Ποσειδῶν

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ποσειδῶν Medium diacritics: Ποσειδῶν Low diacritics: Ποσειδών Capitals: ΠΟΣΕΙΔΩΝ
Transliteration A: Poseidō̂n Transliteration B: Poseidōn Transliteration C: Poseidon Beta Code: *poseidw=n

English (LSJ)

(perispom. in Att., Hdn.Gr.2.914), ὁ; gen. ῶνος, also ῶ Aristias 1; acc.

   A Ποσειδῶ Ar.Lys.1165, IG22.111.67; voc. Πόσειδον S. Fr.371.1 (lyr.), Ar.Ra.664: contr. (first in Hes. Th.732 (s.v.l.)) from Ep.form (also used by Pi.P.4.204, al., and S.Tr.502 (lyr.)) Ποσειδάων [ᾱ], άωνος, acc. άωνα, voc. Ποσείδᾱον Il.14.357, Od.3.55, al.:—Ion. Ποσειδέων, έωνος, Hdt.1.148, al.:—Aeol. Ποσείδαν Alc.26; Lyr. Ποσειδάν Pi.O.1.26, al., B.16.79; also in Crete, SIG56.15 (v B.C.); at Epidaurus, IG42(1).150 (v B.C.); at Lindus, ib. 12(1).809, etc.; and in Arc., SIG306.57 (Tegea, iv B.C.):—Dor. Ποτειδάν (oxyt., Hdn.Gr. 2.916) IG4.210, 219, al. (Corinth), SIG1000.17 (Cos, i B.C.), etc., prob. in Pi.O.13.5,40, Epich.54,115, X.HG3.3.2; also Ποτειδάϝων IG4.211, al. (Corinth), Ποτειδάων GDI5085 (Crete, iii B.C.): also Ποτῐδᾶς or Ποτειδᾶς (codd. vary), gen. ᾶ Eup.140, acc. ᾶν Epich.81, dub. in Ar.Ach.798 (Megarian), voc.ᾶSophr.131:—Boeot. Ποτειδάων (leg. Ποτῑδάων) Corinn.1, cf. Corinn.Supp.2.26 (BKT5(2)p.31); gen. [Ποτ] ῑδάωνος ib.76; but dat. Ποτειδάονι IG7.2465 (Thebes):— Arc. Ποσοιδάν ib.5(2).95 (Tegea):—Lacon. Πὁοιδάν ib.5(1).1228, al.:—Aeol.(?) Ποτοίδαν Schwyzer 642 (Pergam., v B.C.):—Poseidon.

Greek (Liddell-Scott)

Ποσειδῶν: ὁ· γεν. ῶνος, ὡσαύτως -ῶ Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 10. 18· αἰτ. Ποσειδῶ· κλητ. Πόσειδον· ὁ τύπος οὗτος ἐγένετο κατὰ συναίρ. ἐκ τοῦ ἀρχαιοτέρου Ἐπικ. Ποσειδάων [ᾱ], άωνος, αἰτ. άωνα, κλητ. Ποσείδᾱον· τὸν Ἐπικ. τύπον Ποσειδάων, μεταχειρίζεται καὶ ὁ Πίνδ. πολλάκις καὶ ὁ Σοφ. ἐν Τρ. 502 (ἐν λυρ. χωρίοις) ― Ἰων. Ποσειδέων, έωνος, Ἡσ. Θ. 732, Ἡρόδ.· ― Αἰολ. Ποσείδαν Ἀλκαῖ. 26· ― ἀρχ. Δωρ. Ποτῑδᾶν, ᾶνος, Ἐπίχ. 24 Ahr., Πινδ. Ο. 13. 5, 57· ὡσαύτως Ποτῑδᾶς, γεν. ᾶ, Εὔπολις ἐν «Εἵλωσι» 6, αἰτ. ᾶν Ἐπίχ., κλητ. ᾶ Σώφρ., ἴδε Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. σ. 10· παρὰ μεταγεν. Δωρ. ἴσως Ποτειδᾶν, Πινδ. Ο. 1. 39, κτλ., Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· γεν. ᾶνος, Πινδ. Π. 4. 245· αἰτ. ᾶνα, ὁ αὐτ. ἐν Ο. 6. 97· κλητ. ᾶν, ὁ αὐτ. ἐν Π. 6. 51· ναὶ τὸν Ποσειδᾶν Μεγαρ. Δωρ. ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 798· (ὅθεν τὸ ὄνομα τῆς Δωρικῆς πόλεως Ποτῑδαίας)· ― Βοιωτ. Ποτειδάων ἢ ὀρθότερον Ποτῑδάων, Κόριννα 1. ― Περὶ τῶν Αἰολ. τούτων καὶ Δωρ. τύπων ἴδε Ahrens D. Aeol. σ. 14, 123, D. Dor. 243 κἑξ. Ὁ θεὸς Ποσειδῶν, Λατ. Neptunus, υἱὸς τοῦ Κρόνου καὶ τῆς Ῥέας, ἀδελφὸς τοῦ Διός, θεὸς τῶν ὑδάτων καὶ μάλιστα τῆς θαλάσσης, ἀνὴρ τῆς Ἀμφιτρίτης· πλείονα περὶ αὐτοῦ ἴδε ἐν Λεξικῷ Ἀρχαιολ. Ἀλ. Ρ. Ραγκαβῆ, καὶ Müller Archäol. d. Kunst, § 354 κἑξῆς. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς τὸ πόσις, ὃ ἴδε). ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 157, 219.

French (Bailly abrégé)

ῶνος (ὁ) :
Poséidon, dieu des eaux, mers, fleuves, sources, etc.
Étymologie: DELG Πόσις Δᾶς « maître de la terre ».

Greek Monolingual

ο / Ποσειδῶν, ΝΜΑ, και Ποσειδώνας Ν, Ποσειδάων και Ποσειδέων και Ποσείδαν και Ποσειδάν και Ποτειδάν και ΠοτειδάFων και Ποτειδάων και Ποτιδᾱς ή Ποτειδᾱς και λακων. τ. Ποhοιδᾱν και αρκαδικός τ. Ποσοιδᾱν, Α
(κατά την ελλ. μυθ.) ο θεός της θάλασσας και του υγρού στοιχείου, γενικότερα, γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Διός και του Πλούτωνος
νεοελλ.
ονομασία ενός από τους πλανήτες του ηλιακού μας συστήματος, ο όγδοος σε απόσταση από τον Ήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θεωνύμιο αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει πολλές μορφές στις διάφορες διαλέκτους. Αρχικός πρέπει να θεωρηθεί ο δωρ. τ. Ποτειδάων (πρβλ. Μαχάων) ενώ ο κορινθ. τ. ΠοτειδάFων πρέπει να είναι δευτερογενής, πιθ. αναλογικός προς τον αμάρτυρο τ. ΠαιᾱFων (< Παιάν), αφού στη Μυκηναϊκή δεν μαρτυρείται τ. με δίγαμα. Οι μορφές του τύπου Ποτοιδάν / Ποσοιδάν (απ' όπου το λακων. Ποhοιδάν) παραμένουν δυσερμήνευτες. Αντίθετα ο τ. Ποσιδήϊος (πρβλ. Νηλ-ηϊος), με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι- που μαρτυρείται και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. posĭdaijo) εμφανίζει πιθ. τη μηδενισμένη βαθμίδα του Ποτειδάων. Οι τ. Ποτειδᾶς / Ποτιδᾶς, αν δεν προέρχονται από συναίρεση αμάρτυρου τ. Ποτειδᾶσας (> Ποτειδᾱhᾱς > Ποτειδᾶς), θα μπορούσαν να θεωρηθούν τ. της καθομιλουμένης σχηματισμένοι κατά τα παρωνύμια σε -ᾶς. Την υπόθεση αυτή ενισχύει η χρήση του τ. Ποτειδᾶς από τους κωμικούς ποιητές. Οι τ., τέλος, Ποσειδών/ Ποσειδάν είναι προϊόντα συναίρεσης (πρβλ. Ἑρμάων, -άν, -έας, -ῆς), ενώ το -σ- στους τ. αυτούς είναι πιθανότατα προϊόν αναλογικής επίδρασης από τον τ. Ποσιδήϊος. Όσον αφορά στην ετυμολογία του θεωνυμίου, έχουν διατυπωθεί πολλές απόψεις, από τις οποίες η επικρατέστερη είναι ότι πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από την κλητική προσφώνηση «Ποτει Δᾶς», όπου ο τ. ποτει είναι αμάρτυρος τ. κλητικής της λ. πόσις «κύριος σύζυγος», ενώ ο τ. Δᾶς αρχαϊκό όνομα της γης (πρβλ. δᾶ και Δήμητηρ). Παρ' όλα αυτά, η ύπαρξη της κλητικής ποτει παραμένει αβέβαιη και υποθετική. Έχει προταθεί, τέλος, η παραγωγή του τ. < ποταμός + οἶδμα και < πόντος + δαῆναι (< άχρηστο ενεστ. δάω «ερευνώ, εξετάζω, γνωρίζω»), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για πελασγικό δάνειο].