ὁμός

From LSJ
Revision as of 19:25, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμός Medium diacritics: ὁμός Low diacritics: ομός Capitals: ΟΜΟΣ
Transliteration A: homós Transliteration B: homos Transliteration C: omos Beta Code: o(mo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A one and the same, common, joint, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁ. θρόος Il.4.437 ; ὁ. γένος 13.354 ; ὁμὴ σορός 23.91, IG14.2469.10 ; ὁ. τιμή Il.24.57 ; ὁ. αἶσα 15.209 ; ὁ. νεῖκος 13.333 ; ὁ. ὀϊζύς Od.17.563 ; ὁ. λέχος Il.8.291, Hes. Th.508 ; ὁμὰ χθών IG14.1721 ; οὐ καθ' ὁμὰ φρονέοντε not of one mind, Hes.Sc.50 ; ἱκνεῖσθαι εἰς ὁμόν unite, Parm.8.47 : c. gen., ἑτέρων ἴχνια μὴ καθ' ὁμὰ δίφρον ἐλᾶν Call.Aet.Oxy.2079.26. (Cf. Skt. samá-, Goth. sama 'the same', cogn. with εἷς.)

German (Pape)

[Seite 339] ähnlich, gleich; ὁμὸν γένος, einerlei Herkunft, Il. 13, 354; ὁμῇ πεπρωμένον αἴσῃ, 15, 209; gemeinsam, gemeinschaftlich, ὀστέα νῶϊν ὁμὴ σορὸς ἀμφικαλύπτοι, Il. 23, 91, eine gemeinsame Urne; vgl. Ep. ad. 708 ( App. 147), δοιοὺς ὁμὰ χθὼν ἅδε καλύπτει; – ὁμὸν νεῖκος, Il. 13, 333; ὁμὴ ὀϊζύς, Od. 17, 563; ὁμὸν λέχος, Il. 8, 291; Hes. Th. 503; εἰς ὁμὸν ἱκέσθαι, Parmends. 108; πάντες ὁμὴν Ἀΐδαο κέλευθον νισσόμεθα, Qu. Sm. 7, 52; übereinstimmend, ὁμὰ φρονεῖν, Hes. Sc. 50. – Es ist verwandt mit ἅμα. Gebräuchlicher sind ὁμοῦ, ὁμῶς, ὁμόσε, ὁμόθεν, und davon abgeleitet ὁμοῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμός: -ή, -όν, (ἴδε ἅμα), ὁ αὐτός, ὅμοιος, κοινός, ἡνωμένος, Λατ. communis, οὐ γὰρ πάντων ἦεν ὁμὸς θρόος Ἰλ. Δ. 437· ὁμὸν γένος Ν. 354· ὁμὴ σορὸς Ψ. 91, αὐτόθι 57· ὁμὴ αἶσα Ο. 209· ὁμὸν νεῖκος Ν. 333· ὁμὴ ὀϊζὺς Ὀδ. Ρ. 563· ὁμὸν λέχος Ἰλ. Θ. 291, Ἡσ. Θ. 508· ὁμὴ σορὸς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 590. 10· ὁμὰ χθὼν αὐτόθι 573· - ὁμὰ φρονεῖν, φρονεῖν τὰ αὐτά, ἔχειν τὸ αὐτὸ φρόνημα, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 50. Ὡς Ἐπίρρ., μόνον παρ’ Ἐπικ., ἀλλ’ ἴδε ὁμόσε, ὁμοῦ. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 151 κἑξ., 170.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 semblable, pareil à, τινι;
2 le même pour tous, commun.
Étymologie: *σομός, ; cf. lat. similis, simul, etc. ; cf. ἅμα.

English (Autenrieth)

(cf. ἅμα): like, common.

Greek Monolingual

ὁμός, -ή, -όν (Α)
1. όμοιος, ενωμένος, κοινός («ὁμὴν ἀνεδέγμεθ' ὀιζύν» — περάσαμε κοινή δυστυχία, Ομ. Οδ.)
2. φρ. «ἱκνοῡμαι εἰς όμόν» — γίνομαι κοινός, ενώνομαι
β) «καθ' ὁμά» — ομοίως.
επίρρ...
ὁμῶς (Α)
1. κατά τον ίδιο τρόπο, ομοίως
2. σε ίσα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επιθ. ὁμός (< IE somo-) ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα της ΙΕ ρίζας sem- «ένα, σ' ένα μαζί, μαζί με» (βλ. και ετυμολ. στη λ. εἷς / ένας) και συνδέεται με αρχ.ινδ. sama- «ένας, ο ίδιος», γοτθ. sa, sama, αρχ. σλαβ. samŭ (πρβλ. αγγλ. same, simple, similar, some, γερμ. samt, sammeln). Στην απαθή βαθμίδα της ίδιας ρίζας ανάγεται το αριθμητικό εἷς, ενώ στη συνεσταλμένη βαθμίδα τα ἅμα, ἕτερος (< ἅτερος) και το - το αθροιστικό. Επίσης το επίθ. ὁμαλός, που έλαβε την ειδική σημ. «λείος, επίπεδος, ίσος» με επίθημα σε -αλος (πρβλ. ομφαλός) αντιστοιχεί με λατ. semel, similis, αρχ. άνω γερμ. simble, αλλά εμφανίζει -, δηλ. την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας, πιθ. αναλογικά προς το ὁμός, αντί της απαθούς βαθμίδας ή της συνεσταλμένης, την οποία εμφανίζουν οι αντίστοιχοι τ. στις άλλες γλώσσες. Το επιθ. ὁμός εμφανίζεται ως α' συνθετικό σε έναν πάρα πολύ μεγάλο αριθμό σύνθ. όλων τών περιόδων της Ελληνικής (βλ. λ. ομο-) και συνδέεται με τα ὅμιλος, ὁμαρτῶ, ὅμαδος και ὅμηρος.
ΠΑΡ. όμοιος
αρχ.
ομή, ομόθεν, ομόσε, ομώ, ομώς
μσν.- νεοελλ.
ομαδόν.
ΣΥΝΘ. (Για σύνθ. με α' συνθετικό ομός βλ. ομο-).

Greek Monotonic

ὁμός: -ή, -όν (συγγενές προς το ἅμα), ένας και ο αυτός, όμοιος, κοινός, ενωμένος, Λατ. communis, σε Όμηρ., Ησίοδ.· ὁμὰ φρονεῖν, έχω την ίδια γνώμη, σε Ησίοδ.