κροτώ

From LSJ
Revision as of 06:42, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

(AM κροτῶ, -έω, Α και κορτώ)
1. κάνω κρότο, παράγω ήχο («ὑπερώησαν δέ οἱ 'ίπποι κείν' ὄχεα κροτέοντες», Ομ. Ιλ.)
2. κάνω κάτι ή χτυπώ κάτι με αποτέλεσμα την παραγωγή κρότου («θύρσω κροτῶν γῆν», Ευρ.)
νεοελλ.
1. εκπυρσοκροτώ
2. (το αρσ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ο κροτών
παλαιού τύπου τηλεγραφικός δέκτης ο οποίος απέδιδε με ήχο τα αφικνούμενα σήματα
3. φρ. «κροτούν αέριο» — αέριο μίγμα αποτελούμενο από υδρογόνο και οξυγόνο σε αναλογία δύο προς ένα
μσν.
1. αναχαιτίζω
2. συγκροτώ, οργανώνω
3. αποκτώ φήμη, διαδίδομαι
4. φρ. α) «κροτώ πόλεμον» — διεξάγω πόλεμο
β) «κροτώ κάποιον» — επιδοκιμάζω κάποιον
μσν.-αρχ.
χειροκροτώ («καὶ ἐν θεάτρψ κροτεῑν ὅταν οἱ ἄλλοι παύωνται», Θεόφρ.)
αρχ.
1. σφυρηλατώ, σφυροκοπώ
2. προκαλώ θόρυβο προκειμένου να συγκεντρώσω σμήνος μελισσών
3. χτυπώ το υφάδι κατά την ύφανση («ἐπιστολὰς δὲ γραφεῑν ἐν σινδόσιν λίαν κεκροτημέναις», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Για την ετυμολ. της λ. βλ. λ. κρότος.
ΠΑΡ. κρότημα, κρότηση(-ις), κρότος
αρχ.
κροτησμός, κροτητικός, κροτητός
νεοελλ.
κροτίδα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κροτησίγομ«φος. (Β' συνθετικό) επικροτώ, συγκροτώ
αρχ.
ανακροτώ, αποκροτώ, αρτικροτώ, διακροτώ, εγκροτώ, επισυγκροτώ, κατακροτώ, παρακροτώ, περικροτώ, συνεπικροτώ
νεοελλ.
ανασυγκροτώ, αντικροτώ, εκπυρσοκροτώ, καταχειροκροτώ, ποδοκροτώ, χειροκροτώ].