σοβέω

From LSJ
Revision as of 20:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

πολιόν τε δάκρυον ἐκβάλλω → let fall the tear from my old eyes, let fall an old man's tear

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοβέω Medium diacritics: σοβέω Low diacritics: σοβέω Capitals: ΣΟΒΕΩ
Transliteration A: sobéō Transliteration B: sobeō Transliteration C: soveo Beta Code: sobe/w

English (LSJ)

   A scare away birds, ἡμεῖς δὲ... οὐ σοβοῦντος οὐδενὸς ἀνεπτόμεσθ' Ar.Av.34; ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (just above he had been called στροῦθος) Id.V.211; σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Pl.Com. 20; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ' ἡμῶν; Men.167; τέττιγας Arist. HA556b14; μυίας Thphr.Char.25.5; drive along, ὥσπερ αἰπόλιον . . αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σ. Luc.Cat.3; ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην they scare the wood (i.e. beat it so as to put up the birds), Arist.HA620a35.    2 generally, drive away, clear away, τὴν κόνιν X.Eq.5.5:— Pass., τὰς ἄλλας φροντίδας . . σεσοβῆσθαι Hp.Ep.12.    II move rapidly or violently (cf. σοβαρός 1 and κυκλοσοβέω) , σ. τὴν κύλικα push about the bottle, Philostr.Jun.Im.3.    2 metaph., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις let him ply [the guests] with cups (cf. πατάσσω 11.2), Amphis 18.    3 metaph. also in Pass., to be agitated, excited, Philostr.VS1.21.5; σεσόβηται ἐρωτικῶς Id.Im.1.8; γυνὴ σεσοβημένη 'forward' (of Opinion personified), Hp.Ep.15; σεσοβημένος οἴστρῳ AP6.219 (Antip.); σες. πρὸς δόξαν all in a fever for glory, Plu.Pomp. 29; σες. περί τι Ph.1.131; ῥυθμὸς σες. hurried, wild, Longin.41.1; σες. κίνησις Ph.2.267.    III intr., walk in a pompous manner, strut, swagger, διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ D.21.158; σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Plu.Sol.27; μεθ' ὅσης θεραπείας καὶ παρασκευῆς ἐσόβει Alciphr.1.38; σόβει ἐς Ἄργος off with you! Luc.DDeor.24.2; σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Longus 3.29. (Causative of σέβομαι, q.v.)

German (Pape)

[Seite 912] scheuchen, verscheuchen, verjagen; Ar. Av. 34; οὐ σοβήσετ' ἔξω τὰς ὄρνιθας ἐκ τῆς πατρίδος, Menand. bei Ath. IX, 373 c; ὥςπερ αἰπόλιον ἀθρόους αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σοβῶν, Luc. Catapl. 3; von leblosen Dingen, schnell entfernen, von sich thun, τὴν κόνιν, den Staub abschütteln, Xen. de re equ. 5, 5; übh. in schnelle Bewegung setzen, ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν, Ar. Vesp. 211; σοβεῖν πόδα ἐν κύκλῳ, 1523, schwingen; τὸν κύλικα, den Pokal schnell kreisen lassen, Jac. Philostr. imagg. p. 597; – pass. in heftiger, leidenschaftlicher Bewegung sein, σεσοβημένος οἴστρῳ, Ant. Sid. 27 (VI, 219); ὀφθαλμὸς σοβούμενος, ein lebhaft herumschweifendes Auge, βάδισμα σεσοβημένον, heftiger Gang, als Ausdruck des hochfahrenden Stolzes; ψυχὴ περὶ ὀργὴν σεσοβημένη, S. Emp. adv. mus. 22; σεσοβημένος πρὸς δόξαν, Plut. Pomp. 29. – Daher intrans., einher rauschen, mit Geräusch einher stolziren, ἀκολούθους τρεῖς ἢ τέτταρας αὐτὸς ἔχων διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ, Dem. 21, 158; u. so Plut. σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ δορυφόρων, Solon 27; σόβει ἐς Ἄργος, eile nach Argos, Luc. D. D. 24, 2.

Greek (Liddell-Scott)

σοβέω: ἀποδιώκω, ἀποσοβῶ πτηνὰ (ἴδε ἐν τέλ.), ἡμεῖς δέ.., οὐ σοβοῦντος οὐδενός, ἀναπτόμεθ’ Ἀριστοφ. Ὄρν. 34· ἐπειδὴ τουτονὶ σεσοβήκαμεν (ὀλίγῳ ἀνωτέρω εἶχεν ὀνομασθῇ στρουθός), ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 211· σ. τὰς ἀλεκτρυόνας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Δαιδ.» 2· οὐ σοβήσετ’ ἔξω τὰς ὄρνιθας ἀφ’ ἡμῶν; Μένανδρ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 5· τέττιγας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 30, 7· οὕτω καί, ὥσπερ αἰπόλιον.. αὐτοὺς τῇ ῥάβδῳ σ. Λουκ. Κατάπλ. ἢ Τύρανν. 3· ἴδε ἐν λέξ. ἀποσοβέω. 2) καθόλου, ἀποδιώκω, ἐξελαύνω, ἐκτινάσσω, τὴν κόνιν Ξεν. Ἱππ. 5, 5. ΙΙ. κινῶ ὁρμητικῶς ἢ βιαίως (πρβλ. σοβαρὸς Ι), ταχὺν πόδ’ ἐν κύκλῳ σοβεῖτε Ἀριστοφ. Σφ. 1523· σ. τὴν κύλικα, ὠθῶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Φιλοστρ.· ἔχοντες ξύλα σοβοῦσι τὴν ὕλην, ἀναταράττουσι καὶ κτυποῦσι τὸ δάσος (ὅπως ἀναπτῶσι τὰ πτηνά), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 36, 4. 2) μεταφορ., ὁ παῖς σοβείτω τοῖς ποτηρίοις, ἂς πλήξῃ (τοὺς συνδαιτυμόνας) μὲ ποτήρια (πρβλ. πατάσσω ΙΙ. 2), Ἄμφις ἐν «Ἐριθ.» 2. 3) μεταφορ. ὡσαύτως ἐν τῷ παθ., εὑρίσκομαι ἐν πολλῇ συγκινήσει, σφοδρῶς ταράττομαι, γυνὴ σεσοβημένη Ἱππ. 1278. 4, πρβλ. Φιλόστρ. 519· σεσοβημένος οἴστρῳ Ἀνθ. Π. 6. 219· σεσ. πρὸς δόξαν, ἐνθέρμως ποθῶν δόξαν, Πλουτ. Πομπ. 29· σεσ. περί τι Φίλων 1. 131· ῥυθμὸς σεσ., ταχύς, γοργός, ἄγριος, Λογγῖν. 41. 1· σεσ. κίνησις Φίλων 2. 267. ΙΙΙ. ἀμεταβ., βαδίζω μὲ τρόπον πομπώδη, ἐπίσημον, σείομαι περιπατῶν, βαίνω ὑπερηφάνως καὶ μεγαλοπρεπῶς, διὰ τῆς ἀγορᾶς σοβεῖ Λημ. 565 ἐν τέλ.· σοβοῦντες ἐν ὄχλῳ προπομπῶν Πλουτ. Σόλων 27· μετὰ παρασκευῆς καὶ θεραπείας σ. Ἀλκίφρων 1. 38· σόβει ἐς Ἄργος, «τράβα, πήγαινε» εἰς τὸ Ἄργος, Λουκ. Θεῶν Δ. 24. 2· σ. παρὰ τὸν Δρύαντα Λόγγος 3. 29. (Ἐκ. τῆς √ΣΟΒ ἢ ΣΟΥ (= ΣΟF), ἥτις συγγενεύει πρὸς τὴν √ΣΥ, σεύω, ἔσσυμαι· ― σοῦ, σοῦ ἦτο κραυγὴ πρὸς ἀποσόβησιν πτηνῶν, Ἀριστοφ. Σφ. 209· ἴσως ὅμως τοῦτο ἦτο ἀνεξάρτητον ἀπὸ τοῦ ῥήματ. σοβέω. Ἐντεῦθεν τὸ σοβαρός, κτλ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «σοβεῖν· διώκειν. τρέχειν. ἐλαύνειν», καὶ «σοβεῖται· διώκεται».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. σοβήσω, ao. ἐσόβησα, pf. σεσόβηκα;
I. tr. 1 pousser vivement, chasser devant soi (un troupeau, une foule, etc.) acc.;
2 mouvoir vivement : πόδα ἐν κύκλῳ AR mouvoir son pied en cercle, càd s’avancer tout autour en dansant ; fig. σεσοβημένος πρὸς δόξαν PLUT agité d’un désir passionnée pour la gloire;
II. intr. s’avancer d’un pas rapide et fier, s’avancer fièrement.
Étymologie: R. Σοβ de ΣοϜ ou Σου, pousser vivement ; cf. R.Συ > ΣεϜ‖Σευ, s’élancer ; v. σεύω.

Greek Monotonic

σοβέω: μέλ. -ήσω (σοῦ, σοῦ
I. 1. εκφοβίζω, διώχνω πουλιά, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. γενικά, απομακρύνω, αποδιώχνω, εκδιώκω, σε Ξεν.
II. κινώ ορμητικά, γρήγορα, πόδασοβεῖν, για τον χορό, σε Αριστοφ.· μεταφ., στην Παθ., είμαι πολύ συγκινημένος, νιώθω σφοδρή ταραχή, ταράζομαι, σε Ανθ., Πλούτ.
III. αμτβ., βαδίζω με τρόπο πομπώδη, περπατώ καμαρωτός, κινούμαι θορυβωδώς, σε Δημ., Πλούτ.· σόβει ἐς Ἄργος, τράβα στο Άργος, πήγαινε γρήγορα, σε Λουκ.