ἐρι-

English (LSJ)

insepar. Particle, like ἀρι-, used as a prefix to strengthen the sense of a word, very, much; mostly Ep. and Lyr.

Frisk Etymology German

ἐρι-: {eri-}
Grammar: untrennbares verstärkendes Präfix
Meaning: sehr, hoch (ep. poet. seit Il.),
Composita: vorwiegend in Bahivrihi wie ἐρίγδουπος, ἐρισθενής, ἐρίτιμος, ἐριαύχην; auch ἐριβρεμέτης, ἐρίδματος (A. Ag. 1461 [lyr.]) u. a.; vgl. Chantraine REGr. 49, 406.
Etymology: Neben ἐρι- steht in derselben Bedeutung ἀρι-, das aber wie aind. ari- im Gegensatz zu ἐρι- in Verbaladjektiven zu Hause ist, vgl. s. v. und Schwyzer 434. Der unansehnliche Lautkörper im Verein mit der allgemeinen Bedeutung läßt allerhand Kombinationen freien Raum; als eine Möglichkeit mag an die Sippe von ὄρνυμι erregen, erheben (ἐρι- neben *ἔρος?, vgl. s. ἐρέας) erinnert werden.
Page 1,557-558

Greek Monolingual

(I)
ἐρι- (Α)
αχώριστο μόριο (όπως το αρι-) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής
πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος
β. ερίτιμος
πολύτιμος, εντιμότατος
γ. εριβρεμέτης αυτός που βροντάει ισχυρά, αυτός που βρυχάται δυνατά κ.λπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιτ. πρόθημα που απαντά ήδη στον Όμηρο και σπανιότερα στους λυρικούς και στην τραγωδία. Η υπόθεση ότι το ερι- συνδέεται με το ρ. όρνυμι παραμένει αναπόδεικτη. Το πρόθημα ερι- εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα που δηλώνουν ήχο, κρότο ή ύψος, σημασιολογικά δε συνδέεται με το επιτ. πρόθημα αρι-.
ΣΥΝΘ. ερίτιμος
αρχ.
εριαυγής, εριαχθής, εριβόας, ερίβομβος, εριβρεμέτης, εριβρεμής, εριβριθής, ερίβρομος, ερίβρυχος, εριβώλαξ, εριγάστωρ, ερίγδουπος, εριγηθής, ερίγληνος, ερίδηλος, εριδινής, ερίδματος, ερίδουπος, ερίδωρος, ερίζωος, εριήκοος, εριηχής, εριθαλής, ερίθαλλος, εριθηλής, ερίθηλος, ερίθυμος, ερικλάγκτης, ερίκλαυστος, ερικλυτός, ερίκνημος, ερικτέανος, ερίκτυπος, ερικυδής, ερικύμων, εριλαμπής, εριμύκης, ερίμυκος, ερίολβος, ερίπλευρος, ερίπνους, εριπτοίητος, ερισθενής, ερισμάραγος, ερίσπορος, εριστάφυλος, εριστέφανος, ερισφάραγος, ερίσφηλος, ερίτμητος, εριφεγγής, εριφλεγής, ερίφλοιος, ερίχρυσος, εριώδυνος, εριώπης
αρχ.-μσν.
εριαύχην μσν. ερίβοτρυς].

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῐ-: ἀχώριστον μόριον ὡς τὸ ἀρι-, προτιθέμενον τῶν λέξεων πρὸς ἐπίτασιν τῆς ἐννοίας αὐτῶν, κατὰ τὸ πλεῖστον Ἐπ. καὶ Λυρ. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐρῑ· πολύ, μέγα, ἰσχυρόν».