παράκλησις
English (LSJ)
παρακλήσεως, ἡ,
A calling to one's aid, summons, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι a packed party in the assembly, D.18.143.
2 imploring, appealing, τινος of the part of or on the part of one, Th.4.61; deprecation, συγγνώμης δεῖ καὶ παρακλήσεως Str.13.1.1.
3 invocation of gods, Iamb. Myst.4.3 (pl.).
4 demand, request, PGrenf.1.32.7 (pl., ii B.C.), etc.; κατὰ παράκλησιν = on demand, PLond.3.1164d10 (iii A. D.).
II exhortation, address, πρὸς τὸν ὄχλον Th.8.92; οὐ παράκλησιν εὑρόντες, ἀλλὰ παραίνεσιν γράψαντες not a mere address to their feelings, but counsel to act rightly, Isoc.1.5; π. τῶν πολιτῶν πρὸς ἀρετήν Aeschin.1.117; τὴν τῆς σωφροσύνης παράκλησιν… αὐτοὺς παρακέκληκα Id.2.180; ἀξιώσεις καὶ κλήσεις Plb.1.67.10.
III consolation, LXX Is.30.7, Na.3.7, Ep.Hebr.6.18, Phalar.Ep.103.1.
German (Pape)
[Seite 483] ἡ, das Hinzurufen, Herbeirufen, Thuc. 4, 61; bes. das zu Hülfe rufen, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι, Dem. 18, 143. – Das Ermahnen, Ermuntern, ὀργὴ παρ. τοῦ θυμικοῦ εἰς τὸ τιμωρεῖσθαι, Plat. Defin. 415 e; τῶν πολιτῶν πρὸς ἀρετήν, Aesch. 1, 117; Harpocr. erkl. προτροπή bei Isocr. 1, 5, wo παράκλησιν εὑρεῖν dem παραίνεσιν γράψαι entgeggstzt ist, oder auch δέησις, wofür er eine Stelle aus Lycurg. anführt; Aufforderung, πρὸς τὸν ὄχλον, Thuc. 8, 92; Pol. vrbdt ποιεῖσθαι τὰς ἀξιώσεις καὶ παρακλήσεις, 1, 67, 10, vgl. 22, 7, 2; auch παράκλησις πρὸς τὴν ἀπόστασιν, 1, 72, 4. – Trost, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 invocation, prière : παράκλησις ἁμαρτίας PLUT prière pour obtenir le pardon d'une faute ; particul. action d'appeler au secours;
2 appel pressant, exhortation, excitation, encouragement : εἴς τι PLAT à qch.
Étymologie: παρακαλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παράκλησις -εως, ἡ [παρακαλέω] het te hulp roepen:. ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι die speciaal daarvoor opgetrommeld bijeenzaten Dem. 18.143. oproep, aansporing:; ἦν δὲ πρὸς τὸν ὄχλον ἡ παράκλησις de oproep tot de menigte luidde Thuc. 8.92.11; ook. π. πρὸς ὁμιλίαν aansporing tot conversatie [Luc.] 72.8. troost, vertroosting:. ἡ π. τοῦ ἁγίου πνεύματος de troost van de Heilige Geest NT Act. Ap. 9.31.
Russian (Dvoretsky)
παράκλησις: εως ἡ
1 призыв, воззвание, увещевание, побуждение (τινος πρός τι Aeschin., Polyb. или εἴς τι Plat.): ἡ πρὸς τὸν ὄχλον π. Thuc. обращение (с призывом) к толпе;
2 просьба: ἡ περὶ τῆς ἁμαρτίας π. Plut. просьба о прощении греха;
3 призывание на помощь, просьба о помощи Thuc., Dem.;
4 утешение (ὁ θεὸς τῆς παρακλήσεως NT).
Greek (Liddell-Scott)
παράκλησις: πρόσκλησις εἰς βοήθειάν τινος, πρόσκλησις, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι, κατὰ πρόσκλησιν τοῦ δικαζομένου ἐλθόντες καὶ καθήμενοι ὡς ἔνορκοι, «βαλμένοι» νὰ κρίνωσιν ὑπέρ αὐτοῦ, Δημ. 275. 20· ἴδε παρακαλέω Ι. 2. 2) ἐπίκλησις, ἱκεσία, δέησις, τινος, ἐκ μέρους τινός, Θουκ. 4. 61· δέησις, ἱκετεία, δέησις, τινος, ἐκ μέρους τινός, Θουκ. 4. 61· δέησις, παράκλησις πρὸς ἀποτροπήν τινος, Στράβ. 581· περὶ τῆς ἁμαρτίας Πλούτ. 2. 404Α. ΙΙ. παρακέλευσις, προτροπή, παρόρμησις, πρὸς τὸν ὄχλον Θουκ. 8. 92· οὐ παράκλησιν εὑρόντες, ἀλλὰ παραίνεσιν γράψαντες, οὐχὶ ἁπλῶς προτροπὴν πρὸς ἐξέγερσιν τῶν αἰσθημάτων τινός, ἀλλὰ συμβουλὴν πρὸς ὁδηγίαν εἰς ὀρθὰς πράξεις, Ἰσοκρ. 3Α· π. τῶν πολιτῶν πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 16. 33· τῆς σωφροσύνης παράκλησιν.. αὐτοὺς παρακέκληκα ὁ αὐτ. 52.22. ΙΙΙ. παραμυθία, παρηγορία, Φαλάρ. Ἐπιστ. 96, Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Λ΄ 7, Ναούμ Γ΄, 7), Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. Ϛ΄, 18.
English (Strong)
from παρακαλέω; imploration, hortation, solace: comfort, consolation, exhortation, intreaty.
English (Thayer)
παρακλήσεως, ἡ (παρακαλέω, which see);
1. properly, a calling near, summons (especially for help, Thucydides 4,61; Demosthenes, p. 275,20).
2. imploration, supplication, entreaty: Strabo 13, p. 581; Josephus, Antiquities 3,1, 5; (contra Apion 2,23, 3 παράκλησις πρός τόν Θεόν ἔστω); λόγοι παρακλήσεως, words of appeal, containing entreaties, exhortation, admonition, encouragement: λόγος τῆς παρακλήσεως, Plato, del. 415e.; Thucydides 8,92; Aeschines, Polybius, others).
4. consolation, comfort, solace: Phalaris, epistle 97 at the beginning); τῶν γραφῶν, afforded by the contents of the Scriptures, Winer's Grammar, 189 (178)); Θεός τῆς παρακλήσεως, God the author and bestower of comfort, Winer's Grammar, 393 (368)); that which affords comfort or refreshment; thus of the Messianic salvation, the consoler, the comforter, κατ' ἐξοχήν, מְנַחֵם (cf. Wünsche, Neue Beiträge as above with at the passage; Schöttgen, Horae Hebrew etc. ii. 18)).
5. universally, "persuasive discourse, stirring address — instructive; admonitory, consolatory; powerful hortatory discourse": λόγος, παρακλήσεως (A. V. "word of exhortation), υἱός παρακλήσεως (a son of exhortation), a man gifted in teaching, admonishing, consoling, 1 Thessalonians 2:3.
Greek Monotonic
παράκλησις: ἡ (παρακαλέω)·
I. 1. έκκληση σε βοήθεια, παράκληση, πρόσκληση, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι, οι προσκεκλημένοι ένορκοι στο δικαστήριο, σε Δημ.
2. παράκληση, ικεσία, δέηση, τινος, σε κάποιον, σε Θουκ.· δέηση, παράκληση, σε Στράβ.
II. προτροπή, παρόρμηση, σε Θουκ., Αισχίν.· ενθάρρυνση, παραμυθία, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
παράκλησις, εως, παρακαλέω
I. a calling to one's aid, summons, οἱ ἐκ παρακλήσεως συγκαθήμενοι a packed party in the jury, Dem.
2. a calling upon, appealing, τινος to one, Thuc.: intreaty, deprecation, Strab.
II. an exhortation, address, Thuc., Aeschin.: encouragement, NTest.
Chinese
原文音譯:par£klhsij 爬拉-克累西士
詞類次數:名詞(29)
原文字根:在旁-召(著) 相當於: (נִחֻמִים) (תַּנְחוּמֹות / תַּנְחוּמִים)
字義溯源:懇求,勸勉,勉勵,勸慰,安慰,鼓勵,懇;源自(παρακαλέω)=召近來,勸慰);由(παρά)*=旁,出於)與(καλέω)=召)組成,其中 (καλέω)出自(κελεύω)=激勵,邀請),而 (κελεύω)又出自(κελεύω)X*=力言)。
同義字:1) (παράκλησις)懇求,勸勉 2) (παραμυθία)撫慰 3) (παραμύθιον)慰藉 4) (παρηγορία)在旁講論,安慰
出現次數:總共(29);路(2);徒(4);羅(3);林前(1);林後(11);腓(1);帖前(1);帖後(1);提前(1);門(1);來(3)
譯字彙編:
1) 安慰(12) 路6:24; 徒9:31; 羅15:4; 羅15:5; 林後1:4; 林後1:5; 林後1:6; 林後1:6; 林後7:4; 林後7:13; 帖後2:16; 門1:7;
2) 勸勉(8) 羅12:8; 林前14:3; 林後8:17; 腓2:1; 帖前2:3; 提前4:13; 來12:5; 來13:22;
3) 安慰的(2) 林後1:3; 林後1:7;
4) 鼓勵(1) 林後7:7;
5) 勉勵(1) 來6:18;
6) 懇(1) 林後8:4;
7) 安慰的話(1) 徒15:31;
8) 勸慰(1) 徒4:36;
9) 勸勉的(1) 徒13:15;
10) 安慰者(1) 路2:25
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=δέηση, προτροπή). Ἀπό τό παρακαλῶ → παρά + καλῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
advocatio, calling in, summoning, 4.61.4,
adhortatio, encouragement, exhortation, 8.92.11.
Translations
request
Afrikaans: aanvraag; Arabic: طَلَب, مَسْأَلَة, ضَرَاعَة; Armenian: խնդրանք, խնդիր, խնդիրք; Avar: гьари; Azerbaijani: xahiş; Belarusian: просьба, запыт, заяўка, хадайніцтва, патрабаванне, прашэнне; Bulgarian: молба, заявка, просба, прошение; Carpathian Rusyn: просьба; Catalan: petició, sol·licitud, requesta; Chinese Mandarin: 請求/请求; Czech: prosba, žádost, požadavek; Danish: anmodning; Dutch: verzoek, vraag; Estonian: palve, avaldus; Finnish: pyyntö; French: requête, demande; Georgian: თხოვნა, მოთხოვნა; German: Bitte, Nachfrage, Wunsch, Begehren, Begehr, Ersuchen, Gesuch; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍂𐍉𐌽𐍃; Greek: αίτηση, αίτημα; Ancient Greek: αἴτημα, αἴτησις, ἀξίωμα, ἀξίωσις, δέησις, ἐξαίτησις, παράκλησις, χρεία, χρείη; Hebrew: בַּקָּשָׁה; Hindi: निवेदन, अनुरोध, फ़रमाइश; Hungarian: kérés, kívánság; Indonesian: minta; Italian: richiesta; Japanese: 依頼, 要求, 要望, 願い; Kazakh: бұйымтай, өтініш; Khmer: សំណូម, សំណើ; Korean: 요망(要望), 요구(要求), 부탁(付託); Kurdish Central Kurdish: داوا, تکا, خواست; Northern Kurdish: daxwaz, doz, dawa, rica, tika; Kyrgyz: өтүнүч, суроо; Latin: petitum; Latvian: prasīšana, lūgšana; Lithuanian: prašymas; Macedonian: барање, молба; Malayalam: അഭ്യർത്ഥന; Norwegian Bokmål: anmodning, oppfordring; Nynorsk: oppfordring; Persian: درخواست, خواهش; Polish: prośba, żądanie; Portuguese: pedido, requisição, requerimento; Punjabi: ਗੁਜਾਰਸ਼; Romanian: cerere; Russian: просьба, запрос, заявка, ходатайство, требование, прошение; Scottish Gaelic: iarraidh; Serbo-Croatian Cyrillic: мо̀лба; Roman: mòlba; Slovak: prosba, žiadosť, požiadavka; Slovene: prošnja, zahteva; Spanish: solicitud, petición; Sundanese: suhun; Swahili: ombi; Swedish: begäran, bön, önskemål, önskan; Tagalog: paki-usap; Tajik: дархост, хоҳиш, илтимос; Tamil: வேண்டுகோள்; Thai: การขอ; Turkish: istek, talep, rica; Ukrainian: просьба, запит, заявка, прохання, вимога; Uyghur: تەلەپ; Uzbek: iltimos, soʻrov, talab; Welsh: cais; Yiddish: בקשה; Zazaki: reca, waştış, taleb