σιδήρεος
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
α, Ion. and Ep. η, ον, Att. contr. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν SIG144.14, etc.; Ep. also σιδήρειος, η, ον, v. infr.; also late, Stud.Pal.20.217.9 (vi A.D.) (fem.
A -ειος Theognost.Can. 56); Dor. σιδάρεος [ᾱ] IG42(1).103.114 (Epid., iv B.C.), and v. infr. 11, also σιδάριος SIG246 ii 67 (Delph., iv B.C.); Aeol. σιδάριος Theoc.29.24:—made of iron or steel, ἄξων Il.5.723; σιδηρείη κορύνη 7.141; πύλαι 8.15; ὑποκρητηρίδιον Hdt.1.25; σκύταλον Theoc.17.31; χεὶρ σ. grappling-iron, Th.4.25, 7.62: also σ. ὀρυμαγδός, i.e. the clang of arms, Il.17.424; σ. οὐρανός the iron sky, the firmament, which the ancients held to be of metal, Od.15.329 (cf. χάλκεος) ; σ. γένος, of the Iron age, Hes.Op.176. 2 metaph., ἦ γὰρ σοί γε σ. ἐν φρεσὶ θυμός a soul of iron, i.e. hard, stubborn as iron, Il. 22.357, cf. Od.23.172; οὐδέ μοι . . θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ' ἐλεήμων 5.191; οὐδ' εἴ οἱ κραδίη γε σ. ἔνδοθεν ἦεν 4.293; σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Il.24.205,521; ἦ ῥά νυ σοί γε σ. πάντα τέτυκται thou art iron all! Od. 12.280; πυρὸς μένος . . σ. the iron force of fire, Il.23.177; of Heracles, the ironsided, Simon.8; of men, Ar.Ach.491; σὰρξ σ. Theoc.22.47; ὦ σιδήρεοι O ye ironhearted! Aeschin.3.166; εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἴομαι ἔννουν γεγονέναι Lys.10.20; σ. λόγοι Pl.Grg.509a. II σιδάρεοι, οἱ, Byzantine iron coins, always used in Dor. form, even at Athens, Ar.Nu.249, Pl.Com.96, Stratt.36.
German (Pape)
[Seite 879] ion. u. ep. έη, εον, att. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, poet. auch σιδήρειος, eisern, stählern, Hom. u. Folgde; ἄξων, Il. 3, 723; σιδηρείη κορύνη, 7, 141; σιδήρειαι πύλαι, 8, 15; οὐρανός, das eiserne Himmelsgewölbe, Od. 15, 329. 17, 565 (sonst χάλκεος), kann auch übertr. sein, vgl. unten; zweifelhaft auch ὀρυμαγδός, d. i. Gerassel der eisernen Waffen (?), Il. 17, 424; σιδηρᾶ κέντρα, Eur. Phoen. 26, u. sonst. – Uebertr., wie von Eisen u. Stahl, fest, hart; σάρξ, Theocr. 22, 47; θυμός, κραδίη, Hom. u. Hes., sowohl tadelnd von gefühlloser Härte des Herzens, als lobend von männlicher Festigkeit der Gesinnung; σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, an dir ist Alles von Eisen, Od. 12, 280; auch π υρὸς μένος σιδήρεον, des Feuers eiserne Wuth, Il. 23, 177; σιδηροῦς ἀνήρ, neben ἀναίσχυντος, Ar. Ach. 466, σιδηροῖς λόγοις, Plat. Gorg. 509 a; σιδηροῦν γένος, Rep. VIII, 547 b; σκληρὰς καὶ σιδηρᾶς ἀγωγάς, Legg. I, 685 a; Folgde; μόνον οὐχ ἁλύσει σιδηρᾷ, Dem. 25, 28; εἰ μὲ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι, Lys. 10, 20; σ. ἄνθρωπος, Plut. Cic. 26. – Σιδάρεοι, οἱ, Eiserlinge, eine byzantinische Eisenmünze, welche auch in Athen ihre dorische Wortform behielt, vgl. Hesych. u. Ar. Nubb. 249.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδήρεος: α, Ἰων. καὶ Ἐπικ. η, ον, Ἀττ. σιδηροῦς, ᾶ, οῦν, (πρβλ. χάλκεος, -οῦς, χρύσεος, -οῦς)· παρὰ μεταγεν. συγγραφεῦσιν ὡσαύτως ος, ον, Θεογνώστ. Καν. 56· Ἐπικ. ὡσαύτως σιδήριος, η, ον, αιος Κύριλλ.· Δωρ. σιδάρεος, -ειος, Αἰολ. σιδάριος Ahr. D. Aeol. § 12. 4 (σίδηρος)· - ὁ ἐκ σιδήρου ἢ χάλυβος πεποιημένος, σιδηροῦς, Λατ. ferreus, Ὅμηρ., κλπ.· σιδήρεος ἄξων Ἰλ. Ε. 723· σιδηρείη κορύνη Ξ. 141· σιδήρειαι πύλαι Θ. 15· ὑποκρητηρίδιον Ἡρόδ. 1. 25· σκύταλον Θεόκρ. 17. 31· χεὶρ σιδηρᾶ, σίδηρος πεποιημένος ἐν εἴδει χειρός, ὅπως ἁρπάζῃ, ἁρπάγη, Θουκ. 4, 25., 7. 62· - ὡσαύτως, σιδήριος δ’ ὀρυμαγδός, ὁ τῶν ὅπλων κρότος, Ἰλ. Ρ. 424· σιδήρεος οὐρανός, τὸ στερέωμα, ὅπερ οἱ παλαιοὶ ἐνόμιζον ὡς μετάλλινον, Ὀδ. Ο. 329, Ρ. 565 (πρβλ. χάλκεος)· - ἡ τελευταία καὶ χειρίστη γενεὰ κατὰ τὸν Ἡσίοδον ἦτο ἡ σιδηρᾶ, Ἔργ. καὶ Ἡμ. 174 κἑξ.
2) μεταφορ., ἦ γὰρ σοί γε σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, ψυχὴ σιδηρᾶ, δηλ. σκληρά, ἄκαμπτος ὡς ὁ σίδηρος (πρβλ. σίδηρος Ι. 2), Ἰλ. Χ. 357, Ὀδ. Ψ. 172· οὐδέ μοι ... θυμὸς ἐνὶ στήθεσσι σ., ἀλλ’ ἐλεήμων Ε. 191· οὐδ’ εἴ οἱ κραδίη γε σιδηρέη ἔνδοθεν ἦεν Δ. 293· σιδήρειόν νύ τοι ἦτορ Ἰλ. Ω. 205, 521· ἦ ῥά νυ σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, εἶσαι ὅλος ἐκ σιδήρου, Ὀδ. Μ. 280· πυρὸς μένος ... σιδήρεον, ἡ ἀκατάσχετος ὁρμὴ τοῦ πυρός, Ἰλ. Ψ 177· - ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, οἱονεὶ τοῦ ἔχοντος τὰ πλευρὰ σιδηρᾶ, Σιμωνίδ. 16· οὕτως ἐπὶ ἀνδρῶν, Ἀριστοφ. Ἀχ. 496· σὰρξ σ. Θεόκρ. 22. 47· ὦ σιδήρεοι, ὦ τὴν καρδίαν σιδηροῖ, γενναῖοι! Αἰσχίν. 77. 25, πρβλ. Λυσί. 117· 44· εἰ μὴ σιδηροῦς ἐστιν, οἶμαι ἔννουν γεγονέναι ὁ αὐτ. 17 44· σ. λόγοι Πλάτ. Γοργ. 509Α.
ΙΙ. σιδάρεοι, οἱ, σιδηροῦν τι νόμισμα τοῦ Βυζαντίου ἀεὶ ἐν τῷ Δωρικῷ τύπῳ ἔτι καὶ ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Νεφ. 249, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Πεισάνδρῳ» 3, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 105, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
contr. att. σιδηροῦς;
I. de fer : χεὶρ σιδηρᾶ THC grappin de fer ; σιδήρεος οὐρανός OD le ciel de fer (les anciens Grecs supposant que la voûte du ciel était métallique) ; οἱ σιδάρεοι, monnaie de fer byzantine;
II. p. ext. dur comme le fer ; fig. :
1 sec, raide;
2 dur, cruel, inflexible;
3 en b. part ferme, indomptable.
Étymologie: σίδηρος.
English (Autenrieth)
of iron; ὀρυμαγδός, ‘of iron weapons,’ Il. 17.424; fig., οὐρανός, κραδίη, θῦμός, ‘hard,’ ‘unwearied,’ etc., Il. 22.357, Il. 24.205, Od. 12.280.
Spanish
English (Strong)
from σίδηρος; made of iron: (of) iron.
English (Thayer)
σιδηρεα, σιδηρεον, contracted σιδηρεους, σιδηρεα, σιδηρεουν (σίδηρος), from Homer down, made of iron: Revelation 19:15.
Greek Monolingual
-α, -ον, θηλ. και -η, Α
(επικ. και ιων. τ.) (ασυναίρ. τ.) βλ. σιδηρούς.
Greek Monotonic
σῐδήρεος: -α, -ον, Ιων. -η, -ον, Επικ. σιδήρειος, -η, -ον, Αττ. συνηρ. σιδηροῦς, -ᾶ, -οῦν, Δωρ. σιδάρεος, -ειος (σίδηρος),
I. 1. κατασκευασμένος από σίδηρο ή ατσάλι, σιδερένιος, Λατ. ferreus, σε Όμηρ. κ.λπ.· χεὶρ σιδηρᾶ, σιδερένια αρπάγη, λαβή, σε Θουκ.· σιδήρειος ὀρυμαγδός, δηλ. η κλαγγή των όπλων, σε Ομήρ. Ιλ.· σιδήρεος οὐρανός, σιδερένιος ουρανός, δηλ. το στερέωμα, το οποίο θεωρείτο από τους αρχαίους ότι ήταν από μέταλλο, σε Ομήρ. Οδ.
2. μεταφ., σιδήρεος ἐν φρεσὶ θυμός, καρδιά από σίδερο, δηλ. σκληρή σαν από σίδερο, σε Όμηρ.· οἱ κραδίη σιδερέη, σε Ομήρ. Οδ.· σοί γε σιδήρεα πάντα τέτυκται, είσαι ολόκληρος φτιαγμένος από σίδερο! στο ίδ.· λέγεται για τον Ηρακλή, αυτός που έχει πλευρά από σίδερο, σε Σιμων.· ὦ σιδήρεοι, ω εσείς, σκληρόκαρδοι! σε Αισχίν.
II. σιδάρεοι, οἱ, νόμισμα της περιοχής του Βυζαντίου από σίδηρο, πάντοτε σε Δωρ. τύπο, ακόμη και στην Αθήνα, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σῐδήρεος: дор. σῐδάρεος, стяж. σῐδηροῦς 3 (ᾱ)
1) железный (ἄξων Hom.): χεὶρ σιδηρᾶ Thuc. железный крюк;
2) твердый как железо, непреклонный (κραδίη Hom.; ἀνήρ Arph.; λόγοι Plat.).