ποιητής

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποιητής Medium diacritics: ποιητής Low diacritics: ποιητής Capitals: ΠΟΙΗΤΗΣ
Transliteration A: poiētḗs Transliteration B: poiētēs Transliteration C: poiitis Beta Code: poihth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A maker, μηχανημάτων Id.Cyr.1.6.38; κλίνης Pl.R.597d; τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός Id.Ti.28c; ζῴων, of the painter, Id.Sph.234a; inventor, θεῶν Id.Euthphr.3b; νόμων lawgiver, Id.Def. 415b.    2 workman, PSI4.388.8, al. (iii B.C., pl.).    II composer of a poem, author, π. κωμῳδίας Pl.Lg.935e; π. καινῶν δραμάτων, τραγῳδιῶν κτλ. SIG1079.2, al. (Magn. Mae., ii/i B.C.): abs., poet, Hdt.2.53, Ar.Ra.96, 1030, Pl.Ion534b, etc.; Homer was called ὁ π., Pl.Grg.485d, Arist.Rh.1365a11, 1380b28, Telesp.34 H., Plb.12.21.3, Str.1.1.10, A.D.Synt.26.19, etc.; so also Hesiod, Pl. Lg.901a; and others, Id.Thg.125e, D.Chr.78.44.    b composer of music, Pl.Lg.812d.    2 author of a speech, opp. deliverer of it, π. λόγων Id.Euthd.305b, cf. Phdr.234e, 278e, Alcid.Soph.34, Isoc. 15.192. (Written ποητής IG22.2319.65, SIG711L35 (Delph., ii B.C.), etc.)

German (Pape)

[Seite 648] ὁ, wer Etwas macht, hervorbringt, schafft, Verfertiger; κλίνης, Plat. Rep. X, 597 d; τῶν πρὸς τοὺς πολεμίους μηχανημάτων, Erfinder, Xen. Cyr. 1, 6, 38; auch μάχης, Plut. Alex. 60, mit u. ohne νόμου, Gesetzgeber, Plat. Rep. 415 b; Schöpfer, τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντός, Tim. 28 c. – Bes. der Dichter. späterer Ausdruck statt des früheren ἀοιδός, erst nach Hesiod. u. Pind. entstanden, als man schon angefangen hatte, Tonkunst u. eigentliche Dichtkunst von einander zu trennen, vgl. Wolf Proleg. p. XLII, 9; so von Homer, Her. 2, 53 u. oft bei Folgdn; vom Alcäus, Her. 5, 95; ποιητὴν ἢ λόγων συγγραφέα, Plat. Phaedr. 278 e; λόγων auch von Rednern, Euthyd. 305 b Phaedr. 234 e; übh. Schriftsteller, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ποιητής: γεν. οῦ, Ἰων. -έω, ὁ, ὁ κατασκευάζων, κατασκευαστής, μηχανημάτων Ξεν. Κύρ. 1. 6, 38· κλίνης Πλάτ. Πολ. 597D τὸν π. καὶ πατέρα τοῦδε τοῦ παντὸς ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 28C· ζῴων ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 234Α· θεῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐθύφρ. 3Β· καὶ (μετὰ τοῦ νόμων, ἢ ἄνευ αὐτοῦ), νομοθέτης, Πλάτ. Ὅροι 415Β. ΙΙ. ὁ ἐπινοητὴς καὶ παραγωγὸς ποιήματος, ὁ συνθεὶς ποίημα (πρβλ. τὸ Ἀρχ. Ἀγγ. maker· πρβλ. trouvère, troubadour· τοῦτ’ αὐτὸ ὁμοίως ἐξεφράζοντο καὶ οἱ Περουβιανοὶ διὰ τῆς λέξεως haravec, κατὰ τὸν Prescott, Hist. Peru, 1. σ. 114), ἰδίως λεγόμενον περὶ τοῦ Ὁμήρου (Ἡρόδ. 2. 53, κλπ.), ὅστις ἐκαλεῖτο ἐμφατικῶς ὁ ποιητής, Ἀριστ. Ρητ. 1. 7, 31, 33., 2. 3, 16· π. κωμῳδίας Πλάτ. Νόμ. 935Ε· καὶ καθόλου, Ἀριστ. Βάτρ. 96, 1030, Πλάτ. κτλ.· ὡσαύτωςσυνθέτης μουσικῆς, μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 812D. 2) καθόλου, ὁ παράγων οἱονδήποτε ἔργον διανοητικόν, συγγραφεύς, ῥήτωρ, π. λόγων Heind. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε, πρβλ. 278Ε, ἐν Εὐθυδ. 305Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 en parl. d’ouvrages manuels fabricant, artisan;
2 en parl. de l’intelligence qui compose des vers, poète ; abs.ποιητής le poète par excellence (Homère).
Étymologie: ποιέω.

English (Strong)

from ποιέω; a performer; specially, a "poet"; --doer, poet.

English (Thayer)

ποιητου, ὁ (ποιέω);
1. a maker, producer, author (Xenophon, Plato, others).
2. a doer, performer (Vulg. factor): τοῦ νόμου, one who obeys or fulfils the law, ποιέω, II. a.); ἔργου, λόγου, a poet: Herodotus 2,53, etc.), Aristophanes, Xenophon, Plato, Plutarch, others).

Greek Monolingual

ο, θηλ. ποιήτρια, ΝΜΑ, και θηλ. ποιητρίς, -ίδος, Α ποιώ
1. ο δημιουργός ποιημάτων, αυτός που εκφράζει τα βιώματά του σε έμμετρο λόγο, με φροντισμένη γλωσσική έκφραση
2. ο δημιουργός του κόσμου, ο θεός, ο πλάστης (α. «Πιστεύω εις ένα Θεόν... ποιητήν ουρανού και γής» β. «τὸν ποιητὴν καὶ πατέρα τοῡδε τοῡ παντός», Πλάτ.)
3. (με το άρθρο) ο ποιητής
ο κατ' εξοχήν ποιητής, ο Όμηρος
νεοελλ.
1. ο προικισμένος με ποιητική φαντασία
2. φρ. α) «εστεμμένος ποιητής» — ποιητής με τιμητικές διακρίσεις, στεφανωμένος με στεφάνι δάφνης
β) «εθνικός ποιητής» — ο κατ' εξοχήν ποιητής ενός έθνους, με ευρύτερη αποδοχή, αυτός που έχει εκφράσει στην ποίηση του αγώνες ή σπουδαίες στιγμές και γνωρίσματα του έθνους του
γ) «καταραμένοι ποιητές» — ποιητές που συμπεριφέρονται ως απόκληροι της κοινωνίας και τους οποίους οι κρατούντες φοβούνται για τη διεισδυτική τους ματιά που αποκαλύπτει την πνευματική τους κενότητα
αρχ.
1. εργάτης, τεχνίτης
2. μουσικός, μελοποιός
3. συγγραφέας.