περιπετής
English (LSJ)
περιπετές, (περιπίπτω)
A falling round, ἀμφὶ μέσσῃ π. προσκείμενος lying with his arms clasped round her waist, S.Ant.1223.
2 surrounded by, wrapped in, πέπλοισι A.Ag.233 (lyr.).
3 ἔγχος π. = the sword round which (i.e. on which) he has fallen, S.Aj.907.
II falling in with, falling into evil, καταστῆσαί τινα δεινῷ μηδενὶ π. D.Ep.5.1; π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, fall among, τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Plu. Pomp.62; πολέμοις Id.Cic.42: π. εἶναι τῇ χολῇ τινος Luc.Pseudol.1; πόλις αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plu.Phoc.33; ἀλλήλοις Anon. ap. Suid.; π. ποιεῖν αὑτοῖς τοὺς πολεμίους cause them to fall foul of each other, Plu.Marc.26; π. τοῖς ἑαυτῶν λόγοις Hermog.Stat.1 (cf. περιπίπτω II.3); π. τῇ αἰτίᾳ γενέσθαι become liable to the charge, Plu.CG10.
III changing or turning suddenly, of a man's fortunes, esp. from good to bad, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι… τὰ πρήγματα a sudden reverse, Hdt. 8.20; π. τύχαι E.Andr.982; cf. περιπέτεια.
German (Pape)
[Seite 586] ές, 1) hineinfallend, hineingeratend, τινί, z. B. in Netze, od. übertr., in Unglück, δεινῷ, Dem. epist. 5 A; γίγνεσθαι περιπετῆ τινι, = περιπίπ τειν, Plut. Pomp. 62 u. öfter; auch περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ, Jem. in seine Hände bringen, Marcell. 26. – Übh. darum herumfallend, so daß man es rings umgiebt, ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον ὁρῶμεν Αἵμονα, Soph. Ant. 1208, daliegend, indem er sie umfaßt hält; – u. pass., durch etwas Herumgeworfenes rings umhüllt, bedeckt, πέπ λοισι περιπετής, Aesch. Ag. 225; gewagter Soph. Ai. 891, ἐν γάρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ' ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ; das Schwert, in welches Ajas sich gestürzt hat, so daß es von seinem Leibe umgeben ist. – 2) umschlagend, sich plötzlich ändernd, von den Glücksumständen der Menschen; ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας, Eur. Andr. 983, wie περιπετέα ἐποιήσαντό σφισι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα, schneller Glückswechsel, Her. 8, 20.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
I. intr. 1 qui tombe sur ou autour : ἀμφὶ μέσσῃ SOPH s'étant jeté sur elle et la tenant enlacée ; fig. γίγνεσθαι περιπετῆ τινι PLUT venir à tomber dans un malheur ou un danger ; περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ PLUT faire tomber qqn entre ses mains;
2 qui tombe dans qch qui entoure : περιπετής πέπλοισι ESCHL enveloppée de ses voiles;
3 qui tombe sur ou qui se heurte à une chose circulaire (palissade, etc.) τινι;
4 qui tombe par revirement, càd qui se produit par un retour soudain;
II. sur quoi l'on se jette en parl. d'une arme qui s'enfonce dans le corps.
Étymologie: περιπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπετής -ές [περιπίπτω] gehuld in:. πέπλοισι περιπετῆ gehuld in haar gewaad Aeschl. Ag. 233. vallend rond:; τόδ’ ἔγχος περιπετοῦς κατηγορεῖ dit zwaard levert het bewijs dat hij erop gevallen is Soph. Ai. 907; met ἀμφί + dat..; κατείδομεν... τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον we zagen hem bij haar liggen met zijn armen om haar middel Soph. Ant. 1223; terechtkomend in, met dat.: τῶν ἄφνω τούτων τινὶ κακῶν γενέσθαι περιπετῆ ten prooi vallen aan een van die plotselinge rampen Men. Asp. 336; πρίν... γενέσθαι περιπετεῖς οἷς αὐτοὶ τοὺς Ῥωμαίους ἐποίησαν voordat zij terechtkwamen in de situatie waarin zij zelf de Romeinen hadden gebracht Plut. Fab. 12.4. omslaand, veranderend:. περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα zij hadden zichzelf in een hachelijke situatie gebracht Hdt. 8.20.1; περιπετεῖς ἔχεις τύχας jouw geluk is omgeslagen Eur. Andr. 982.
Russian (Dvoretsky)
περιπετής:
1 упавший или падающий: τοῖς ὀρύγμασι π. γενέσθαι Plut. попасть в рвы; ἀμφὶ μέσσῃ π. Soph. обхватив поперек (тело мертвой Антигоны);
2 попавший: ἔγχος περιπετές Aesch. вонзившийся (в тело) меч; ποιεῖν αὑτοῖς περιπετεῖς τοὺς πολεμίους Plut. опрокинуть врагов друг на друга, т. е. привести их в замешательство; ἐμφυλίοις πολέμοις π. γενέσθαι Plut. стать жертвой междоусобных войн; π. εἶναι τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων (Ἀρχιλόχου) Luc. быть мишенью желчных ямбов Архилоха; πόλις αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plut. город, охваченный внутренними раздорами; π. τῇ αἰτίᾳ τοῦ φόνου γενέσθαι Plut. оказаться обвиненным в соучастии в убийстве;
3 закутанный (πέπλοισι Aesch.);
4 изменившийся к худшему, несчастный, неудачный (τὰ πρήγματα Her.): περιπετεῖς ἔχειν τύχας Eur. попасть в беду.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που πέφτει πάνω σε κάποιον και τον καλύπτει ολόγυρα με το σώμα του, αυτός που περιβάλλει κάποιον
2. αυτός που περιπίπτει σε μια κατάσταση και ιδίως στη δυστυχία («μή με καταστήσῃς ἀηδεῖ καὶ δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ», Δημοσθ.)
3. (για την ανθρώπινη τύχη) αυτός που μεταβάλλεται αιφνίδια και, ιδίως, από το καλό στο κακό («ἐπειδὴ περιπετεῖς ἔχεις τύχας», Ευρ.)
4. (με παθ. σημ.) καλυμμένος ολόγυρα («ὕπερθε βωμοῦ πέπλοισι περιπετῆ παντὶ θυμῷ προνωπῆ λαβεῖν ἀέρδην», Αισχύλ.)
5. φρ. α) «ξίφος περιπετές»
(στον Αισχύλ.) το ξίφος γύρω από το οποίο έπεσε ο Αίας
β) «αὐτὸς ἐμαυτῷ περιπετὴς γίγνομαι» — γίνομαι αίτιος της πτώσης μου, της καταστροφής μου
δ) «περιπετής εἰμί τινι» — εμπλέκομαι, έχω την ατυχία να εμπλακώ σε μια κατάσταση
ε) «περιπετῆ ποιῶ τινα ἐμαυτῷ» — καθιστώ κάποιον υποχείριό μου
στ) «περιπετὴς τῇ αἰτίᾳ γίγνομαι» — θεωρούμαι υπαίτιος κακού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -πετής (θ. πετ- του πίπτω), πρβλ. ευπετής].
Greek Monotonic
περιπετής: -ές (περιπεσεῖν)·
I. 1. αυτός που πέφτει τριγύρω, ἀμφὶμέσσῃ προσκείμενος περιπετής, βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του ολόγυρα τη μέση της, σε Σοφ.
2. τυλιγμένος, πέπλοισι, σε Αισχύλ.
3. ἔγχος περιπετές, το ξίφος γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο Αίας), σε Σοφ.
II. αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, υπόκειμαι σε..., σε Πλούτ.
III. αυτός που μεταβάλλεται ξαφνικά, περιπετέα πράγματα, ξαφνική τροπή προς την αντίθετη κατεύθυνση, σε Ηρόδ.· περιπετεῖς τύχαι, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
περιπετής: -ές, (περιπίπτω) ὁ πέριξ πίπτων, τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον, αὐτὸν δὲ ἔχοντα αὐτὴν ἐνηγκαλισμένην ἀπὸ τὴν μέσην, Σοφ. Ἀντ. 1223· πρβλ. περίκειμαι. 2) ἐντετυλιγμένος ἔν τινι, πέπλοισι περιπετῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 233· ἀλλά, 3) ἔγχος περιπετές, τὸ ξίφος περὶ ὃ (δηλ. ἐφ’ οὗ) ἔπεσε (δηλ. ὁ Αἴας)· ὁ Εὐστάθ. (644, 47) παρατηρεῖ: «Σοφοκλῆς ἔγχος περιπετὲς εἰπεῖν ἐτόλμησεν, ᾧ περιπέπτωκεν Αἴας», ἐν γὰρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ’ ἔγχος περιπετὲς κατηγορεῖ Σοφ. Αἴ. 907· (οὕτω πεπτῶτα περὶ ξίφει αὐτόθι 828), πρβλ. περιπίπτω Ι. 2, περιπτυχής. ΙΙ. ὁ ἐμπεσὼν εἴς τι, ἐμπεσὼν εἰς δυστυχίαν, δέομαι δή σου... μή με καταστήσῃς... δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ Δημ. 1490. 3· π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, ἐμπίπτειν μεταξύ, τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Πλουτ. Πομπ. 62· πολέμιος ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 42· π. εἶναι τῇ χολῇ τινὸς Λουκ. Ψευδολ. 1· π. γενέσθαι αὐτὸς ἑαυτῷ, ἀλλήλοις Πλουτ. Φωκ. 33, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, ὑποπεσεῖν εἰς..., Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10· καὶ ποιεῖν ἔτι μᾶλλον αὑτοῖς περιπετεῖς τοῦ πολεμίου, καὶ νὰ κάμωσι τοὺς πολεμίους νὰ ἐπιπέσωσιν ἔτι μᾶλλον εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 26. ΙΙΙ. ὁ μεταβαλλόμενος ἢ αἰφνιδίως τρεπόμενος, ἐπὶ τῶν περιστάσεων καὶ τῆς τύχης τοῦ ἀνθρώπου, μάλιστα ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ εἰς τὸ κακόν, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι... τὰ πρήγματα, τὰ ἔκαμον νὰ λάβωσιν αἰφνίδιον τροπὴν εἰς τοὐναντίον, Ἡρόδ. 8. 20· π. τύχαι Εὐρ. Ἀνδρ. 982· πρβλ. περιπέτεια. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπετεῖς· περιερχόμενοι. ἐναντίοι. ἢ προπετεῖς. ἢ περιπεσόντες». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σελ. 302.
Middle Liddell
περιπετής, ές περιπεσεῖν
I. falling round, ἀμφὶ μέσσῃ προσκείμενος π. lying with his arms clasped round her waist, Soph.
2. wrapt in, πέπλοισι Aesch.
3. ἔγχος π. the sword round which (i. e. on which) he has fallen, Soph.
II. falling in with danger, etc., c. dat., Dem.; π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ to become liable to…, Plut.
III. changing suddenly, περιπετέα πρήγματα a sudden reverse, Hdt.; π. τύχαι Eur.