. Hal. 2, 74; vgl. Paus. 8, 2, 3 u. Harpocr. – Aber auch vom Trankopfer, χέουσα τόνδε πέλανον ἐν τύμβῳ πατρός, Aesch. Ch. 90; u. übertr. von dem dicken Blute, ῥοφεῖν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων πέλανον, Eum. 255, vgl. Ag. 96; Pers. 802 ist unter πέλανος αἱματοσφαγής das vom Blute der Erschlagenen erweichte Schlachtfeld zu verstehen; πρὸς αἱματηρὸν πέλανον Eur. Alc. 854. – Nach Suid. auch τὸ πεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον, Harz, Gummi; – ὁ πεπηγὼς ἀφρός, Hesych.; vgl. Eur. Or. 220, wo der Schol. erkl. πᾶν ἐξ ὑγροῦ πεπηγμένον. – Sannyrion Harpocr. erkl. πέλανοι durch ἄλφιτα, und so sagt Ap. Rh. 1, 1077 μύλης πελάνους ἐπαλετρεύουσιν, Mehl. – Bei Nic. Alc. 488 = ὀβολός, vielleicht von der Gestalt, welche jene Opferkuchen in ältester Zeit hatten; vgl. Suid. πέλ. ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισθὸς ὀβολός, welche Erkl. Hesych. bei πεδανός hat, der auch die heterogene Pluralform πέλανα anführt.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
gâteau de sacrifice qu'on brûlait sur l'autel (pélanos) ; p. ext. tout liquide épaissi (résine, cire, miel, sang épais ou caillé, etc.) ; particul. mélange de farine, d'huile et de miel pour un sacrifice.
Étymologie: DELG étym. obscure, cf. lit. plóné « sorte de gâteau ».
Russian (Dvoretsky)
πέλᾰνος: ὁ
1 жертвенный пирог (πέλανον θύειν Aesch., Eur.);
2 жертвенное возлияние (χεῖν τὸν πέλανον ἐν τύμβῳ Aesch.);
3 густая влага (ἐρυθρὸς ἐκ μελέων π. Aesch.): στόματος ἀφρώδης π. Eur. пена на устах.
Greek (Liddell-Scott)
πέλᾰνος: ὁ, πᾶν πυκνὸν ἢ ἡμίπηκτον ὑγρόν, διαφόρου συστάσεως, πελάνῳ, δι’ ἐλαίου, Αἰσχύλ. Ἁγ. 96· ῥοφεῖν ἐρυθρὸν ἐκ μελέων π., τὸ ἐρυθρὸν αἷμα, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 265· π. αἱματοσταγὴς ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 821· π. αἱματηρός, ἐπὶ συμπεπηγότος αἵματος, Εὐρ. Ἄλκ. 851, Ρῆσ. 430· ἀφρώδης π., ἐπὶ ἀφροῦ κατὰ τὸ στόμα, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 220· πέλ. μελίσσης, μέλι, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 470· πιάλεοι π., ἐπὶ λήμης τῶν ὀφθαλμῶν, Ἡλιόδ. παρὰ Στοβ. 540. 20. ΙΙ. μῖγμά τι ἐξ ἀλεύρου, μέλιτος καὶ ἐλαίου προσφρερόμενον τοῖς θεοῖς (πρβλ. Τιμ. Λεξ. ἐν λέξ.), ἱκανῶς ὑγρὸν ὥστε νὰ δύναται νὰ χυθῇ, χέουσα τόνδε π. ἐν τύμβῳ πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 92· χοὴν π. τε Εὐρ. Ἀποσπ. 904· καιόμενον ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 707, Τρῳ. 1063, Ἀριστοφ. Πλ. 661, κτλ.· θῦσαι πέλανον Αἰσχύλ. Πέρσ. 204, Εὐρ. Ἴων 226, κτλ.· ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. 2) τὸ ἄλευρον τὸ ἐν χρήσει εἰς παρασκευὴν τοιούτου μίγματος, πέλανον καλοῦμεν ἡμεῖς οἱ θεοί, ἃ καλεῖτε σεμνῶς ἄλφιθ’ ὑμεῖς οἱ βροτοὶ Σαννυρίων ἐν «Γέλωτι» 1· μύλης πέλανοι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1077. ΙΙΙ. ἐν Νικ. Ἀλ. 488, πελάνου βάρος = ὀβολοῦ ὁλκή, ἴσως διότι οἱ προσφερόμενοι πέλανοι κατεσκευάζοντο στρογγύλοι, - πέμματα ἐπιχώρια ..., ἃ πελάνους καλοῦσιν ἔτι καὶ ἐς ἡμᾶς Ἀθηναῖοι Παυσ. 8. 2, 3· καὶ κατὰ Σουΐδ. πέλανος λέγεται «καὶ ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισθὸς ὀβολός»· μνημονεύεται καὶ Λακωνικός τις τύπος πέλανορ = τετράχαλκον παρ’ Ἡσύχ. - Τραγ. λέξ., σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ: ὁ Πλάτ. ἐν Νόμ. 782Ε, ἔχει τὴν λέξιν ἐν τῇ σημ. ΙΙ. - Κατὰ Σουΐδ.: «πέλανοι, πέμματα ἐκ παιπάλης, τουτέστιν ἀλεύρου λεπτοτέρου, εἰς θυσίαν ἐπιτήδεια ὡς αὐτός φησι (Πλάτ. Νόμ. 6. σ. 875C), καρποὶ μέλιτι δεδευμένοι. Διονύσιος Θρᾷξ· θεοῖς ἀπαρχαί τινες. λέγεται δὲ πέλανος καὶ ὁ περὶ τῷ στόματι πεπηγὼς ἀφρός, καὶ τὸ περιπεπηγὸς καὶ ἐξηραμμένον ὀπῶδες δάκρυον, οἷον λιβανωτός, κόμμι. καὶ ὁ τῷ μάντει διδόμενος μισθὸς ὀβολός».
Greek Monotonic
πέλᾰνος: ὁ,
I. οποιαδήποτε ουσία σε ημίυγρη κατάσταση, ποικίλης συστάσεως, όπως το λάδι, σε Αισχύλ.· πηγμένο αίμα, στον ίδ.· αφρός στο στόμα, σε Ευρ.
II. μείγμα που προσφερόταν στους θεούς από αλεύρι, μέλι και λάδι, σε Αισχύλ., Ευρ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (thick) liquid flour dough, pulp of flour, honey and oil, often presented as sacrifice, sacificial cake (A., E., Pl., Att. inscr., Herod.); name of a weight or coin (Delph., Arg. V--IIIa), = ὀβολός (Nic. Al. 488);
Other forms: -ός Hdn. Gr. 1, 178.
Derivatives: Cf. πέλανορ τὸ τετράχαλκον, πέλαινα πόπανα, μειλίγματα H. -- On πελάχνιν τρύβλιον ἐκπέταλον H. s. πέτα-χνον (s. πετάννυμι).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the orig. meaning of this old word is uncertain, the etymology is also uncertain. If prop. flat cake, flat dough, for which esp. πέλανος as coin-name seems to argue (Solmsen KZ 42, 213), then the old connection (since Fick 1, 477) with Lat. plānus flat, level = Lith. plónas thin, plóne flan, cake would be correct. On the ablaut cf. πέλαγος. -- Other proposals: to Skt. párīṇas- n. sullness, riches (: πίμπλημι [but this would have given *πελενος; not to πολύς]; Specht KZ 61, 284ff. with agreement of Kretschmer Glotta 26, 67, Fraenkel Mél. Bq 1, 358 n. 1, Havers Sprachtabu 135; rejecting W.-Hofmann s. pulpa); to Lith. pilù, pìlti shake, pour (Persson Beitr. 2, 748 n. 1); to πόλτος (Lidén Stud. 87f. with Lagercrantz); to Lith. pel̃nas merit, pay (Mann Lang. 28, 31; to be rejected). -- Further details in Bq and WP. 2, 61, Pok. 805 f., W.-Hofmann s. plānus, Mayrhofer s. páriman-. -- Furnée 338 compares πέλαινα and concludes to a Pre-Greek word. The argument seems not certain, but the conclusion may well be correct.
Frisk Etymology German
πέλανος: (-ός Hdn. Gr. 1, 178)
{pélanos}
Grammar: m.
Meaning: ‘(dick)flüssiger Mehlteig, Brei, von Mehl, Honig und Öl', oft als Opfer dargebracht, Opferkuchen (A., E., Pl., att. Inschr., Herod. u.a.); Bez. eines Gewichts od. einer Münze (delph., arg. V—IIIa), = ὀβολός (Nik. Al. 488);
Derivative: vgl. πέλανορ· τὸ τετράχαλκον, πέλαινα· πόπανα, μειλίγματα H. — Zu πελάχνιν· τρύβλιον ἐκπέταλον H. s. πέταχνον (s. πετάννυμι).
Etymology : Da die urspr. Bed. dieses alten Wortes unsicher ist, bleibt auch die Etymologie strittig. Wenn eig. flacher Kuchen, flacher Teig, wofür besonders πέλανος als Münzenbez. zu sprechen scheint (Solmsen KZ 42, 213), besteht die alte Verbindung (seit Fick 1, 477) mit lat. plānus flach, platt = lit. plónas dünn, plóne Fladen, Kuchen zu Recht. Zum Ablaut vgl. πέλαγος. — Andere Vorschläge : zu aind. párīṇas- n. Fülle, Reichtum (: πίμπλημι, πολύς; Specht KZ 61, 284ff. mit Zustimmung von Kretschmer Glotta 26, 67, Fraenkel Mél. Bq 1, 358 A. 1, Havers Sprachtabu 135; ablehnend W.-Hofmann s. pulpa); zu lit. pilù, pìlti schütten, gießen (Persson Beitr. 2, 748 A. 1); zu πόλτος (Lidén Stud. 87f. mit Lagercrantz); zu lit. pel̃nas Verdienst, Lohn (Mann Lang. 28, 31; abzulehnen). — Weitere Einzelheiten bei Bq und WP. 2, 61, Pok. 805 f., W.-Hofmann s. plānus, Mayrhofer s. páriman-.
Page 2,493-494