πολυτελής
English (LSJ)
πολυτελές, (τέλος)
A very expensive, costly, opp. εὐτελής, οἰκίη Hdt.4.79; τράπεζα Democr.210; παρακομιδή Th.7.28; ζῶναι Pl.Hp.Mi.368c; παρασκευαί X.Hier.1.20 (Comp.); πολυτελὴς νεκρός = honoured with a costly funeral, Men. Per.Fr.2; λίθοι, λιθεία, precious stones, OGI90.34 (Rosetta, ii B.C.), 132 (Egypt, ii B.C.): generally, valuable, πολυτελεστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν… δύναμιν ἐδημιούργησεν Pl.R. 507c; πολυτελέστατον ζῷον, v.l. for πολυφρονέστατον, Euryph. ap. Stob.4.39.27.
II of persons, lavish, extravagant, coupled with ἄσωτος, Men.615; γυνὴ π. ἐστ' ὀχληρόν Id.325.7; ἑταίρα π. Id.824; π. τῷ βίῳ Antiph.80.5. Adv. πολυτελῶς = luxuriously, richly Eup.335, Lys.7.31, X.Mem.3.11.4: Sup., τὰ πολυτελέστατα = in the costliest manner, Hdt.2.87.
German (Pape)
[Seite 674] ές, 1) viel aufwendend, kostbar, prächtig lebend, Pol. 8, 11, 7. – 2) was viel Aufwand erfordert, kostbar; Her. 4, 79; Thuc. 7, 27; πομπαὶ καὶ θυσίαι, Plat. Alc. II, 149 c; superl., Rep. VI, 507 c; Xen. u. Folgde; δύναμις, Pol. 2, 23, 1 u. sonst; auch adv., πολυτελῶς κατεσκεύασται τὰ βασίλεια, Pol. 10, 10, 9; πολυτελέστερον ζῆν, ib. 25, 5; πολυτελέστατα, Her. 2, 86.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui exige de grandes dépenses, coûteux ; magnifique.
Étymologie: πολύς, τέλος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυτελής -ές [πολύς, τέλος] heel kostbaar. verkwistend, extravagant:; γυναικὶ νέᾳ καὶ πολυτελεῖ συνοικῶν gehuwd met een jonge, verkwistende vrouw Plut. Per. 36.2; adv. πολυτελῶς = met alle pracht en praal.
Russian (Dvoretsky)
πολυτελής:
1 дорогостоящий, вводящий в большие расходы (πόλεμος Thuc.; παρασκευαί Xen.);
2 драгоценный (νάρδος NT);
3 роскошный, пышный (οἰκίη Her.);
4 много тратящий, расточительный (γυνή Men.);
5 богато устроенный, прекрасно оснащенный (ἡ τοῦ ὁρᾶν δύναμις Plat.).
English (Strong)
from πολύς and τέλος; extremely expensive: costly, very precious, of great price.
English (Thayer)
πολυτελές (πολύς, and τέλος cost) (from Herodotus down), precious;
a. requiring great outlay, very costly: Thucydides and following; the Sept.)
b. excellent, of surpassing value (A. V. of great price): Plato, others.))
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
αυτός για τον οποίο δαπανήθηκαν πολλά χρήματα, δαπανηρός, πολυέξοδος (α. «πολυτελές διαμέρισμα» β. «οἰκίης μεγάλης καὶ πολυτελέος περιβολή», Ηρόδ.)
νεοελλ.
(κοινων.) αυτός που είναι εφοδιασμένος με περισσότερα και καλύτερης ποιότητας μέσα από ό,τι χρειάζεται για την απλή εκπλήρωση του σκοπού για τον οποίο προορίζεται («πολυτελές ξενοδοχείο»)
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που ξοδεύει πολλά, σπάταλος, πολυέξοδος («γυνὴ πολυτελής ἐστ' ὀχληρόν», Μέν.)
2. (για νεκρό) αυτός που τιμάται με πολυδάπανη, μεγαλόπρεπη κηδεία
3. πολύτιμος, βαρύτιμος («περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς», Πλούτ.)
4. εξαιρετικά επωφελής, πολύ χρήσιμος.
επίρρ...
πολυτελώς / πολυτελῶς ΝΜΑ
με πολυτελή, δαπανηρό τρόπο, με πολυτέλεια («ζει πολυτελώς»)
αρχ.
με μεγαλοπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ισοτελής].
Greek Monotonic
πολῠτελής: -ές (τέλος),
I. πολύ ακριβός, πολυδάπανος, αντίθ. προς το εὐτελής, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που ξοδεύει πολλά, σπάταλος, πολυτελής, σε Μένανδρ. κ.λπ.· επίρρ. -λῶς, σε Ξεν.· υπερθ. -λέστατα, με τον πιο δαπανηρό τρόπο, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠτελής: -ές, (τέλος) ὡς καὶ νῦν, πολὺ δαπανηρός, πολυδάπανος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ εὐτελής, οἰκίη Ἡρόδ. 4. 79· πόλεμος Θουκ. 7. 28· ζῶναι Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 368C· παρασκευαὶ Ξεν. Ἱέρων 1. 20, κτλ.· πολυτελὴς νεκρός, τιμώμενος διὰ πολυτελοῦς κηδείας, Μένανδρ. ἐν «Περινθίᾳ» 2· καθόλου, πολύτιμος, βαρύτιμος, πολυτελεστάτην τὴν τοῦ ὁρᾶν... δύναμιν ἐδημιούργησεν Πλάτ. Πολ. 507C, πρβλ. Εὐρύφαμ. Πυθαγόρ. παρὰ Στοβ. 103, 27. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ πολλὰ δαπανῶν, σπάταλος, ἀλλὰ ἠπιώτερον τοῦ ἄσωτος, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 137· γυνὴ π. ἐστ’ ὀχληρὸν ὁ αὐτ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 6, πρβλ. Ἄδηλ. 228· π. τῷ βίῳ Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 2. 5. ― Ἐπίρρ. -λῶς, Λυσ. 111. 8, Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 4· ὑπερθ. -λέστατα, κατὰ τρόπον δαπανηρότατον, Ἡρόδ. 2. 86. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυτελῆ· πολυδάπανα, ἢ τὰ πολλοῦ ἄξια, ἤγουν τίμια».
Middle Liddell
πολῠ-τελής, ές τέλος
I. very expensive, very costly, opp. to εὐτελής, Hdt., Thuc., etc.
II. of persons, spending much, lavish, extravagant, Menand., etc.: —adv. -λῶς, Xen.; Sup. -λέστατα, in the costliest manner, Hdt.
Chinese
原文音譯:polutel»j 坡呂-帖累士
詞類次數:形容詞(3)
原文字根:許多-完成
字義溯源:極貴的,極寶貴的,至貴的,高貴的;由(πολύς)*=多)與(τέλος)=界限)組成,而 (τέλος)出自(τελέω)X*=有目標的計劃)。參讀 (βαρύτιμος)同義字
出現次數:總共(3);可(1);提前(1);彼前(1)
譯字彙編:
1) 極寶貴的(1) 彼前3:4;
2) 高貴的(1) 提前2:9;
3) 至貴的(1) 可14:3
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
sumptuosus, expensive, 1.10.2,
item likewise 2.65.2. 6.31.3. 7.27.2, 7.28.1,
SUP. 6.31.1.