ἁλμυρός
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
ά, όν, (ἅλμη)
A salt, briny, Hom. only in Od., and always in phrase ἁ. ὕδωρ salt sea-water, 4.511, etc.; πόντος Hes.Th.107, Alc.26; θάλασσα Sapph.Supp.25.10; καθ' ἁ. ἅλα Epich.53, E.Tr.76; βένθεα Pi.O.7.57; ποταμός, of the Hellespont, Hdt.7.35. 2 in Prose, of taste, salt, γίνεται τὸ στόμα ἁ. Hp.Acut.(Sp.)44; ὄψα ἀ. X.Cyr.6.2.31, cf. Hp.Vict.1.56; αἷμα Pl.Ti.84a s.v.l.; of drinking-water, brackish, Th.4.26; ofsoil, Thphr. CP6.10.1, LXX Je.17.6; opp. μῶρος (insipid), Com.Adesp.596. 3 metaph., bitter, distasteful, γειτόνημα Alcm.116, cf. Pl.Lg.705a; ἀκοή Phdr.243d; λόγοι Ath.3.121e; ἁλμυρὰ κλαίειν weep bitterly, Theoc.23.34; ἁλμυρὸν καταπτύσαι Cerc.19.37. b piquant, ἁ. καὶ δριμύ Plu.2.685e.
German (Pape)
[Seite 108] salzig, Hom. achtmal, stets ἁλμυρὸν ὕδωρ Versende, Od. 4, 511. 5, 100, ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ 9, 227. 470, θαλάσσης ἁλμ υρὸν ὕδωρ 12, 236. 240. 431. 15, 294; – Thuc. 4, 26; ἁλμυρὸς πόντος Hes. Th. 107. 964; Pind. nennt das Meer ἁλμ υρὰ βένθεα Ol. 7, 57, Eur. ἁλμυρὸν πόντου βάθος Troad. 1; öfter bei Dichtern; ἁλμυρὰ ὄψα Xen. Cyr. 6, 2, 31; δολερὸς καὶ άλμ. ποταμός Her. 7, 35 der Hellespont; übertr. bitter, unerfreulich, ἀκοή Plat. Phaedr. 243 d; neben πικρὸν γειτόνημα Legg. IV, 705 a; κάλλος ἁλμ. καὶ δριμύ, pikant, Plut. Symp. 5, 10, 4; ἁλμυρὰ κλαίειν, bitterlich, Theocr. 23, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλμυρός: -ά, -όν, (ἅλμη) ὡς καὶ νῦν «ἁρμυρός», Ὅμ. μόνον ἐν Ὀδ. καὶ ἀείποτε ἐν τῇ φράσει ἁλμυρὸν ὕδωρ, τὸ ἁλμυρὸν ὕδωρ τῆς θαλάσσης, Δ. 511, κτλ., ἁλμ. πόντος, Ἡσ. Θ. 107˙ καθ’ ἁλμ. ἅλα, Ἐπιχ. 26, Ahr. Εὐρ. Τρῳ. 76˙ ἁλμ. βένθεα, Πινδ. Ο. 7. 105˙ ἁλμ. ποταμός, ἐπὶ τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 7. 35. 2) παρὰ τοῖς πεζοῖς, Ἀττ. ἐπὶ γεύσεως, ἁλμυρὸς τὴν γεῦσιν, Ξεν. Κύρ. 6. 2, 31˙ αἷμα, Πλάτ. Τίμ. 84Α˙ ἐπὶ ὕδατος ποσίμου, σημαίνει τὸ ὑφάλμυρον, «γλιφόν», Θουκ. 4. 26˙ ἐπὶ ἐδάφους, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 6. 10, 1˙ ἀντιτίθεται τῷ μωρός, ἀνούσιος, ἀνάλατος, Κωμ. Ἀνων. 220. 3) μεταφ., πικρός, δυσάρεστος, ἀπεχθής, ὡς τὸ Λατ. amarus: ἀκοή, γειτόνημα, Πλάτ. Φαῖδρ. 243D, Νόμ. 705A, Ἀλκμ. 116, πρβλ. Ἀθήν. 121E˙ ἁλμυρὰ κλαίειν, κλαίειν πικρῶς, Θεόκρ. 23. 34. β) δριμύς, «τσουχτερός», Πλούτ. 2. 685Ε.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
1 salin, salé : ἁλμυρὸς ποταμός HDT le courant salé (l’Hellespont);
2 salé, saumâtre, âcre ; fig. amer, piquant.
Étymologie: ἅλμη.
English (Autenrieth)
only ἁλμυρὸν ὕδωρ, salt water. (Od.)
English (Slater)
ἁλμῠρός
1 salty, of the salt sea ἀλμυροῖς δ' ἐν βένθεσιν νᾶσον κεκρύφθαι (O. 7.57) μή νυν νεκτα[ρ ]νας ἐμᾶς διψῶντ' α[ ]παῤ ἁλμυρὸν οἴχεσθον Παρθ. 2. 77.
Spanish (DGE)
(ἁλμῠρός) -ά, -όν
I 1salado del agua del mar θαλάσσης ἁλμυρὸν ὕδωρ Od.12.236, 240, cf. Od.4.511, Od.5.100, 9.227, Nonn.D.31.57, Πόντος Hes.Th.107, cf. 964, E.Hipp.1273, θάλασσα Sapph.96.10, Ar.Nu.567, ἅλς Epich.18, E.Tr.76, ἁλμυρὸν οἶδμα θαλάσσης h.Cer.14, βένθεα Pi.O.7.57, βάθος πόντου E.Tr.1, cf. Men.Fr.286.1, ποταμός del Helesponto, Hdt.7.35
•pred. χαῖταί σου στάζουσιν ἔθ' ἁλμυρά tus cabellos aún gotean agua del mar, AP 7.291 (Xenocritus)
•de agua de pozo o manantial salobre ὕδατι ἁλμυρῷ χρωμένους Th.4.26, op. aguas γλυκέα ‘potables’, ‘dulces’, Arist.Pr.933b18, Ph.1.623, cf. 1.696.
2 salado de humores γίνεται δὲ καὶ τὸ στόμα ἁ. Hp.Acut.(Sp.) 44, αἷμα Pl.Ti.84a, φλέγμα Pl.Ti.85b, cf. 83c, γάλα de las recién paridas, Arist.HA 585a31, χυμός Thphr.CP 6.10.1
•de alimentos salado Hp.Vict.2.56, ὅσα ἐστὶν ὀξέα καὶ δριμέα καὶ ἁλμυρά X.Cyr.6.2.31, τροφαί Arist.Fr.103, μήθ' ἁλμυρὸν ... μήτε μῶρον ni salado ... ni soso, Com.Adesp.596, ἁ. ὕδωρ agua con sal Stratt.14.
3 del terreno salino, salobre γῆ LXX Ie.17.6.
II fig.
1 amargo, desagradable prov. γειτόνημα Alcm.108, Pl.Lg.705a, Ael.Ep.13, ἀκοή Pl.Phdr.243d, λόγοι Ath.121e, δάκρυα Hsch.
•neutr. como adv. ἁλμυρὰ κλαύσεις llorarás amargamente Theoc.23.34, αὐτῆς τρυφῆς ἔθ' ἁλμυρὸν καταπτύων Cerc.11a6D, cf. 11b3D.
2 saleroso, resalado κάλλος γυναικὸς ... μεμιγμένον χάριτι ... ἁλμυρὸν καὶ δριμὺ καλοῦσιν a la belleza de mujer mezclada con gracia llaman salero y picardía Plu.2.685e.
Greek Monolingual
και αρμυρός, -ή, -ό (Α ἁλμυρός, -ά, -όν)
αυτός που περιέχει άφθονο αλάτι, που έχει γεύση αλατιού ή απλώς ο αλατισμένος
νεοελλ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τά αλμυρά
α) οι αλίπαστες τροφές, τα παστά
β) τα είδη ζαχαροπλαστικής, που παρασκευάζονται δίχως ζάχαρη με την προσθήκη αλατιού
2. ακριβός, δαπανηρός
3. χυδαίος, αισχρός, άσεμνος
4. φρ. «αλμυρό-λύσσα», αλμυρό μέχρι του βαθμού ώστε να προκαλέσει λύσσα, πάρα πολύ αλμυρό
«αγαπά ή του αρέσουν τα αλμυρά», για τον φιλήδονο
αρχ.
1. πικρός, δυσάρεστος, αποκρουστικός
2. δριμύς, τσουχτερός
3. φρ. «ἁλμυρόν ὕδωρ», το αλμυρό θαλασσινό νερό
«ἁλμυρός ποταμός», ο Ελλήσποντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται ετυμολογικά με τη λ. ἅλμη. (Το τέρμα –υρὸς εξηγείται από τ. ἁλυρός).
ΠΑΡ. αλμυρίζω, αλμυρότης
αρχ.
ἁλμυρίς, ἁλμυρίτις (γῆ), ἁλμυρώδης, ἁλμυρῶ
μσν.
ἁλμυρία
νεοελλ.
αλμύρα, αλμυρήθρα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλμυρονάματος, ἁλμυροφόρος
νεοελλ.
αλμυρόγλυκος, αλμυρόμετρο, αλμυρόπικρος].