περίνοια
English (LSJ)
ἡ,
A thoughtfulness, quick comprehension, τινος Pl.Ax.370c: abs., Philostr.VS2.4.2, Luc.Zeux.2; ἐν περινοίᾳ γεγονέναι = to have comprehended, Gal.18(1).331.
2 deliberation, ἐν περινοίᾳ τοῦ μεταστήσοντος αὑτὸν ἦν J.AJ18.6.2.
II overwiseness, over-wiseness, Th.3.43; subtlety, λογικὴ περίνοια Simp.in Ph.1205.28.
III disdain, contempt, Aristid.1.141 J. (v.l.), Lib.Or.12.48, Phot., Suid.
IV sharp practice, fraud, περίνοια καὶ ἀπάτη Just.Nov.7.12, cf. Cod.Just.1.3.41.5.
German (Pape)
[Seite 583] ἡ, Überlegung, Einsicht, Kenntniß; καὶ γνῶσις, Plat. Ax. 370 a; Sp.; Überklugheit, Thuc. 3, 43; Phot. erkl. ὑπερηφανία.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 compréhension, intelligence;
2 en mauv. part finesse, habileté.
Étymologie: περινοέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περίνοια -ας, ἡ [περινοέω] begrip, intelligentie. overmaat aan scherpzinnigheid. Thuc. 3.43.3.
Russian (Dvoretsky)
περίνοια: ἡ
1 проницательность, вдумчивость (π. καὶ γνῶσις Plat.);
2 pl. настороженность, недоверчивость, подозрительность Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
περίνοια: ἡ, σύνεσις, δεξιότης, εὐφυΐα, τινος Πλάτ. Ἀξίοχ. 370Α· ἀπολ., Φιλόστρ. 569, Λουκ. Ζεῦξις 2. ΙΙ. ὑπερβολικὴ σύνεσις, Θουκ. 3. 43. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, Ἀριστείδ. 1. 141, Φώτ., Σουΐδ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ περίνους
1. σύλληψη με τον νου, κατανόηση («οὐ γὰρ οἶόν τε ἄλλως ἐν περινοίᾳ θεοῦ γενέσθαι», Γρηγ. Ναζ.)
2. επιδεικτική γνώση, δοκησισοφία («μόνην τε πόλιν διὰ τὰς περινοίας εὖ ποιῆσαι ἐκ τοῦ προφανοῦς μὴ ἐξαπατήσαντα ἀδύνατον», Θουκ.)
3. απάτη, τέχνασμα
αρχ.
1. σύνεση, ευφυΐα («περίνοιαν καὶ γνῶσιν», Πλάτ.)
2. συζήτηση, ανταλλαγή σκέψεων
3. υπερηφάνεια.
Greek Monotonic
περίνοια: ἡ, ευφυία, οξυδέρκεια, σε Θουκ.
Middle Liddell
περίνοια, ἡ, [from περινοέω
quick intelligence: overwiseness, Thuc.
English (Woodhouse)
Translations
contempt
Arabic: اِحْتِقَار, اِزْدِرَاء; Belarusian: пагарда; Bulgarian: презрение, пренебрежение; Catalan: menyspreu; Chinese Mandarin: 鄙夷, 鄙薄, 鄙視/鄙视, 輕視/轻视; Czech: opovržení, despekt, pohrdání, přezírání; Danish: foragt; Dutch: verachting, minachting; Finnish: halveksunta, halveksinta, ylenkatse; French: mépris; Galician: desprezo; German: Verachtung; Greek: περιφρόνηση, καταφρόνηση; Ancient Greek: ἀδοξία, ἀδοξίη, ἀλογία, ἀλογίη, ἀπαξίωσις, ἀπόλειψις, ἐξουδενισμός, ἐξουδένωμα, ἐξουδένωσις, ἐξουθένησις, καταφρόνημα, καταφρόνησις, ὀλιγωρία, ὀλιγωρίη, περίνοια, περιφρόνησις, περιφροσύνη, τὸ καταφρονοῦν, ὑπερηφανία, ὑπερόρασις, ὑπεροψία, ὑπερφρόνησις, φαύλισμα; Hebrew: בוז; Hungarian: megvetés; Icelandic: fyrirlitning; Irish: dímheas, tarcaisne; Italian: disprezzo; Japanese: 軽蔑, 軽侮, 侮蔑; Korean: 경멸; Latin: contemptus, despectio, fastus; Macedonian: презир; Malayalam: പുച്ഛം; Old English: forsewennes; Persian: تحقیر; Plautdietsch: Ve'achtunk; Polish: pogarda, lekceważenie; Portuguese: desprezo, desdém, contempto; Romanian: dispreț; Russian: презрение, пренебрежение; Serbo-Croatian Roman: nadmenost, nadutost, prezrivost, prezir; Spanish: desprecio, desdén; Swedish: missnöje, misshag, förakt, avsmak; Turkish: küçümsemek; Ukrainian: презирство, нехтування; Volapük: nestüm; Yiddish: פֿאַראַכטונג