ἀντικρύ

From LSJ
Revision as of 06:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντικρύ Medium diacritics: ἀντικρύ Low diacritics: αντικρύ Capitals: ΑΝΤΙΚΡΥ
Transliteration A: antikrý Transliteration B: antikry Transliteration C: antikry Beta Code: a)ntikru/

English (LSJ)

Adv.

   A = ἄντην, over against, right opposite, θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι I1.5.130: c. gen., Ἕκτορος ἀντικρύ ib.8.301.    II = ἄντῐκρυς, straight on, right on, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od.10.162; ἀντικρὺ μεμαώς I1.13.137: mostly followed by a Prep., ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας 5.74; ἀντικρὺ δι' ὤμου 4.481, cf. Od.22.16; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον right in the middle, I1.16.285; once in X., ἀντικρὺ διᾴττων Cyr.7.1.30; cf. καταντῑκρύ.    2 outright, utterly, quite, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι I1.7.362; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε 16.116; ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔϊκτο A.R.4.1612, etc. (Cf. ἄντικρυς sub fin.) [ν generally, but ῠ I1.5.130, 819; ῐ by nature (cf. καταντῐκού Ar.Ec.87), ῑ by po ition in Ep.]

German (Pape)

[Seite 253] (ἀντί u. κρούω), gerade durch; der Sprachgebrauch unterschied dies Wort von ἄντικρυς, welches ursprünglich nicht verschieden war. Die Ansicht der alten Gramm. s. z. B. Scholl. Iliad. 3, 359 διαφέρει τὸ ἀντικρύ τοῦ ἄντικρυς προπαροξυτόνου· τὸ μὲν γὰρ ἀντικρύ δηλοῖ τὸ ἐξ ἐναντίας, τὸ δὲ ἄντικρυς τὸ φανερῶς. Dieser Unterschied läßt sich nicht festhalten, s. Buttmann Ausf, Gr. tom. 2 §. 117 p. 366 ed. 2. Hom. hat ἄντικρυς nicht, ἀντικρύ oft, der ältere Atticismus hat ἀντικρύ nicht, ἄντικρυς oft. S. über ἄντικρυς den folg. Art,; ἀντικρύ heißt bei Hom.: 1) gegenüber, entgegen, μάχεσθαι Il. 5, 130; ἀντικρὺ μεμαώς, geradezu darauf los, 13, 137; ἀντικρὺ ἀπόφημι, gerade ins Gesicht, geradezu, 7, 362, vgl. ἄντικρυς. Auch mit dem gen., Ἕκτορος ἀντικρύ Il. 8, 301; so auch Pol. 4, 43 οἱ ἀντικρὺ τῆσἈσίας τόποι; im Att, ist καταντικρύ das Gewöhnliche. – 2) gerade, ursprünglich wohl von Geschossen, die auf der entgegengesetzten Seite wieder herauskommen, z. B. ἀντικρὺ δὲ δι' ὤμου χάλκεον ἔγχος ἦλθεν Il. 4, 481; ἀντικρὺ κατὰ κύστιν 5, 67; ἀντικρὺ δὲ διέσχε, drang auf der andern Seite hervor, 5, 100; ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Od. 10, 162; ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, gerade in die Mitte, Il. 16, 285. Homerische Nachahmung Xen. Cyr. 7, 1, 30 ἀντικρὺ δι' αὐτῶν εἰς τὴν τῶν Αἰγυπτίων φάλαγγα ἐμβάλλει. – 3) geradezu, ganz u. gar, ἀντικρὺ ἀπαράσσειν, gänzlich abhauen, bis auf die entgegengesetzte Seite, Il. 16, 116, vgl. 23, 673. – Bei Ap. Rh. 4, 1612 ἀντικρὺ μακάρεσσιν ἔικτο = ἄντην. [υ ist bei Hom. in der Vershebung lang, in der Senkung Il. 5, 130 u. bei Attikern wie in ἄντικρυς kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

ἀντῑκρύ: ἐπίρρ. = ἄντην, ἐκ τοῦ ἐναντίου, μή τι σύ γ’ ἀθανάτοισι θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι Ἰλ. Ε. 130· μετὰ γεν., Ἕκτορος ἀντικρὺ Ἰλ. Θ. 301 ΙΙ. = ἄντῐκρυς, κατ’ εὐθεῖαν ἐμπρός, ἀπ’ εὐθείας εἰς τὸ ἔναντι μέρος, ἀντικρὺ δόρυ χάλκεον ἐξεπέρησεν Ὀδ. Κ. 162· ἀντικρὺ μεμαὼς Ἰλ. Ν. 137· - ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἀκολουθεῖται ὑπὸ προθ., ἀντικρὺ δ’ ἀν’ ὀδόντας Ε. 74· ἀντικρὺ δὲ ὤμου Δ. 481, πρβλ. Ὀδ. Χ. 16· ἀντικρὺ κατὰ μέσον, ἀκριβῶς ἐν τῷ μέσῳ, Ἰλ. Π. 285· οὕτως ἅπαξ παρὰ Ξεν., ἀντικρὺ δι’ αὐτῶν Κύρ. 7. 1, 30: ἐν παροιμίᾳ σημασ. ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸ καταντῑκρύ, ὃ ἴδε. 2) ἐντελῶς, ὁλοκλήρως, παντελῶς, ἀντικρὺ δ’ ἀπόφημι Ἰλ. Η. 362· ἀντικρὺ δ’ ἀπάραξε Π. 116, πρβλ. Ρ. 49, Ὀδ. Κ. 162, κτλ.: - Πρὸς τὸ ἀντικρὺ μακάρεσσι... ἔϊκτο Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1612, δυνάμεθα νὰ παραβάλωμεν τὸ ὁμοιωθήμεναι ἄντην, κτλ. - Ἴδε ἄντικρυς ἐν τέλ. [Ὁ Ὅμ. ἔχει ῡ ἐν ἄρσει, ῠ ἐν θέσει, ἀλλ’ ὁ Ἀριστοφ. ἐν Ἐκκλ. 87 ἔχει καταντῐκρὺ μετὰ τῆς ποσότητος τοῦ ἄντῐκρυς].

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
1 en face de, contre, dat. ou gén.;
2 en droite ligne, tout droit;
3 tout à fait.
Étymologie: DELG ἀντί et ? -- Babiniotis -κρύ pê apparenté à κάρη ou à κρούω.

English (Autenrieth)

opposite, straightforward, straight through; ἀντικρὺ μάχεσθαι, Il. 5.130, 819; w. gen., ὀιστὸν ἴαλλεν | Ἕκτορος ἀντικρύ, Il. 8.301; ἀποφάναι, ‘outright,’ Il. 7.362 ; ἀντικρὺ δ' ἀπάραξε, ‘completelyoff, Il. 16.116, Il. 23.866; often joined w. foll. prep., παραί, διά, κατά, ἀνά.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [-ῡ pero -ῠ Il.5.130, 819]
adv.
I c. verb. de mov. o asimilados
1 de frente, derechamente de armas lanzadas ἀ. ... δι' ὤμου ... ἔγχος ἦλθεν Il.4.481, ἀ. ... δι' αὐχένος ἤλυθ' ἀκωκή Il.17.49, ἀ. μεμαώς ardiendo en deseos de lanzarse hacia delante, Il.13.137, 22.327, Od.22.16, cf. 19.453, ἀ. διᾴττων εἰς τὴν ... φάλαγγα ἐμβάλλει X.Cyr.7.1.30
derechamente, limpiamente ἀ. δ' ἀπάραξε (αἰχμή) Il.16.116, ἀ. χρόα τε ῥήξω Il.23.673, ἀ. δ' ἀν' ὀδόντας ... τάμε χαλκός Il.5.74, cf. ἀ. ... τάφρον ὑπέρθορον ... ἵπποι Il.16.380.
2 de palabras directamente, sin rodeos ἀ. δ' ἀπόφημι Il.7.362.
II c. otros verb. o sin verb.
1 delante ἀ. μακάρεσσιν ... ἔικτο se parecía por delante a los bienaventurados A.R.4.1612
subst. ἡ ἀ. la delantera τὴν ἀντικρὺ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτοῦ a la vista de sus ojos Sm.Ps.17.25.
2 c. casos contra c. dat. θεοῖς ἀ. μάχεσθαι Il.5.130, ἐμπίπτει τοῖς ἀ. τῆς Ἀσίας τόποις de una corriente marina, Plb.4.43.4 (var.)
c. gen. ἴαλλεν Ἕκτορος ἀ. Il.8.301.

• Etimología: De ἀντί y una raíz que se duda si relacionar con la de κέρας o la de κρούω.

English (Strong)

prolonged from ἀντί; opposite: over against.

English (Thayer)

(L T WH ἄντικρυς (Chandler § 881; Treg. ἄντικρυς. Cf. Lob. Path. Elementa 2:283); ad Phryn., p. 444; (Rutherford, New Phryn., p. 500f); Alexander Buttmann (1873) Ausf. Spr. 2:366), adverb of place, over against, opposite: with the genitive, Philo de vict. off. § 3; de vit. Moys. iii. § 7; in Flacc. § 10.)

Greek Monolingual

κ. -κρυς, κ. -κρύ κ. -κρύς (AM ἀντικρύ, ἄντικρυς
Μ ἀντικρύς, ἄντικρυν, ἀντίκρυτα)
1. απέναντι
2. εξαντιθέτου, κατά πρόσωπο
νεοελλ.
1. (με την πρόθ. εις, σε) αναφορικά, συγκριτικά
2. παροιμ. «αντίκρυ στα παιδέματα μικρά τα παιδοκόπια» — για ασήμαντη επιτυχία
αρχ.
1. κατευθείαν εμπρός
2. διαμπερώς, πέρα ως πέρα
3. εντελώς, απόλυτα
4. φανερά, απροκάλυπτα
5. (για χρόνο) αμέσως
6. φρ. «ἄντικρυς δουλεία», «ἄντικρυς ἐλευθερία» — πραγματική δουλεία, πραγματική ελευθερία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. θεωρείται σύνθετη με α' συνθετ. το αντι-. Σχετικά με το β' συνθετ. της λ. έχει υποστηριχθεί ότι συνδέεται με τα κέρας, κάρη «κεφάλι, πρόσωπο» ή με το ρ. κρούω (αντικρύ < αντικρούω). Στην αττ. διάλεκτο υπάρχει τ. άντικρυςμε ένα -ς επιρρηματικό και με βραχεία κατάληξη, όπως φαίνεται από τον τονισμό. Οι αρχαίοι γραμματικοί έκαναν διάκριση μεταξύ των αντικρύ «εξαντιθέτου» και άντικρυς «φανερά, σαφώς, ρητά», αλλά ο τ. αντικρύ έχει και τις δύο σημασίες στον Όμηρο. Η λ. συνοδεύεται από γενική ή δοτική και συχνά ακολουθείται από πρόθεση.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αντίκρυτα
νεοελλ.
αντικρύζω, αντικρινός.
ΣΥΝΘ. αρχ. απαντικρύ, καταντικρύ
νεοελλ.
απαντίκρυ, κατάντικρυ, καταντικρύ.].

Greek Monotonic

ἀντῑκρύ: επίρρ. = ἄντην,
I. άκρως αντίθετα, έναντι, με δοτ., θεοῖς ἀντικρὺ μάχεσθαι, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., Ἕκτορος ἀντικρύ, στο ίδ.
II. 1. ἄντῐκρῠς, κατευθείαν εμπρός, σε Όμηρ.· ακολουθ. από πρόθ., ἀντικρὺ δ' ἀν' ὀδόντας, ἀντικρὺ δι' ὤμου, στον ίδ.· ἀντικρὺ κατὰ μέσσον, ακριβώς στη μέση, σε Ομήρ. Ιλ.
2. εντελώς, εξολοκλήρου, ἀντικρὺ δ' ἀπόφημι, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντικρύ: I adv. (ῠ, редко ῡ)
1) против, прямо, навстречу (μεμαώς Hom.): ἀ. κατὰ μέσσον Hom. в самую гущу (врагов); ἀ. δι᾽ αὐτῶν Xen. напролом через их (толпу);
2) насквозь, навылет (ἐκπερᾶν Hom.);
3) напрямик, решительно (ἀπόφημι Hom.);
4) начисто, совершенно (ἀπαράσσειν Hom.).
II в знач. praep. cum gen. et dat.
1) против (θεοῖς ἀ. μάχεσθαι Hom.);
2) прямо, навстречу (Ἓκτορος ἀ. ὀϊστὸν ἰάλλειν Hom.).