Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συλάω

From LSJ
Revision as of 01:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡλάω Medium diacritics: συλάω Low diacritics: συλάω Capitals: ΣΥΛΑΩ
Transliteration A: syláō Transliteration B: sylaō Transliteration C: sylao Beta Code: sula/w

English (LSJ)

impf. contr. in Ep. ἐσύλα, σύλα, Il.6.28, 4.116; Ion. Iterat.

   A σύλασκε Hes.Sc.480:—Pass., fut. συληθήσομαι A.Pr.761, συλήσομαι Paus.4.7.10:—strip off, esp. strip off the arms of a slain enemy, Hom. (only in Il.), Lyr., etc. Construction:    1 in full, c. acc. pers. et rei, strip off from another, strip him of his arms (cf. σκυλεύω), μή μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι Il.15.428, cf. 16.500; ἔπειτα δὲ καὶ τὰ (sc. ἔναρα) . . νεκροὺς ἂμ πεδίον συλήσετε 6.71; με κασίγνητον συλᾷς E.IT157 (anap.); τὴν θεὸν τοὺς στεφάνους σεσυλήκασιν D.24.182:— Pass., c. acc. rei, to be stripped, robbed, deprived of a thing, σκῆπτρα συληθήσεται A.Pr.761; ταῦτ' (sc. τὰ τόξα) ἐσυλήθην ἐγώ S.Ph.413; λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ E.IA1275; συληθεὶς τὰς βοῦς Isoc.6.19; σεσυλήμεθα τὰ ἡμέτερα ὑπὸ τούτων D.35.26.    2 c. acc., strip a person of his arms, ἦ τινα συλήσων νεκύων Il.10.343: generally, pillage, plunder, τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, etc., Hdt.6.101, Pl.Lg.864d, etc.; τοὺς νεώς Isoc.4.155; θεῶν βρέτη A.Pers.810; νεκρόν Pl.R.469d:—Pass., βαρβάρων συλᾶσθ' ὕπο E.Hel.600.    3 c. acc. rei, strip off, ὄφρα τάχιστα τεύχεα συλήσειε Il.4.466, etc.; freq. with additions, ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα 6.28, etc.; τὰ μὲν ἔντε' ἀπὸ χροὸς . . συλήσας 13.641.    b take off or out, ἐσύλα τόξον took out the bow [from its case], 4.105; σύλα πῶμα φαρέτρης took the lid off the quiver, ib.116; with a notion of violence or suddenness, κρᾶτα σ. Μεδοίσας Pi.P.12.16.    c carry off, τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτά (sc. τὰ χρήματα) will not seize them as booty, Hdt.5.36, cf. 9.116; θεῶν γέρα σ. A.Pr.83, cf. S.OC 922, Ph.1365; λόγοις τὰ τῶν προγόνων ἔργα συλήσας καὶ διασύρας D. 19.313; σ. κατὰ βραχὺ τὴν τῶν πυρετῶν διάθεσιν Steph. in Gal.1.295 D.:—Pass., to be carried off as spoil, ἄγαλμα σεσυλημένον Hdt.6.118; to be taken away, E.Hipp.799: metaph., συλᾶται ὕπνος ἀπὸ γλεφάρων B.Fr.3.10.    d exercise right of σῦλαι, IG9(1).333.3 (Locr., v. B.C.):—Pass., πανταχοῦ συλωμένων ἡμῶν the right of reprisals was exercised against us everywhere, Isoc.3.33.    4 after Hom., c. acc. pers. et gen. rei, τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας; carries thee away from . ., E.Hel.669:—Pass., συλαθεὶς ἀγενείων stealing from among the boys, and enlisting among the men, Pi.O.9.89.

German (Pape)

[Seite 974] wegnehmen; bes. dem erschlagenen Feinde die Waffen und Kleider ausziehen; ἀπ' ὤμων τεύχε' ἐσύλα, Il. 6, 28 u. öfter; ἔντεα συλᾶν, 13, 641; ἀπὸ χροός, 13, 640; die Rüstung, den Waffenschmuck dem Getödteten von den Schultern, vom Leibe ziehen; auch mit doppeltem accus., συλᾶν τινα τεύχεα, νεκροὺς ἔναρα, Einem die Waffen wegnehmen, die Todten der Rüstungen berauben, Il. 6, 71. 15, 428. 16, 500. 22, 258; vgl. ὃς τὸν μόνον με κασίγνητον συλᾷς, Eur. I. T. 158, wie τὴν θεὰν στεφάνους Dem. 24, 182; auch mit dem acc. der Person allein, συλᾶν τινα νεκύων, Einen der Getödteten berauben, ausplündern, Il. 10, 343. 387; συλᾶν ἱρά, plündern, Her. 6, 101. 8, 33; u. pass., σεσυλημένον ἄγαλμα, 6, 118; auch übh. weg-, herunternehmen, τόξον, Il. 4, 105; πῶμα φαρέτρης, den Deckel vom Köcher abnehmen, 4, 116 (in der Od kommt das Wort gar nicht vor); κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας, Pind. P. 12, 16; συλαθεὶς ἀγενείων, Ol. 9, 89; θεῶν γέρα συλῶν, Aesch. Prom. 83; οὐ θεῶν βρέτη ᾐδοῦντο συλᾶν, Pers. 796; u. pass., πρὸς τοῦ τύραννα σκῆπτρα συληθήσεται, Prom. 763; πατρὸς γέρας συλῶντες, Soph. Phil. 1351; οὐ γὰρ ἄν ποτε ζῶντός γ' ἐκείνου ταῦτ' ἐσυλήθην ἐγώ, Phil. 411; τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας; Eur. Hel. 675; λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ, I. A. 1275; u. in Prosa : πλεῖστα συλᾶν ἀδίκως καὶ ἱερὰ καὶ ἀνθρώπ ο υς, Xen. Hier. 4, 11; πατρίδα συλῶν, Plat. Legg. XII, 942 a, u. öfter, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σῡλάω: παρατατ. συνῃρ. ἔτι καὶ παρ’ Ἐπικοῖς ἐσύλα, σύλα Ἰλ. Ζ. 28., Δ. 116, Ἰωνικ. γ΄, παρατ. σύλασκε Ἡσ. Ἀσπ. 480 ― Παθητ., μέλλ. συληθήσομαι Αἰσχύλ. Πρ. 761, καὶ συλήσομαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Παυσ. 4. 7, 10. (Ἐκ τοῦ σῦλον, σύλη, ἴδε ἐν λέξ. σκῦλον). Ἀφαιρῶ, ἀπογυμνῶ, μάλιστα δὲ ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα φονευθέντος ἐχθροῦ, Ὅμηρ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.), Πίνδ. κλπ. ― Σύνταξις: 1) μετ’ αἰτιατικῆς προσώπου καὶ πράγματος, ἀπεκδύω, ἀπογυμνῶ τινα, ἀφαιρῶ τὰ ὅπλα του (πρβλ. σκυλεύω), μὴ μιν Ἀχαιοὶ τεύχεα συλήσωσι Ἰλ. Ο. 428., Π. 500· ἔπειτα δὲ καὶ τὰ (ἐξυπακ. ἔναρα)... νεκροὺς ἄμ πεδίον συλήσετε Ζ. 71 συλᾷς με κασίγνητον Εὐρ. Ι. Τ. 157· σ. τὴν θεὸν τοὺς στεφάνους Δημ. 616. 19. ― Παθ., μετ’ αἰτ. πράγματος, σκῆπτρα συληθήσεται Αἰσχύλ. Πρ. 761· ταῦτ’ (ἐξυπακ. τὰ τόξα) ἐσυλήθην ἐγὼ Σοφοκλ. Φιλ. 413· λέκτρα συλᾶσθαι βίᾳ Εὐριπ Ι. Α. 1275· συληθεὶς τὰς βοῦς Ἰσοκρ. 119D· σεσυλήμεθα τὰ ἡμέτερα ὑπὸ τούτων Δημ. 931. 21. 2) μετ’ αἰτ. προσ. μόνον, ἀπογυμνῶ, ἀπεκδύω τινὰ ἀφαιρῶν τὰ ὅπλα, ἧ τινὰ συλήσων νεκύων Ἰλ. Κ. 343, 387· λαφυραγωγῶ, λεηλατῶ, διαρπάζω, τὰ ἱρά, τοὺς θεούς, κτλ., Ἡρόδ. 6. 101, Πλάτ., κλπ.· θεῶν βρέτη Αἰσχύλ. Πέρσ. 810· νεκρὸν Πλάτ. Πολ. 469D. ― Παθ., συλᾶσθαι βαρβάρων ὕπο Εὐρ. Ἑλ. 600. 3) μετ’ αἰτ. πράγμ. μόνον, ἀφαιρῶ, ὄφρα τάχιστα τεύχεα συλήσειε Ἰλ. Δ. 466, κτλ· συχνάκις μετὰ προσδιορισμῶν, ἀπ’ ὤμων τεύχε’ ἐσύλα Ζ. 28, κτλ.· τὰ μὲν ἔντε’ ἀπὸ χροός... συλήσας Ν. 640 ― ἀκολούθως, β) ἐξάγω, ἐσύλα τόξον, ἐξῆγε τὸ τόξον [ἐκ τῆς θήκης του], Ἰλ. Δ. 105 σύλα πῶμα φαρέτρης, ἀφῄρει τὸ σκέπασμα ἐκ τῆς φαρέτρας, αὐτόθι 116· μετὰ τῆς ἐννοίας ὁρμῆς ἢ τοῦ αἰφνιδίου, σ. κρᾶτα Μεδοίσας Πινδ. Π. 12. 28. γ) ἀποκομίζω, λαμβάνω καὶ φεύγω, τοὺς πολεμίους οὐ συλήσειν αὐτὰ (δηλ. τὰ χρήματα), δὲν θὰ τὰ λάβωσιν ὡς λάφυρον, Ἡρόδ. 5. 36, πρβλ. 9. 116· σ. θεῶν γέρα Αἱσχύλ. Πρ. 83, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 922, Φιλ. 1363· συλ. τῷ λόγῳ τὰ τῶν προγόνων ἔργα Δημ. 422. 7. ― Παθ., σεσυλημένον ἄγαλμα Ἡρόδ. 6. 118· οἴμοι· τέκνων μοι μή τι συλᾶται βίος; Εὐρ. Ἱππ. 799· μεταφ., οὐδὲ συλᾶται μελίφρων ὕπνος ἀπὸ βλεφάρων Βακχυλ. Ἀποσπ. 4 [13] 13. 4) μεθ’ Ὅμηρ. μετ’ αἰτιατικῆς προσ. καὶ γεν. πράγματος, τίς σε δαίμων συλᾷ πάτρας; τίς σε φέρει μακρὰν ἀπὸ τῆς πατρίδος; Εὐρ. Ἑλ. 669. ― Παθ., συλαθεὶς ἀγενείων, ὑπεξελθὼν ἐκ τῆς τάξεως τῶν παιδίων καὶ εἰς τοὺς ἄνδρας χωρήσας, ἤτοι καταταχθεὶς μεταξὺ τῶν ἀνδρῶν, Πινδ. Ο. 9. 135. ― Πρβλ. συλεύω, συλέω.

French (Bailly abrégé)

impf. ἐσύλων, f. συλήσω, ao. ἐσύλησα, pf. σεσύληκα, pqp. ἐσεσυλήκειν;
Pass. f. συληθήσομαι, ao. ἐσυλήθην, pf. σεσύλημαι, pqp. ἐσεσυλήμην;
1 ôter tirer de : τόξον IL tirer un arc de sa case ; πῶμα φαρέτρης IL ôter le couvercle d’un carquois;
2 particul. ôter les armes d’un ennemi vaincu, le dépouiller de ses armes ; τινά τι dépouiller qqn de ses armes ; dépouiller en gén. : τινα dépouiller qqn ; τι dépouiller ou piller qch (un sanctuaire, une statue de dieu, etc.) ; τινά τι dépouiller qqn de qch.
Étymologie: σῦλαι.

English (Slater)

ςῡλάω
   1 take from c. (acc. &) gen. εὐπαρᾴου κρᾶτα συλάσαις Μεδοίσας υἱὸς Δανάας (Heyne: συλήσαις codd., quod def. Forssman, 157, ut a συλέω ductum) (P. 12.16) οἶον δ' ἐν Μαραθῶνι συλαθεὶς ἀγενείων μένεν ἀγῶνα (i. e. εἰς τοὺς ἄνδρας χωρήσας Σ.) (O. 9.89)

English (Strong)

from a derivative of sullo (to strip; probably akin to αἱρέομαι; compare σκῦλον); to despoil: rob.

English (Thayer)

σύλω: 1st aorist ἐσύλησα; (akin to) σύλη 'spoil' (allied with σκῦλον (which see, yet cf.) Curtius, p. 696)); from Homer down; to rob, despoil: τινα, 2 Corinthians 11:8.

Greek Monotonic

σῡλάω: γʹ ενικ. παρατ. ἐσύλα, Επικ. σύλα, Ιων. σύλασκε — Παθ., μέλ. συληθήσομαι (σύλη
I. απογυμνώνω, ιδίως αφαιρώ, αρπάζω τα όπλα σκοτωμένου εχθρού· με αιτ. προσ. και πράγμ., απογυμνώνω κάποιον, τον απογυμνώνω από τα όπλα του, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. — Παθ., με αιτ. πράγμ., είμαι απογυμνωμένος, έχω ληστευθεί, αποστερηθεί κάτι, σε Τραγ.
II. με αιτ. προσ. μόνο, αποστερώ κάποιον από τα όπλα του, απογυμνώνω, λαφυραγωγώ, λεηλατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.
III. με αιτ. πράγμ. μόνο, αφαιρώ, τεύχεα ἐσύλα, σε Ομήρ. Ιλ.·
1. επίσης, εξάγω, βγάζω έξω, ἐσύλα τόξον, έβγαλε έξω το τόξο (από τη θήκη του), έσυρε, τράβηξε, στο ίδ.· σῦλα πῶμα φαρέτρης, έβγαλε, αφαίρεσε το πώμα από τη φαρέτρα, στο ίδ.
2. αποκομίζω, απάγω, αρπάζω ως λεία ή λάφυρο, σκυλεύω, σε Ηρόδ., Αττ.· απάγομαι ως λάφυρο, σε Ηρόδ.· απάγομαι, σε Ευρ.· με γεν. πράγμ., τίςσε συλᾷ πάτρας, κάποιος σε παίρνει μακριά από την πατρίδα, στον ίδ.