αναιρώ

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source

Greek Monolingual

(-έω) (Α ἀναιρῶ)
1. ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία, ανασκευάζω, αντικρούω
2. καταργώ, ακυρώνω, ανακαλώ
3. αθετώ, αρνούμαι
4. θανατώνω, φονεύω (ειδ. στα νεοελλ. «φονεύω απρομελέτητα σε βρασμό ψυχικής ορμής»)
αρχ.
Ι. (ενεργ. και μέσ.)
1. σηκώνω από κάτω επάνω, παίρνω μαζί μου ή απλώς παίρνω
2. (για έπαθλα) κερδίζω, νικώ
3. περισυλλέγω νεκρούς για ταφή
ΙΙ. ενεργ.
1. (για πράγματα) αφανίζω, καταλύω, καταστρέφω
2. (για χρησμούς) ορίζω, διατάζω, χρησμοδοτώ
3. δίνω απάντηση, απαντώ
ΙΙΙ. μέσ.
1. παίρνω στην υπηρεσία μου, προσλαμβάνω
2. αρπάζω «κούρας ἀνέλοντο θύελλαι» (Όμ. υ 66)
3. παίρνω στην αγκαλιά μου
4. μένω έγκυος, συλλαμβάνω
5. αναλαμβάνω την ευθύνη για την εκτέλεση έργου, επιχειρώ
6. (για χρήματα) δανείζομαι με τόκο
7. δέχομαι κάτι σαν δικό μου, αναγνωρίζω, υιοθετώ
8. φρ. «ποινήν τίνος ἀναιροῡμαι», παίρνω εκδίκηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνά + αἱρῶ.
ΠΑΡ. αναίρεση (-ις) αναιρετικός
αρχ.-μσν.
ἀναιρέτης μσν. ἀναίρεμα, ἀναιρετήριος
νεοελλ.
αναιρεσείων].