ὀλέθριος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ον, E.Hec.1084 (lyr.), Pl.Ep.334d ; but α, ον Hdt.6.112, LXX Wi.18.15, and freq. in Trag. (v. infr.) :—
A destructive, deadly, ὀ. ἦμαρ the day of destruction, Il.19.294,409, cf. ἐλεύθερον ἦμαρ, etc. ; so μανίη πάγχυ ὀ. Hdt.l.c. ; ὀ. μόρος A.Th.704 ; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Id.Ch.697 ; κότος ὀ. ib.952 (lyr.) ; ὀλεθρία νύξ S.OC1683 (lyr.), etc. ; ψῆφος ὀλεθρία a vote of death, A.Th.198 : in S.Aj.799, ἔξοδον . . ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν seems to be = φέρειν εἰς ὄλεθρον : acc. sg. masc. predicatively used, ἀλλά μ' ἁ . . θεὸς ὀλέθριον αἰκίζει fatally, ib.402 (lyr.) :—rare in Prose, as Pl.R.389d, Gal.16.522 ; νόσοι Phld.Ir.p.57 W. (Sup.). Adv.-ίως Eust.132.16. 2 c.gen., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων bringing ruin on his friends, A.Ag. 1156 (lyr.). 3 c. dat., as Subst., ψύλλοις ὀλέθριον, name of a fluid, Philum.Ven.12.4. II of persons, in danger of death, Hp.Acut.58 ; lost, undone, S.Tr.878. Adv. -ίως, ἔχειν Gal.16.522, al. 2 rascally, worthless (cf. ὄλεθρος 11 nisi hoc leg.), Luc.DMort. 2.1 codd., Hist.Conscr.38 codd. ὀλεθρ-ιώδης, ες, gloss on λευγαλέη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 319] ον, auch 3 Endgn, verderblich, tödtlich; ἦμαρ ὀλέθριον, der Tag des Verderbens, der Todestag, Il. 19, 294. 409; γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, Aesch. Ag. 1128; ὀλέθριον πνέουσ' ἐν ἐχθροῖς κότον, Ch. 940; fem., ψῆφος ὀλεθρία, Spt. 180; ἔξοδον ὀλεθρίαν Αἴαντος, Soph. Ai. 786; νύξ, O. C. 1680; ὀλέθριον κοίταν, Eur. Hec. 1084; in Prosa, μανίην ὀλεθρίην, Her. 6, 112, ἐπιτήδευμα ὀλέθριον, Plat. Rep. III, 389 d; öfter bei Sp., wie Plut., τινί, Symp. 5, 7, 1. Auch von Menschen, unglücklich, τάλαιν' ὀλεθρία, Soph. Trach. 875, vgl. Ai. 397; auch Luc. Alex. 11; nichtswürdig, D. Mort. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλέθριος: -ον, Εὐρ. Ἑκάβ. 1084, Μήδ. 993· ἀλλὰ α, ον, Ἡρόδ. 6. 112, καὶ συχν. παρὰ Τραγ.· καταστρεπτικός, ὀλέθριος, ὀλ. ἦμαρ, ἡ ἡμέρα τοῦ ὀλέθρου, τῆς καταστροφῆς, Ἰλ. Τ. 294, 409, πρβλ. ἐλεύθερον ἦμαρ, κτλ.· οὕτω, μανίη πάγχυ ὀλ. Ἡρόδ. 6. 112· ὀλ. μόρος Αἰσχύλ. Θήβ. 704· ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα ὁ αὐτ. ἐν Χο. 697· ὀλ. κότος αὐτόθι 952· ὀλεθρία νὺξ Σοφ. Ο. Κ. 1683, κτλ.· ψῆφος ὀλεθρία, ψῆφος θανάτου, Αἰσχύλ. Θήβ. 198· ― ἐν Σοφ. Αἴ. 799, ἔξοδον... ὀλεθρίαν ἐλπίζει φέρειν, φαίνεται ὅτι εἶναι = φέρειν εἰς ὄλεθρον, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb: ― ἀντὶ ὀλέθριον (αὐτόθι 402) ὡς ἐπίρρ., ὀλεθρίως, ὁ Wunder χάριν τοῦ μέτρου ἀναγινώσκει οὔλιον: ὁμαλὸν ἐπίρρ. ὀλεθρίως, Εὐστ. 132. 16· ― σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς ἐν Πλάτ. Πολ. 389D. 2) μετὰ γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, ἐπιφέροντες ὄλεθρον εἰς τοὺς φίλους αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1156. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ κινδυνεύων νὰ ἀποθάνῃ, εἰς κίνδυνον θανάτου εὑρισκόμενος, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ., 393· ― ἀπολωλώς, κατεστραμμένος, ἀτυχής, Σοφ. Τρ. 878. 2) κακός, ἄθλιος, οὐτιδανός, (πρβλ. ὄλεθρος ΙΙ), Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 2. 1, Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 38.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
1 qui cause la perte ou la mort, funeste, fatal;
2 malheureux, misérable.
Étymologie: ὄλεθρος.
English (Autenrieth)
ὀλέθριον ἦμαρ: day of destruction, Il. 19.294 and 409.
English (Thayer)
(ὄλεθρος) (ὀλιγοπιστία) ὀλιγοπιστιας, ἡ, littleness of faith, little faith: L T Tr WH, for R G ἀπιστία. (Several times in ecclesiastical and Byzantine writings.)
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΝ ὀλέθριος, -ον, Α θηλ. και ὀλεθρία) όλεθρος
αυτός που επιφέρει όλεθρο, αφανισμό, καταστροφή, ο καταστρεπτικός («οἵ πάντες ὀλέθριον ἧμαρ ἐπέσπον», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. (για πρόσ.) α) αυτός που κινδυνεύει να πεθάνει, ο ετοιμοθάνατος
β) χαμένος, κατεστραμμένος, αφανισμένος, άτυχος («τάλαιν' ὀλεθρία
τίνι τρόπῳ θανεῑν σφε φής;», Σοφ.)
γ) μηδαμινός, άθλιος, φαύλος, τιποτένιος
2. (η αιτ. εν. του αρσ. ως επίρρ.) ὀλέθριον
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο («ἀλλὰ μ' ἁ... θεός ὀλέθριον αἰκίζει», Σοφ.)
3. φρ. α) «ὀλέθριον ἦμαρ» — η ημέρα της καταστροφής
β) «ψῆφος ὀλέθρια» — ψήφος θανάτου, θανατική
γ) (με γεν.) «γάμοι ὀλέθριοι φίλων» — γάμοι που επιφέρουν όλεθρο στους φίλους του
δ) (με δοτ. ως ουσ.) «ψύλλοις ὀλέθριον» — ονομασία υγρού
ε) «ἔξοδος ὀλεθρία» — έξοδος που οδηγεί στην καταστροφή, που φέρνει τον όλεθρο.
επίρρ...
ολεθρίως και -α (Α ὀλεθρίως)
με ολέθριο, μοιραίο, καταστρεπτικό τρόπο
αρχ.
φρ. «ὀλεθρίως ἔχω» — κινδυνεύω να πεθάνω, βρίσκομαι σε κίνδυνο θανάτου.
Greek Monotonic
ὀλέθριος: -ον και -α, -ον,
I. 1. καταστροφικός, θανατηφόρος, ὀλέθριον ἦμαρ, η ημέρα της καταστροφής, σε Ομήρ. Ιλ.· ψῆφος ὀλεθρία, ψήφος θανάτου (απόφαση θανατώσεως), σε Αισχύλ.· τὸ ὀλέθριον, ως επίρρ., μοιραία, ολέθρια, σε Σοφ.
2. με γεν., γάμοι Πάριδος ὀλέθριοι φίλων, που φέρνουν τον αφανισμό στους φίλους του, σε Αισχύλ.
II. λέγεται για πρόσωπα, κατεστραμμένος, χαμένος, αφανισμένος, σε Σοφ.· μηδαμινός, ανάξιος λόγου, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλέθριος: 2, реже 3
1) несущий гибель, губительный, пагубный (ἦμαρ Hom.; γάμοι Πάριδος Aesch.; ἐπιτήδευμα Plat.): ψῆφος ὀλεθρία Aesch. смертный приговор;
2) погибший, несчастный Soph., Luc.;
3) негодный, пропащий (ἀγεννεῖς καὶ ὀλέθριοι Luc.).