ἀρχαιρεσία

From LSJ
Revision as of 20:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιρεσία Medium diacritics: ἀρχαιρεσία Low diacritics: αρχαιρεσία Capitals: ΑΡΧΑΙΡΕΣΙΑ
Transliteration A: archairesía Transliteration B: archairesia Transliteration C: archairesia Beta Code: a)rxairesi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, (αἵρεσις)

   A election of magistrates, ἀ. συνίζει an election is held, Hdt.6.58: mostly in pl., Pl.Lg.752c, X.Mem. 3.4.1, Is.7.28, Arist.Pol.1281b33, etc.    II later neut.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, bei Her. 6, 58, die gewählte Obrigkeit; sonst plur. Beamtenwahl, Plat. Legg. VI, 652 c; Xen. Mem. 3, 4, 1; Pol. 4, 37. 2 u. öfter, comitia.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιρεσία: ἡ, (αἵρεσις) ἡ ἐκλογὴ ἀρχόντων, ἀρχ. συνίζει, συνέλευσις πρὸς ἐκλογὴν γίνεται, Ἡρόδ. 6. 58· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., ὡς ἐν Πλάτ. Νόμ. 752C, Ξεν. Ἀπομν. 3. 4, 1, Ἰσαίῳ 66, Ἀριστ. Πολ. 3. 11, 8, κλ.· δι’ αὐτῆς μετεφράζετο συνήθως ἡ Λατιν. λέξις comitia, Πολύβ. 3. 106, 1, κτλ. ΙΙ. παρὰ μεταγεν. πεζοῖς καὶ κατ’ οὐδ. τύπον, ἀρχαιρέσια, τὰ, Πολύβ. 4. 67, 1, Διον. Ἁλ. 6. 89, 8. 90, κτλ.· ἴδε Μοῖρ. σ. 11.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
élection des magistrats.
Étymologie: ἀρχή, αἱρέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Hdt.6.58; tb. ἀρχαιρέσια, -ων, τά Plb.3.106.1, D.H.10.17, IPr.105.82 (I a.C.); ἀρχιαιρεσία Const. en Ath.Al.Apol.Sec.62
1 elección de magistrados οὐδ' ἀ. συνίζει no hay sesión de elección de magistrados Hdt.l.c., συνήθεις ... γενόμενοι τῶν ἀρχαιρεσιῶν Pl.Lg.752c, τὰς ἀρχαιρεσίας καὶ τὰς εὐθύνας τῶν ἀρχόντων Arist.Pol.1281b33, cf. D.13.19, SEG 27.510.3 (Cos III a.C.), IEphesos 1487.14 (II d.C.), etc.
c. sent. temp., simpl. elecciones ἐν ἀρχαιρεσίαις ὑμεῖς Χαβρίαν ... κατεστήσατε D.23.171, ἐν ταῖς πρώταις ἀρχαιρεσίαις Anadolu 9.1965.37.19 (Teos III/II a.C.), εἰς τὰς ἐπιούσας ἀρχαιρεσίας Anadolu 9.1965.40.101 (Teos III/II a.C.), τῆς δὲ τῶν ἀρχαιρεσίων ὥρας συνεγγιζούσης Plb.3.106.1, τῶν ἀρχαιρεσίων καθηκόντων Plb.4.67.1, ἀρχαιρεσίων ἡμέρα D.H.10.17, cf. SIG 578.6 (Teos II a.C.).
2 c. sent. local asamblea de elección de magistrados, lat. comitia ἰδὼν ... Νικομαχίδην ἐξ ἀρχαιρεσιῶν ἀπιόντα X.Mem.3.4.1, ἐν ἀρχαιρεσίαις Is.7.28, IPr.7.2 (IV a.C.), ἐν ταῖς βουλαῖς καὶ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις, μάλιστα δὲ ἐν ταῖς ἀρχαιρεσίαις OGI 48.11 (Egipto III a.C.), γενομένων τῶν ἀρχαιρεσιῶν ἐν τῷ θεάτρῳ SEG 27.545.2 (Samos III a.C.), ἐν ἀρχαιρεσίαις τοῦ δήμου D.H.4.80, cf. D.C.42.20.4, 53.23.2.

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιρεσία, η και ἀρχαιρέσια, τα)
συνήθ. στον πληθ.
1. η εκλογή αρχόντων
2. η συνέλευση για εκλογή αρχών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ- + αίρεσις.
ΠΑΡ. αρχ. αρχαιρεσιάζω].

Greek Monotonic

ἀρχαιρεσία: ἡ (αἵρεσις), εκλογή αρχόντων, σε Ηρόδ.· συνήθως σε πληθ., σε Ξεν. κ.λπ.