σύνδικος
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ὁ, ἡ, (δίκη)
A one who helps in a court of justice, advocate, ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών A.Supp.726; μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν Id.Eu.761; μάρτυρες καὶ σύνδικοι Pl.Lg.929e; τὸν νόμον σ. ἔχων having the law on one's side, Isoc.19.14; σ. ὑπέρ τινος D.18.134: metaph., σ. αὐτῷ Ἰολάου τύμβος Pi.O.9.98. 2 after the 30 Tyrants, judges appointed to determine disputes respecting confiscated property, Lys.16.7, cf. Harp. s.v. 3 public advocate, appointed to represent the state in matters concerning its interests or dignity, at Athens, IG22.1100.55 (ii A.D.), etc.; ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σ. καὶ μάλισθ' οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες D.20.146, cf. 152; at Sparta, IG5(1).65; at Delphi, σ. τοῦ Πυθίου SIG825 C 5 (ii A.D.); at Palmyra, OGI629.14 (ii A.D.); also advocates chosen by the tribes to defend their interests, D.23.206, cf.IG22.1196.17; of certain officials of an ἔρανος, ib.1369.36; of public advocates under Valentinian and later, Lib.Or.56.20, Cod.Just.12.35.18.2a; σ. Ὀξυρυγχίτου (sc. νομοῦ) PFreib.11.3 (iv A.D.), etc. 4 accomplice, Tab.Defix.66. II belonging jointly to, σ. Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον their joint possession, Pi.P.1.2. Adv. ξυνδίκως with joint sentence, jointly, A.Ag.1601.
German (Pape)
[Seite 1008] Einem vor Gericht beistehend, der Sachwalter, τινός; Aesch. Eum. 731; ἐγὼ δ' ἀρωγοὺς ξυνδίκους θ' ἥξω λαβών, Suppl. 707; Plat. Legg. XI, 929 e; öfter bei den Rednern, z. B. σύνδικος ὑπὲρ τοῦ ἐν Δήλῳ ἱεροῦ, Dem. 18, 134, vgl. noch 20, 146; – gemeinsam zukommend, zugehörig, Pind. κτέανον Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν, P. 1, 2; aber τύμβος, Ol. 9, 98, ist = Zeugniß ablegend, für ihn sprechend. – In Athen hießen σύνδικοι die nach der Vertreibung der dreißig Tyrannen eingeführten Fiskale des Staates, welche über eingezogene Güter und Confiscationen entschieden, Lys. 16, 7. 18, 26; vgl. Böckh Staatshaush. I p. 170. – Adv. gerecht, Aesch. Ag. 1583
Greek (Liddell-Scott)
σύνδῐκος: ὁ, ἡ, (δίκη) ὁ βοηθῶν τινα ἐν δικαστηρίῳ, συνήγορος, Λατ. patronus, ἀρωγούς ξυνδίκους θ’ ἥκω λαβὼν Αἰσχύλ. Ἱκ. 726· μητρὸς τάσδε σ. ὁρῶν ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 761· τύμβος Ἰολάου σ. αὐτῷ Πινδ. Ο. 9. 148· ξύνδικοί τε καὶ μάρτυρες Πλάτ. Νόμ. 929Ε· τὸν νόμον σύνδικον ἔχων, ἔχων ὑπὲρ ἑαυτοῦ συνήγορον καὶ προστάτην τὸν νόμον, Ἰσοκρ. 387Α· σ. ὑπέρ τινος Δημ. 271. 22. 2) Ἐν Ἀθήναις οἱ σύνδικοι ἦσαν συνήγοροι τοῦ δημοσίου διοριζόμενοι ὅπως ἀντιπροσωπεύωσι τὴν πόλιν καὶ συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας αὐτῆς, Συλλ. Ἐπιγραφ. 126, κτλ.˙ ᾕρηνται δὲ τῷ νόμῳ σύνδικοι, καὶ μάλισθ’ οἱ δεινοὶ λέγειν ἄνδρες Δημ. 501. 22, πρβλ. 503. 15˙ μάλιστα ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῆς πόλεως ἐνώπιον ξένων δικαστηρίων, οἷον ἐνώπιον τῶν Ἀμφικτυόνων, ὁ αὐτ. 271. 23˙ ― παρόμοιοι ἄρχοντες ὑπῆρχον καὶ ἐν Σπάρτῃ, Böckh C. I. 1. σ. 610˙ καὶ ἐν Δελφοῖς, Δημ. 271. 22, πρβλ. 272. 7˙ ― ὡσαύτως συνήγοροι οὓς ἐξέλεγον αἱ φυλαὶ ὅπως συνηγορῶσιν ὑπὲρ τῶν συμφερόντων αὐτῶν, ὁ αὐτ. 689. 7˙ ― οἱ ὑπὲρ τῶν ἰδιωτῶν ἐν τοῖς δικαστηρίοις συνηγοροῦντες ἐκαλοῦντο συνήγοροι (ἴδε ἐν λ.), ἢ (ἐν περιπτώσει εἰσαγγελίας) κατήγοροι, ἴδε Herm. Pol. Antt. § 132 κἑξ. 3) μετὰ τοὺς 30 τυράννους σύνδικοι ἐκαλοῦντο δικασταὶ διοριζόμενοι ὅπως ἀποφασίζωσι περὶ φιλονικιῶν ἐγειρομένων ἐν σχέσει πρὸς τὴν δημευθεῖσαν περιουσίαν, Λυσί. 146. 12, κἑξ.˙ πρβλ. Ἁρποκρ. ἐν λ., Att. Process σ. 110. II. ὁ ἀπὸ κοινοῦ ἀνήκων εἴς τινα, χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον Πινδ. Π. Ι. 3˙ οὕτως ἐπίρρ. συνδίκως, διὰ κοινῆς ἀποφάσεως, ἀπὸ κοινοῦ, (Herm. communi justitia), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1601.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui assiste qqn en justice, d’où
1 assistant, défenseur ; τὸν νόμον σύνδικον ἔχων ISOCR ayant la loi de son côté;
2 particul. à Athènes, membre d’une commission de cinq orateurs publics chargés de défendre la cause d’Athènes devant le conseil des Amphictions.
Étymologie: σύν, δίκη.
English (Slater)
σύνδῐκος
a bearing witness for c. dat. σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ Ἐλευσὶς ἀγλαίαισιν pr. (O. 9.98)
b rightful cf. ἔνδικος, Fränkel, D & P, 521̆{26}. χρυσέα φόρμιγξ, Ἀπόλλωνος καὶ ἰοπλοκάμων σύνδικον Μοισᾶν κτέανον (P. 1.2)
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση της αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά προς τους τριάκοντα τυράννους
β) (ιδίως στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την πολιτεία αλλά και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της
γ) (στη Σπάρτη και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την εφαρμογή τών νόμων, τών ηθών αλλά και τη διοίκηση γενικότερα
δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τους
νεοελλ.
1. επίτροπος τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου
2. φρ. «σύνδικος πτωχεύσεως»
(εμπορ. δίκ.) πρόσωπο διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την ομάδα τών πιστωτών κατά την πτωχευτική διαδικασία έχοντας τη διαχείριση της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση τών πιστωτών
μσν.-αρχ.
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
δημόσιοι συνήγοροι κατά την εποχή του Βαλεντινιανού και μετέπειτα
αρχ.
1. αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το δίκαιο ενός διαδίκου ή τη διατήρηση ενός νόμου, συνήγορος
2. συνεργός, συμμέτοχος
3. αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον
4. μτφ. σύμφωνος, αρμονικός με κάποιον ή κάτι, συνῳδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].
Greek Monolingual
ο, η, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνδικος και βοιωτ. τ. σούνδικος Α
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
α) (στην Αθήνα μετά την κατάλυση της αρχής τών τριάκοντα τυράννων) αξίωμα του οποίου οι φορείς εκδίκαζαν τις υποθέσεις τών δημεύσεων τών περιουσιών αυτών που πρόσκειντο φιλικά προς τους τριάκοντα τυράννους
β) (ιδίως στην Αθήνα) κρατικοί συνήγοροι οι οποίοι διορίζονταν προκειμένου να αντιπροσωπεύσουν την πολιτεία αλλά και να υπερασπιστούν τα συμφέροντα και την αξιοπρέπειά της
γ) (στη Σπάρτη και στους Δελφούς) αυτοί που επόπτευαν για την εφαρμογή τών νόμων, τών ηθών αλλά και τη διοίκηση γενικότερα
δ) συνήγοροι εκλεγόμενοι από τις φυλές για την υπεράσπιση τών συμφερόντων τους
νεοελλ.
1. επίτροπος τών υποθέσεων ομάδας, εταιρείας, σωματείου
2. φρ. «σύνδικος πτωχεύσεως»
(εμπορ. δίκ.) πρόσωπο διοριζόμενο από το πτωχευτικό δικαστήριο για να εκπροσωπήσει την ομάδα τών πιστωτών κατά την πτωχευτική διαδικασία έχοντας τη διαχείριση της περιουσίας εκείνου που πτώχευσε με σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση τών πιστωτών
μσν.-αρχ.
στον πληθ. οἱ σύνδικοι
δημόσιοι συνήγοροι κατά την εποχή του Βαλεντινιανού και μετέπειτα
αρχ.
1. αυτός που ενώπιον δικαστηρίου υπερασπίζεται το δίκαιο ενός διαδίκου ή τη διατήρηση ενός νόμου, συνήγορος
2. συνεργός, συμμέτοχος
3. αυτός που από κοινού με άλλους ανήκει σε κάποιον
4. μτφ. σύμφωνος, αρμονικός με κάποιον ή κάτι, συνῳδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].
Greek Monotonic
σύνδῐκος: ὁ, ἡ (δίκη),
I. 1. αυτός που βοηθάει κάποιον στο δικαστήριο, δικηγόρος, συνήγορος, Λατ. patronus, σε Αισχύλ., Δημ.
2. στην Αθήνα, σύνδικοι ήταν οι συνήγοροι του δημοσίου και διορίζονταν για να αντιπροσωπεύουν την πόλη και να υπερασπίζονται τα συμφέροντά της, σε Δημ.
3. μετά την περίοδο των Τριάκοντα Τυράννων, σύνδικοι ήταν δικαστές που εξέδιδαν αποφάσεις σε περιπτώσεις φιλονεικιών με αφορμή τις δημεύσεις περιουσιών, σε Λυσ.
II. αυτός που ανήκει σε κάποιον από κοινού με, σύνδικος Ἀπόλλωνος καὶ Μοισᾶν κτέανον, το κοινό τους απόκτημα, σε Πίνδ.· επίρρ. συνδίκως, με κοινή απόφαση, από κοινού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
σύνδῐκος: I ὁ, редко ἡ
1) защитник, заступник Aesch., Pind.: τὸν νόμον σύνδικον ἔχειν Isocr. иметь закон на своей стороне;
2) член суда (μάρτυρες ἅμα καὶ σύνδικοι Plat.);
3) синдик (в Афинах, член коллегии, на которую была возложена защита государственных интересов и законов, в частности - отстаивание старых законов при внесении к ним поправок и изменений Dem., защита интересов Афин в Амфиктионийском совете Dem. и, после свержения Тридцати тираннов, решение вопросов о конфискованных имуществах Lys.).
находящийся в общем владении, общий (κτέανον Pind.).