τελέθω

English (LSJ)

3sg. Ion. Iterat.
A τελέθεσκε h.Cer.241:—poet. Verb, cogn. with τέλομαι, τέλλω, and πέλω (qq.v.), come into being, νὺξ τελέθει Il.7.282, 293; τελέθουσι γυναῖκες Emp.65.1: then simply to be so and so, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τ., Il.9.441, Od.19.328; ζαχρηεῖς τ. Il.12.347; ζαφλεγέες τ. 21.465; ἀμείνων τελέθει Od.7.52; παντοῖοι τ. 17.486; ἵνα τ' ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τ. 4.85; so also Hes. Op.181,506, Thgn.770, Orac. ap. Hdt.7.141, Epich. 170, Pi.P.2.78, and lyr. passages of Trag., as A.Supp.1040, E.Andr.783 (not in S.); not in Att. Prose, but in X.An.3.2.3, 6.6.36; also Ion., Hp.Morb.2.5, al.; and Dor., Tab.Heracl.1.111, Theoc.5.18, al., f.l. in Diotog. ap. Stob.4.1.133 (codd. SMA).
II Med. τελέθομαι, become, ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται Ps.-Phoc.104.

German (Pape)

[Seite 1084] (τέλλω, τέλος), werden, entstehen, geworden sein, und vollendet dasein; νὺξ τελέθει, es ist tiefe Nacht geworden, Il. 7, 282. 293, vgl. οἳ τὸ πάροσπερ ζαχρηεῖς τελέθουσι, 12, 347. 359; Od. 17, 486; Hes. O. 183. 508; an θάλλω erinnernd, vollkommen sein u. blühen, ἄνδρες ἀριπρεπέες τελέθουσι, Il. 9, 441, vgl. 21, 465 Od. 19, 328; ἀμείνων τελέθει, er ist tüchtiger, 7, 52; τελέθεσκε, H. h. Cer. 241; im Orak. bei Her. 7, 141; oft bei Pind., ἄδολος τελέθει Ol. 7, 53, τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος P. 2, 95, ἐκ πόνων τελέθει αἰὼν ἁμέρα N. 9, 44, αἱ δύο ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι P. 2, 30; ἐν δ' ἀΐστοις τελέθοντος οὔτις ἀλκά, Aesch. Ag. 454, u. öfter; Eur. Med. 1096; sp. D., wie Nossis 4 (IX, 332), Antp. Th. 26 (VII, 531).

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et impf. itér.
1 être complet, achevé, dans sa plénitude;
2 être, se trouver : ἔκ τινος naître de qch.
Étymologie: cf. τέλλω.

Russian (Dvoretsky)

τελέθω: быть законченным, полным, зрелым, т. е. сделаться, стать, тж. быть: νὺξ τελέθει Hom. наступила ночь; ζαφλεγέες τελέθουσιν Hom. (они) находятся в расцвете сил; ἀριπρεπέες τελέθουσιν Hom. (они) покрыты славой; ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom. люди недолговечны; θαρσαλέος ἀνὴρ ἐν πᾶσιν ἀμείνων ἔργοισιν τελέθει Hom. отважный муж больше преуспевает во всех делах; ἀπόρθητον τ. Her. оставаться несокрушимым.

Greek (Liddell-Scott)

τελέθω: γ΄ ἑνικ. Ἰωνικ. παρατ. τελέθεσκε Ὕμν. Ὁμηρ. εἰς Δήμ. 242. Ποιητ. ῥῆμα, ἴσως ἀρχαῖος τύπος τοῦ τέλλω ΙΙ, ἔρχομαι εἰς τὸ εἶναι, γίνομαι, εἶμαι, ὑπάρχω, νὺξ τελέθει Ἰλ Π. 282, 293· τελέθουσι γυναῖκες Ἐμπεδ. 329· - ἀκολούθως, ἁπλῶς, εἶμαι κατά τινα τρόπον, εἶμαι τοιοῦτός τις, ἥτις σημασία δὲν εἶναι σπανία παρ’ Ὁμήρῳ, ὡς, ἀριπρεπέες τλέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Ἰλ. Ι. 441, Ὀδ. Τ. 328· ζαχρηεῖς τ. Ἰλ. Μ 347· ἀμείνων τελέθει Ὀδ. Η. 52· παντοῖοι τ. Ρ. 486· οὕτω καὶ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 179, 504, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 141, Θέογν., Ἐπίχ. (94 Ahr.), Πίνδ., καὶ ἐν λυρικοῖς χωρίοις τῶν Τραγ. (ἀλλ’ οὐχὶ παρὰ Σοφ.)· δὲν εὑρίσκεται παρὰ τοῖς Ἀττ. πεζολόγοις ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, οἷον Ἱππ. 463. 10, κ. ἀλλ.· καὶ παρὰ Δωρ., Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν Συλλ. Ἐπιγραφ. 5774. 111, Διωτογ. παρὰ Στοβ. 267. 54. ΙΙ. = τελέω, φέρω εἰς ὕπαρξιν, Χρ. Σιβ. 3. 263. - Παθ, ἐγείρομαι, λαμβάνω ὕπαρξιν, Ψευδοφωκυλ. 98.

English (Autenrieth)

(τέλλω): poetic synonym of εἶναι or γίγνεσθαι, νὺξ ἤδη τελέθει, ‘it is already night,’ Il. 7.282 ; ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσιν, ‘become horned,’ ‘get horns' straightway, Od. 4.85 ; παν- τοῖσι τελέθοντες, ‘assuming all sorts of shapes,’ Od. 17.486.

English (Slater)

τελέθω (τελέθει, -οντι.)
   a be counted as, be δαέντι δὲ καὶ σοφία μείζων ἄδολος τελέθει (O. 7.53) αἱ δύο δ' ἀμπλακίαι φερέπονοι τελέθοντι (P. 2.31) κέρδει δὲ τί μάλα τοῦτο κερδαλέον τελέθει; (P. 2.78) ποτὶ κέντρον δέ τοι λακτιζέμεν τελέθει ὀλισθηρὸς οἶμος (P. 2.95) ἁ δ' ἀρετὰ κλειναῖς ἀοιδαῖς χρονία τελέθει (P. 3.115) ταὐτὰ δὲ τρὶς τετράκι τ' ἀμπολεῖν ἀπορία τελέθει (N. 7.105)
   b be the natural outcome c. ἐκ c. gen. ἐκ πόνων δ' οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ, τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα (N. 9.44)

Greek Monolingual

Α
1. γίνομαι, υφίσταμαι, υπάρχω («ἵνα ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι», Ομ. Οδ.)
2. μέσ. τελέθομαι
γίνομαι, καθίσταμαι («ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ενεστ., παράγωγος του ρ. τέλομαι, με ενεστωτικό επίθημα -έ-θω (πρβλ. θαλέθω: θάλλω, φλεγέθω: φλέγω)].

Greek Monotonic

τελέθω: γʹ ενικ. Ιων. παρατ. τελέθεσκε, έρχομαι στο «είναι», γίνομαι, υπάρχω, νὺξ τελέθει, σε Ομήρ. Ιλ.· ακολούθως, απλώς είμαι κατά κάποιον τρόπο, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τελέθουσι, σε Όμηρ., Τραγ.

Middle Liddell

τελέθω,
to come into being, to be quite or fully so and so, νὺξ τελέθει Il.: —then simply to be so and so, ἀριπρεπέες τελέθουσι, μινυνθάδιοι τελ. Hom., Trag.

Frisk Etymology German

τελέθω: τελετή τελετή
{teléthō}
See also: s. τέλομαι.
Page 2,869