ἄμφω
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
τώ, τά, tw/, also οἱ, αἱ, τά; gen.
A ἀμφοῖν S.Ph.25, etc., dat. ἀμφοῖν Aj.1264, etc.:—both, of individuals, Il.1.363; of armies or nations, 2.124:—Hom. uses only nom. and acc.: from Hom. downwards freq. with pl. Noun or Verb, Il.2.767, 7.255, etc.; ἐξ ἀμφοῖν, = ἐξ ἀλλήλοιν, S.OC1425: sts. indecl., h.Cer.15, Arist. Top.118a28, Theoc.17.26, A.R.1.165. (For the root cf. ἀμφί.)
German (Pape)
[Seite 146] ἀμφοῖν (ἀμφί, ambo), für alle genera: Hom. oft, aber nur in der Form ἄμφω, nom. u. accus., vgl. Iliad. 6, 17 u. 19 nebst Scholl. Aristonic.; Iliad. 3, 211 στάντων μὲν Μενέλαος ὑπείρεχεν εὐρέας ὤμους, ἄμφω δ' ἑζομένω, γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς, vgl. Scholl. Aristonic.; meistens von zwei Individuen, von zwei Völkern Iliad. 2, 124; mit nominib. u. verbb. im dual. u. im plur. ohne Unterschied verbunden, vgl. z. B. Iliad. 16, 758. 17, 103. 18, 517. 23, 686; – Pind. ἄμφω P. 4, 183, ἀμφοῖν P. 3, 57 I. 4, 18; auch nach Hom. sowohl mit plur. als mit dual. verb.; Plat. zieht den dual. vor; indeclinabel H. h. Cer. 15; Ap. Rh. 1, 1 1 69.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμφω: τώ, τά, τώ, ὡσαύτως οἱ, αἱ, τά· γεν. ἀμφοῖν Σοφ. Φ. 25, κτλ.· δοτ. ἀμφοῖν ὁ αὐτ. Α. 1264, κτλ.: - καὶ οἱ δύο ὁμοῦ, ἀμφότεροι, οὐ μόνον ἐπὶ ἀτόμων, ἀλλὰ καὶ ἐπὶ δύο στρατῶν ἢ ἐθνῶν, Ἰλ. Α. 364., Β. 124: - Ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται μόνον ὀνομ. καὶ αἰτ. ἄμφω: - ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς συχνάκις συνδυάζεται μετὰ πληθυντικοῦ ὀνόματος ἢ ῥήματος: - ἐξ ἀμφοῖν = ἐξ ἀλλήλοιν, Σοφ. Ο. Κ. 1425. Ἐνίοτε ἡ λέξις εἶναι ἄκλιτος, ὡς τὸ δύο, Ruhnk Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15, Θεόκρ. 17. 26. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἀμφί, κτλ.: πρβλ. ἀμφότερος· Σανσκρ. ubbâu, Λατ. ambo· Γοτθ. bai, bajôps· Παλαιοσκανδιναυ. badir· Παλ. Ὑψ. Γερμ. beidê, (ἀγγλ. both), Σλαυ. oba, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
gén.-dat. ἀμφοῖν;
adj. et pron.
tous deux :
1 en parl. de deux pers., animaux, choses τὼ δ’ ἄμφω χεῖρας ἀνέσχον OD et tous deux levèrent les mains;
2 en parl. de deux groupes εἴπερ γάρ κ’ ἐθέλοιμεν Ἀχαιοί τε Τρῶές τε… ἄμφω IL car si nous voulions par hasard Grecs et Troyens… les uns et les autres également.
Étymologie: cf. lat. ambo.
English (Autenrieth)
both, whether of individuals or of parties, Il. 1.363, Il. 2.124; ‘the two pieces’ (defined by what follows), Od. 12.424.
English (Slater)
ἄμφω
1 both χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις δἰ ἀμφοῖν ἀμπνοὰν στέρνων κάθελεν (i. e. through Asklepios and his patient) (P. 3.57) ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις (P. 4.183) τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ. Σ.) (I. 5.18)
Spanish (DGE)
• Morfología: [du., frec. concierta c. plu.; indecl. h.Cer.15, Arist.Top.118a28, Theoc.17.26, A.R.1.165]
1 ambos sólo o c. pron. Il.1.363, 7.255, Hes.Op.774, S.Ai.1264, Pl.Phdr.260b, D.39.10, PLugd.Bat.17.14.6 (II a.C.), Nonn.D.11.187
•c. subst. χεῖρε Il.4.523, οὔατα Od.17.302, αὐχένας Hes.Sc.171, χεροῖν S.OC 483, cf. Pl.Prt.314d, Isoc.12.97, D.24.141, PLond.1727.17 (VI a.C.).
2 ref. a dos grupos ambos lados, Il.2.124, Plb.4.15.4.
3 ἐξ ἀμφοῖν de uno a otro σφῷν θάνατον ἐξ ἀμφοῖν θροεῖ predice vuestra muerte el uno a manos del otro S.OC 1425. • DMic.: ạ-po (u-me-ta-qe-ạ-po).
• Etimología: Hay coincidencia completa con lat. ambo y sólo parcial con ai. bhau, lituan. abù, aesl. oba, gót. bai, etc., formas todas con el mismo sent.
Greek Monolingual
ἄμφω, τώ, τά, τὼ και οἱ, αἱ, τὰ (Α) (για άτομα, στρατούς ή έθνη) και οι δύο, και τα δύο, αμφότεροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαντά και σε γενική και δοτική δυϊκού ως ἀμφοῖν. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται μονό σε ονομαστική και αιτιατική, κυρίως για τα μέρη του σώματος. Επίσης χρησιμοποιείται λιγότερο στην αττική διάλεκτο, π.χ. στον Πλάτωνα, καθώς και στην όψιμη ελληνική λογοτεχνία. Γενικά ο τ. αντικαταστάθηκε από τη λ. ἀμφότερος. Ο ίδιος τ. υπάρχει και στα λατ. ambō. Με τον ίδιο αρχικό φθόγγο στην τοχαρ. Α āmpi. Σε άλλες γλώσσες ο τ. είναι χωρίς έρρινο (πρβλ. αρχ. ινδ. ubhau, αρχ. σλ. oba, αβ. uva και γοτθ. bai, χωρίς αρχικό φωνήεν). Οι τ. αυτοί τών διαφόρων γλωσσών οδηγούν στα συμπέρασμα ότι αρχικός ΙΕ τ. ήταν ο abmō < am + bhō, που στα Ελλ. (με τη λειτουργία του νόμου της τροπής τών ηχηρών δασέων σε άηχα) δίνει τ. ἄμφω (πρβλ. ἀμφί). Η ομοιότητα του τ. με το ἀμφὶ δεν μπορεί να είναι συμπτωματική. Ότι οι δύο τ. σχετίζονται είναι βέβαιο, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί αν πρόκειται για αρχική συγγένεια ή υστερογενή εξομοίωση.
ΠΑΡ. ἀμφότεροι].
Greek Monotonic
ἄμφω: τώ, τά, τώ, δυικ. επίσης οἱ, αἱ, τά, γεν. και δοτ. ἀμφοῖν· (ἀμφί)· Λατ. ambo, μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμφω: gen. и dat. ἀμφοῖν, иногда indecl. и тот, и другой, оба Hom., HH, Hes., Arph., Plat., Arst., Luc.: ἐξ ἀμφοῖν (= ἐξ ἀλλήλοιν) Soph. друг от друга.