γηθέω

From LSJ
Revision as of 18:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Homines amici sunt omnes felicibus → Nur derer, die im Glück sind, Freund ist jeder Mensch

Menander, Monostichoi, 507
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηθέω Medium diacritics: γηθέω Low diacritics: γηθέω Capitals: ΓΗΘΕΩ
Transliteration A: gēthéō Transliteration B: gētheō Transliteration C: githeo Beta Code: ghqe/w

English (LSJ)

3sg. γηθεῖ (contr.) Il.14.140, Dor.

   A γᾱθεῖ Theoc.1.54 (but pf. is always used for pres. in Trag., unless γηθούσῃ φρενί be read in A.Ch.772, and impf. ἐπ-εγήθει (v. infr.) in Id.Pr.157 (lyr.)): impf. ἐγήθεον Il.7.127, 214: fut. γηθήσω 8.378, etc.: aor. ἐγήθησα, Ep. γήθησα Hes.Sc.116, Dor. γάθησα Pi.P.4.122, cf. Limen.7: pf. γέγηθα (in pres. sense, v. supr.), Dor. γέγᾱθα with 3sg. γεγάθει Epich. 109 (imper. γέγᾱθι Hymn.Curet.6), Il.8.559, etc.: plpf. ἐγεγήθειν restored by Elmsl. in A.Pr.157, Ep. γεγήθειν Il.11.683, 13.494, Boeot. 3sg. γεγάθι Corinn.Supp.1.27. A collat. form γήθω, Dor. γάθω, mentioned by Hsch., is found in CIG3632 (Ilium), Orph.H.16.10, al.:—Med., γήθομαι Q.S.14.92, AP6.261 (Crin.), S.E.M.11.107: (v. γαίω):—rejoice, c. acc. rei, τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Il.9.77; γ. κατὰ θυμόν 13.416; νῶι γηθήσει προφανέντε will rejoice at our appearing, 8.378: freq. c. part., rejoice in doing... γέγηθας ζῶν S.Ph.1021; πίνων E.Cyc.168: γεγήθει φρένα Il.11.683 (but Ἀχιλλῆος κῆρ γηθεῖ 14.140); θυμῷ γηθήσας Hes.Sc.116; ἃν περὶ ψυχὰν γάθησεν Pi.P.4.122; παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. Id.N.3.33; γεγηθέναι ἐπί τινι S.El.1231, Hierocl.in CA 5p.427M.: c. dat., ἄλλος ἄλλῳ γέγαθε Axiop.1.23; τοῖς μεγάλοις ἀεὶ κακοῖς γέγηθ' ὁ κόσμος Sotad.15.4: part. γεγηθώς, like χαίρων, Lat. impune, ἦ καὶ γ. ταῦτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; S.OT368; but simply, cheerful, φαιδρὸς καὶ γ. D.18.323.

Greek (Liddell-Scott)

γηθέω: γηθεῖ ἐνὶ (συνηρ.) Ἰλ Ξ. 140 (ἕτεροι: γηθέει ἐν...), Δωρ. γᾱθεῖ, Θεόκρ. 1. 54 (ἀλλ’ ὁ πρκμ. κεῖται ἀείποτε ἀντὶ τοῦ ἐνεστ. παρ’ Ἀττ., ἐκτὸς ἂν διατηρήσωμεν τὴν γραφὴν γηθούση φρενὶ ἐν Αἰσχύλ. Χο 772, καὶ παρατ. ἐπεγήθει (ἴδε κατωτ.) ὁ αὐτ. Πρ. 157)· παρατ. ἐγήθεον Ἰλ. Η. 127, 214· μέλλ. γηθήσω Ἰλ., Ἡσ. · ἀόρ. ἐγήθησα, Ἐπ. γήθησα, Ὅμ., Ἡσ.· πρκμ. γέγηθα, Δωρ. γέγᾱθα (μὲ σημασ. ἐνεστ. ἴδε ἀνωτ.), Ὅμ., Ἀττ.· ὑπερσυντ. ἐγεγήθειν ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 157, Ἐπ. γεγήθειν Ἰλ. Λ. 682, Ν. 494, Δωρ. γεγάθειν, Ἐπίχ. 75, Ahr. Ἰσοδύναμος δέ τις τύπος γήθω, Δωρ. γάθω, ἀναφερόμενος ὑπὸ τῶν γραμμ., εὕρηται παρ’ Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3632· ἀλλὰ μέσ. γήθομαι παρὰ Κ. Σμ. 14. 92, Ἀνθ. Π. 6. 261, κτλ. (ἴδε ἐν λ. γαίω). Χαίρω, ἀγάλλομαι, Ὅμ.· μ. αἰτ. πράγμ., τίς ἂν τάδε γηθήσειεν Ἰλ. Ι. 77· γ. κατὰ θυμὸν Ν. 416· γηθήσει προφανείσα (δυϊκ.), θὰ χαρῇ ἅμα ἐμφανισθῶμεν, Θ. 378·― συχνάκις μετὰ μετοχ., χαίρω πράττων τι, γέγηθας ζῶν Σοφ. Φ. 1021· πίνων Εὐρ. Κύκλ. 168·― γέγηθε φρένα Ἰλ. Λ. 683, κτλ.· θυμῷ γηθήσας Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 116· ἂν περὶ ψυχὰ γάθησεν Πίνδ. II. 4. 218· ― ὡσαύτως, παλαιαῖσιν ἐν ἀρεταῖς γ. ὁ αὐτ. Ν. 3. 56· καὶ παρ’ Ἀττ., γεγηθέναι ἐπί τινι Σοφ. Ἠλ. 1231, Δημ. 332. 8·― κατὰ μετοχ., γεγηθώς, ὡς τὸ χαίρων, Λατ. impune, ἦ καί γεγ. λέξειν δοκεῖς; Σοφ. Ο. Τ. 368.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γηθήσω, ao. ἐγήθησα, pf. γέγηθα;
se réjouir ; part. γεγηθώς, au sens de χαίρων, ayant sujet de se réjouir, càd sans avoir rien à craindre, impunément.
Étymologie: pour *γαϜθέω, de la R. ΓαϜ, Γαυ, se réjouir.

English (Autenrieth)

aor. γήθησα, perf. γέγηθα: rejoice, be glad; freq. w. part., γήθησεν ἰδών, etc.; sometimes w. acc., τάδε, Od. 9.77; acc. of part., εἰ νῶι... Ἕκτωρ γηθήσει προφανέντε, Il. 8.378.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór., beoc. γᾱθέω Pi.P.4.12, Corinn.1(a).28, Epich.123, Theoc.1.54; tard. γήθω AP 6.261 (Crin.), Q.S.14.92, Pamprepius 3.67, Orph.H.16.10, S.E.M.11.107

• Morfología: [impf. ἐγήθεεν Il.7.127, contr. sin aum. γήθει A.R.1.436; aor. sin aum. γήθησεν Il.6.212, A.R.4.1126, dór. γάθησεν Pi.P.4.122; perf. ind. γέγηθεν Ar.Eq.1317, dór., beoc. γέγαθε Pi.N.3.33, Corinn.2(b).4, γεγάθει Epich.123, cret. imper. γέγᾱθι Hymn.Curet.6; beoc. plusperf. γεγάθι Corinn.1(a).28]
1 alegrarse o en pf. estar alegre
a) abs. γήθησεν ... Διομήδης Il.6.212, τῶ δὲ νόος γεγάθι su espíritu se había colmado de alegría Corinn.l.c., γήθησε δὲ θυμὸς ἑκάστου ἡρώων A.R.4.1126, γηθήσει κραδίη Nonn.Par.Eu.Io.16.22, cf. A.Ch.772, Epich.217.23, Pl.Phdr.251c, Lg.671b, Theoc.9.36, D.P.Au.1.11, Manes 105.15, Hsch.;
b) part. perf. γεγηθώς en uso pred., como adv. alegremente, impunemente, despreocupadamente γεγηθὼς ... λέξειν δοκεῖς S.OT 368, ἔτρεχεν Ar.Th.510, ᾄδει Arist.Pr.921a37, βαῖνε Orph.H.6.10;
c) c. indicación del lugar del sentimiento alegrarse en c. ac. de rel. φρένα Il.8.559, 11.683
c. dat. loc. θυμῷ Il.7.189, Hes.Sc.116, φρενί A.Ch.772, καλῷ γήθουσα προσώπῳ mostrando alegría en su bello rostro Orph.H.16.10
c. giro prep. κατὰ θυμόν Il.13.416, ἐνὶ στήθεσσι Il.13.494, περὶ ψυχάν Pi.P.4.122
c. giro prep. y un part. en dat. Ἀχιλλῆος ... κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι ... δερκομένῳ ... el corazón de Aquiles se alegra en su pecho al ver ..., Il.14.140
tb. en v. med., part. γηθόμενος contento, alegre c. ac. de rel. μεγ' ἔνδοθι γηθομένων κῆρ Q.S.l.c., cf. AP l.c., Pamprepius l.c.
2 c. indicación del motivo gozar, alegrarse de, con, por c. ac. τάδε Il.9.77
c. dat. instrum. οἷς (los tribunales), Ar.Eq.1317, μολπᾷ Hymn.Curet.6, τοῖς ἀγινεῦσιν ἐκ τῶν σε Τεμπέων Call.Fr.194.55, πλοκάμοισι A.R.2.707, κελεύθῳ A.R.3.925, τοῖς μεγάλοις κακοῖς Sotad.15.4, θαλίαις Orph.H.2.6, νυκτερινοῖς ... σχήμασι Aristid.Quint.121.27
c. gen. de origen ἐμῆς γέγαθε ... ἐνοπῆς Corinn.2(b).4
c. giros prep. παλαιαῖσι δ' ἐν ἀρεταῖς Pi.N.3.33, κἀπὶ συμφοραῖσί μοι γεγηθός ἕρπει δάκρυον S.El.1231, cf. D.18.323, Hierocl.in CA 5.7, περὶ πλέγματι Theoc.l.c., πρὸς τοὺς ἐπαίνους S.E.l.c.
c. part. pred. del suj. alegrarse al o alegrarse de ἰδών Il.1.330, Od.12.88, cf. Il.7.214, A.R.1.436, εἰρόμενος Il.7.127, ζῶν S.Ph.1021, πίνων E.Cyc.168, γέγηθα ... μᾶλλον ἢ τὸ γῆρας ἐκδὺς ἐκφυγὼν τὴν ἀσπίδα Ar.Pax 335, ἁ δὲ γεγάθει ... ἀκροαζομένα Epich.l.c.
c. part. pred. del complemento en ac. νῶϊ ... γηθήσει προφανέντε se alegrará al vernos a ambas, Il.8.378
c. or. causal alegrarse de que γήθησεν δὲ θεὰ ..., ὅττι Il.17.567, cf. Pl.Phd.85a, γήθησεν ... Ὀδυσσεύς, οὕνεκα ... Od.18.281.

• Etimología: De la raíz *geH2- en grado P y ā rel. gaudeō que presenta otro tratamiento de la laringal, cf. γαίω.

Greek Monolingual

γηθέω και γαθέω και γήθω (A) (AM γήθομαι)
χαίρομαι, ευχαριστιέμαι με κάτι ή κάνοντας κάτι
αρχ.
Ι. φρ. «γηθέω φρένα (ή φρενὶ ή θυμὸν ή θυμῶ) «αναγαλλιάζει, χαίρεται η ψυχή μου
II. (η μτχ. παρακμ.) γεγηθώς
1. περιχαρής
2. χωρίς τιμωρία («ἦ καὶ γεγηθὼς ταῡτ' ἀεὶ λέξειν δοκεῑς;» — νομίζεις ότι θα συνεχίσεις να μιλάς έτσι χωρίς να τιμωρηθείς; Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. το λατ. gaudĕōχαίρομαι»), gāvīsus sum οδηγεί στην υπόθεση ότι γηθέω < γᾱF -εθ -έωγαF -αθ -έω), αλλά η συναίρεση του -ᾱFe- πρέπει να έγινε πολύ νωρίς, πράγμα που ισχύει και για τον παρακμ. γέγηθα < γε -γᾱFεθ -α. Η υπόθεση περί αρχικού θέματος παρακμ. γᾱθ -, βάσει του οποίου θα σχηματίστηκε υστερογενώς ο ενεστ. γᾱθέω, γηθέω, αίρεται από την ύπαρξη του λατ. gaudeō. To ρ. συνδέεται πιθ. με τα γαίω (< γᾰF -ιω), γάνυμαι, γαύρος και απαντά σπανίως στην αττική διάλεκτο, γιατί αντικαταστάθηκε από το συνώνυμο χαίρω. Ο παρακμ. γέγηθα έχει σημασία ενεστώτα και είναι συχνός στους τραγικούς, ενώ ο παράλληλος τ. ενεστ. γήθω, που μαρτυρείται μτγν., είναι πιθ. υστερογενής σχηματισμός.
ΣΥΝΘ. αρχ. αμφιγηθέω, επιγηθέω, συγγηθέω.

Greek Monotonic

γηθέω: Δωρ. γᾱθέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ἐγήθησα· Επικ. γήθησα, παρακ. γέγηθα· Δωρ. γέγᾱθα (με σημασία ενεστ.), υπερσ. ἐγεγήθειν, Επικ. γεγήθειν (γαίωχαίρω, αγάλλομαι, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., τίςἂν τάδε γηθήσειεν; σε Ομήρ. Ιλ.· με μτχ. γηθήσει προφανείσα (αιτ. δυϊκ.), θα χαρεί με την εμφάνισή μας, στο ίδ.· γέγηθας ζῶν, χαίρεσαι με το να ζεις, με τη ζωή, σε Σοφ.· γεγηθέναι ἐπί τινι, στον ίδ.· μτχ. γεγηθώς, όπως το χαίρων, Λατ. impune, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

γηθέω: дор. γᾱθέω радоваться (θυμῷ, κατὰ θυμόν и φρένα Hom.: τι Hom., ἔν τινι Pind., τινι Hes., Arst. и ἐπί τινι Soph., Dem.): ἥδομαι καὶ γέγηθα Arph. я счастлив и рад; γέγηθας ζῶν Soph. ты радуешься жизни; ἦ καὶ γεγηθὼς ταῦτ᾽ ἀεὶ λέξειν δοκεῖς; Soph. уж не думаешь ли ты, что всегда сможешь говорить это с веселым видом, т. е. безнаказанно?