νεανικός

From LSJ
Revision as of 11:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεᾱνῐκός Medium diacritics: νεανικός Low diacritics: νεανικός Capitals: ΝΕΑΝΙΚΟΣ
Transliteration A: neanikós Transliteration B: neanikos Transliteration C: neanikos Beta Code: neaniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (νεάν)

   A youthful, ῥώμη Ar.V.1067: mostly of youthful qualities : hence,    1 fresh, active, vigorous, fine, νεανικώτατε Id.Eq.611; κρέας ν. a fine large piece, Id.Pl.1137; λοπάς Alex.188.2; of trees, Thphr.HP5.1.11 (Comp.); -ώτερα ἀγαθά more splendid, Pl.R.363c.    2 high-spirited, impetuous, gay, τὸ νεανικώτατον the most dashing feat, Ar.V.1205; ἀρχὴ καλὴ καὶ ν. Pl.R.563e; γενναῖον καὶ ν. ἔρωτα Id.Ly.204e; ν. τε καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας Id.R.503c; μέγα καὶ ν. φρόνημα D.3.32; οὐ γὰρ ἡγεῖτο λαμπρὸν οὐδὲ ν. Id.21.131, cf. 201.    3 in bad sense, headstrong, insolent, τὸ ν. τοῦ λόγου Pl.Grg.508d; ἢ σοῦ τις -ώτερος ib.509a; δημοκρατία ἡ -ωτάτη Arist.Pol.1296a4.    4 of things, vehement, mighty, ψῦξις -ωτάτη Hp.VM16; αἱμορραγία Id.Prorrh. 1.134; φόβος E.Hipp.1204; βούλευμα Id.Fr.185.6: freq. in later Prose, ἐπιθυμία ν. Arist.EN1148a21; βροντή Id.HA602b23; νόσημα ib.602b29; χειμών Thphr.Ign.17.    II Adv. -κῶς in a youthful manner, ἐστείλαμεν ἑαυτοὺς ν. X.Eph.5.1.    2 vigorously, Ar.Pax 898; ν. βοηθεῖν τινι Pl.Tht.168c; βιαίως καὶ ν. Dsc.1.56; of things, Ph.Bel.78.29: Comp. -κωτέρως, ἀγαθός Phld.Rh.2.272 S.    3 violently, wantonly, τύπτειν, τωθάζειν, Ar.V.1307, 1362; ν. ἀκόλαστος Phld.Acad.Ind.p.47 M.    4 excessively, ν. τρομώδεα Hp.Prorrh. 1.9; ν. προσπεφυκέναι to be firmly attached to... Arist.HA530a15. [νεανικήν is trisyll. in Ar.V.1067; cf. νεανίας.]

Greek (Liddell-Scott)

νεᾱνῐκός: -ή, -όν, (νεάν, νεανίας) ὁ ἀνήκων εἰς νέον ἢ νεανίαν, ῥώμη Ἀριστοφ. Σφ. 1067· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἰδιοτήτων τῶν νέων· ἑπομένως, 1) ἐνεργητικός, δραστήριος, ῥωμαλέος, ζωηρός, νεανικώτατε Ἀριστοφ. Ἱππ. 611· ν. κρέας, μέγα, καλὸν τεμάχιον, γενναία μερίς, ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 1137· λοπάδα νεανικήν Ἄλεξις ἐν «Πονήρᾳ» 2· ἐπὶ δένδρων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 1, 11. 2) ὁρμητικός, γενναῖος, μεγαλόψυχος, φαιδρός, ὡς τὸ Λατ. superbus, τὸ νεανικώτατον, ἡ τολμηροτάτη πρᾶξις, Ἀριστοφ. Σφ. 1205· οὕτω, καλή καὶ ν. Πλάτ. Πολ. 563Ε· γενναῖον καὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Λύσ. 204Ε· ν. καὶ μεγαλοπρεπεῖς τὰς διανοίας ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 305C· νεανικώτερα, μᾶλλον ἁρμόζοντα εἰς τοὺς νέους, φαιδρότερα, ὁ αὐτ. 563C· μέγα καὶ νεανικὸν φρόνημα Δημ. 37. 10· οὐ γάρ ἡγεῖτο λαμπρόν οὐδὲ νεανικὸν ὁ αὐτ. 557. 25, πρβλ. 579. 9. 3) ἐπὶ κακῆς σημασίας, αὐθάδης, προπετής, ἀλαζών, ἰσχυρογνώμων, ἀπερίσκεπτος, Λατ. protervus, τὸ ν. τοῦ λόγου Πλάτ. Γοργ. 508D· ἢ σοῦ τις νεανικώτερος αὐτόθι 509Α· δημοκρατία ἡ νεανικωτάτη Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. 4) ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἰσχυρός, ὡς τὸ Λατ. validus, ῥῖγος ν. Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15· αἱμορραγία ὁ αὐτ. 79Β· φόβος Εὐρ. Ἱππ. 1204· βούλευμα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 185· πρβλ. Meineke εἰς Ἄλεξ. ἐν «Πονήρᾳ» 2· συχν. παρὰ μεταγενεστ. πεζολόγοις, ἐπιθυμία ν. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 7. 4, 4· βροντὴ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 20, 1· νόσημα αὐτόθιχειμών, ἄνεμος Θεοφρ. π. Πυρὸς 17, κτλ. ΙΙ. Ἐπίρρ. νεανικῶς, ζωηρῶς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ν. βοηθεῖν τινι Πλάτ. Θεαίτ. 168C. 2) βιαίως, ἰσχυρῶς, τύπτειν, τωθάζειν Ἀριστοφ. Σφ. 1307, 1362. 3) ἐπὶ πραγμάτων, καθ’ ὑπερβολήν, τὰ ἐν φρενιτικοῖς νεανικῶς τρομώδεα Ἱππ. Προρρ. 68· ν. προσπεφυκέναι, στερεῶς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 32. [Περὶ τοῦ τρισυλλάβου τύπου νανικὸς ἴδε νεανίας ἐν τέλ.].

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de jeune homme, d’où
1 en b. part fort, robuste, généreux ; grand, fort : νεανικὸν κρέας AR beau ou gros morceau de viande ; νεανικὸς φόβος EUR grande crainte;
2 en mauv. part fougueux, hardi, téméraire;
Cp. νεανικώτερος.
Étymologie: νεανίας.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, -ή, -όν)
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.)
2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός
μσν.
το αρσ. ως ουσ. νεανικός
νεαρό άτομο
αρχ.
1. (για εδώδιμο) αυτός που αρμόζει σε νέο, αυτός που προσφέρεται σε μεγάλη μερίδα, άφθονος
2. (σχετικά με δένδρα) εύρωστος, ακμαίοςκλῆμα δυνατὸν καὶ νεανικόν», Θεόφρ.)
3. γενναίος, μεγαλόψυχος
4. (με κακή σημ.) αυθάδης, αλαζόνας, απερίσκεπτος («τὸ νεανικὸν δὴ τοῡτο τοῡ σοῡ λόγου», Πλάτ.)
5. ισχυρός («παρ' ἡμῑν δ' ἦν φόβος νεανικός, πόθεν ποτ' εἴη φθόγγος», Ευρ.)
6. (το ουδ. υπερθ. ως ουσ.) τὸ νεανικώτατον
πάρα πολύ τολμηρή πράξη.
επίρρ...
νεανικώς και -ά (ΑΜ νεανικῶς)
με νεανικό τρόπο, ορμητικά, δραστήρια
αρχ.
1. με νεανικό σφρίγος, ζωηρά («καὶ παγκράτιόν γ' ὑπαλειψαμένοις νεανικῶς παίειν», Αριστοφ.)
2. με δύναμη, με ορμή
3. με υπερβολή
4. με στερεότητα («προσπέφυκε δὲ νεανικῶς κατὰ τὸ μέσον», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. νεαν-ίας + κατάλ. -ικός].